ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΜΑΛΕ ΒΡΑΣΕ, ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΡΙΣΕ ΚΑΙ ΑΣΕ
Ω! Μαργαρίτα πονηρή
γιατί μέ βασανίζεις
έλα στήν Χώρα όπου ζώ
καί σύ δέν τήν γνωρίζεις.
•••
Κατέβηκα απ’ τό χωριό
φορώντας φουστανέλα
καί κάθομαι ευχάριστα
στόν πάγκο μέ τήν τρέλα.
•••
Μήν απορείς, Κυρία μου
θά ’ρθει καί η σειρά σου
τότε θά δείς ολόμαυρα
καί τά ξανθά μαλλιά σου.
•••
Ο Κύκλωπας παραφυλά
σέ δρόμους, σέ σοκάκια
καί σύ, Κυρά, τόν επαινείς
βαρώντας παλαμάκια.
•••
Άν ήξερες τίς πράξεις του,
κυρά τής παρθενίας,
καί πώς στό σώμα
μάς χτυπά
μετά σκληρής μανίας,
•••
θά πήγαινες καλόγρια
σέ κάποιο μοναστήρι,
μ’ αρσενικούς
ανύπαρκτους
γιά όποιο «πανηγύρι»,
•••
όμως εκεί θά έτρωγες
τουλάχιστον πατάτες
σάπιες καί Αργεντίνικες
παρέα μέ τίς γάτες:
•••
φέρουνε γούνα Καμπαρέ
καί νύχια σάν ξυράφια,
τότε θά μέ ευλόγαγες
σ’ εικόνες καί σέ ράφια,
•••
μήν απορείς, η τρέλα μου
είναι η σύνταξή μου
πού έρχεται Καλόγρια
απ’ τήν οδό Μαξίμου.
(…)
Κάτσε λιγάκι νά σού πώ
γιά τούς παλιούς λεβέντες
πού κατοικούσαν
στά βουνά
κι όχι σέ σάπιες τέντες.
•••
Εκείνος πού θά σήκωνε
κεφάλι νά τούς θίξει
θά πέταγαν
στά μούτρα του
όσα μάς έχουν πρήξει.
•••
Άν δέν νοείς,
Κυρούλα μου,
πρήξιμο τί σημαίνει
ρώτα λιγάκι τήν κοπριά
πού από πίσω βγαίνει.
•••
Ρώτα τό βολευτήριο
-χώρα τών καθισμάτων-
εκεί θ’ ακούσεις,
κούκλα μου,
τό πένθος τών ασμάτων.
•••
Τότε ζώνη δέν θά φοράς
-ζώνη τής παρθενίας-
καί Ιερόδουλη θά ζεις
πόρνη παλιάς ταινίας.
•••
Εγώ πολύ κουράστηκα
έλα καί σύ μαζί μου
νά μοιραστούμε τίμια
τή μαύρη κούρασή μου.
(…)
Στόν τάφο μας
θά γράψουνε:
«Εδώ κοιμούνται βλάκες
πού μιά ζωή ψηφίζανε
Μισέλληνες… μαλάκες».
………………………………………
Αυτά δέν τά είδα
στόν ύπνο μου
αλλά σέ κάποιο εντιμότατο ταμείον.