Π. Νεάρχου: Η Σύνοδος Κορυφής Ελλάδος, Κύπρου, Αιγύπτου και τα ελληνο-τουρκικά
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Την Τετάρτη, 10 Οκτωβρίου, έλαβε χώραν στην Ελούντα η έκτη κατά σειράν Σύνοδος Κορυφής Ελλάδος, Κύπρου, Αιγύπτου. Οι συναντήσεις αυτές Κορυφής με την Αίγυπτο, όπως και οι αντίστοιχες με το Ισραήλ, έγιναν στο πλαίσιο μιας σωστής πολιτικής οικοδομήσεως στρατηγικών συμμαχιών με τις δύο αυτές πολύ σημαντικές χώρες της περιοχής.
Το κύριο αντικείμενο είναι η συνεργασία και η συνέργεια στον ενεργειακό τομέα αλλά και γενικότερα η διαμόρφωση μιας περιφερειακής ισορροπίας, η οποία εξυπηρετεί τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή. Για την Ελλάδα και την Κύπρο ειδικότερα η πολιτική αυτή αποτελεί μέρος μιας αποτρεπτικής στρατηγικής απέναντι στις απροκάλυπτες Τουρκικές απειλές και αυθαίρετες αξιώσεις στην ΑΟΖ των δύο αδελφών κρατών.
Τα δύο πιο αξιοσημείωτα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη νέα Σύνοδο είναι, πρώτον, η έμφαση που δόθηκε δημοσίως στην κοινή αντιμετώπιση απειλών, υπονοουμένων σαφώς των Τουρκικών απειλών στην Κυπριακή ΑΟΖ, αλλά, κατά δεύτερο λόγο, και στην ΑΟΖ της Ελλάδος, για την οποία εκκρεμεί ακόμη η οριοθέτηση με την Αιγυπτιακή. Το δεύτερο σημείο αφορά ακριβώς την ανακήρυξη και οριοθέτηση της ΑΟΖ της Ελλάδος προς την πλευρά της Αιγύπτου. Σημειώνεται στο κοινό ανακοινωθέν ότι συμφωνήθηκε με την Αίγυπτο να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του 2018 όλες οι τεχνικές συζητήσεις ώστε να καταστεί εφικτή η ανακήρυξη και οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ με την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Είναι γνωστό ότι η Άγκυρα αμφισβητεί την Ελληνική ΑΟΖ, αρνούμενη αφενός να δεχθεί επήρεια του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλόριζου στην οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ και απορρίπτοντας αφετέρου τις πρόνοιες του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου, που δεν συμπλέουν με τις αυθαίρετες διεκδικήσεις της. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ΑΟΖ της Κύπρου, προβάλλει αξιώσεις και στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, με βάση τους ίδιους ισχυρισμούς που προβάλλει και στο Αιγαίο, ότι δηλαδή τα νησιά δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, εκτός των χωρικών τους υδάτων. Ανατρέχει επίσης στη γνωστή προπαγάνδα για δήθεν δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, παρουσιάζοντας το ψευδοκράτος της κατεχόμενης Κύπρου ως «ισότιμο συνεταίρο» της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Άγκυρα, εντάσσοντας τις συζητήσεις για το Κυπριακό στα ευρύτερά της σχέδια για «συμμετοχή» στον ενεργειακό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου και για την κατάκτηση ηγεμονικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο, επισείει συνεχώς την απειλή πραγματοποιήσεως γεωτρήσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ και παρεμποδίσεως, με στρατιωτικά μέσα, της Κυπριακής Δημοκρατίας να προωθήσει τον ενεργειακό της σχεδιασμό. Συνδέει, προσφάτως, απροκάλυπτα οποιεσδήποτε συζητήσεις για «λύση» του Κυπριακού με το φυσικό αέριο της Κύπρου, επιδιώκοντας να αποσπάσει στρατηγικού χαρακτήρα παραχωρήσεις και σ’ αυτόν τον τομέα, μετά από εκείνες που απέσπασε στη λεγόμενη εσωτερική πτυχή του Κυπριακού και σε ό,τι αφορά τη βάση συζητήσεως για τη «λύση» του Κυπριακού.
Οι προγραμματισμένες γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ, πριν από το τέλος του χρόνου, από πετρελαϊκούς κολοσσούς των ΗΠΑ και της Γαλλίας, σε συνδυασμό με την πρόοδο που σημειώνεται στην εξερεύνηση και ενδεχόμενη εκμετάλλευση οικοπέδων νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης, επιταχύνουν τις εξελίξεις και τις Τουρκικές αντιδράσεις. Η Άγκυρα απειλεί ανοικτά με μεγάλη κρίση, προσπαθώντας να αποτρέψει την Κύπρο από τη συνέχιση του ενεργειακού σχεδιασμού της και την Ελλάδα από την ανακήρυξη και την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο.
Η Ελλάδα έχασε μέχρι τώρα πολύτιμο χρόνο, υποκύπτοντας στο φοβικό σύνδρομο, επιδιδόμενη σε μια μάταιη πολιτική κατευνασμού. Η πολιτική αυτή εξάντλησε τα όριά της, γιατί η Τουρκία πλέον δεν περιορίζεται σε ενέργειες αποτροπής της Ελλάδος από την ανακήρυξη της ΑΟΖ. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για να προκαταλάβει την Ελλάδα και να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να παραμένει απαθής και να αναβάλλει συνεχώς αυτό που έπρεπε ήδη να έχει κάνει από χρόνια.
Η στενή προσέγγιση με την Αίγυπτο και η ετοιμότητα της τελευταίας να συμπράξει για την οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι μια ευκαιρία για την Ελλάδα, την οποίαν πρέπει να εκμεταλλευθεί. Οι σχέσεις με το Ισραήλ, η συμφωνία για τον αγωγό East Med και η ένταση που υπάρχει ακόμη στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την εξομάλυνσή τους, είναι παράγοντες που συνηγορούν υπέρ μίας τολμηρής Ελληνικής πρωτοβουλίας, που είναι επιβεβλημένη.
Η σημερινή κατάσταση, που επισκιάζεται από τον κίνδυνο μιας μεγάλης κρίσεως, φέρνει στην επικαιρότητα τα μεγάλα ελλείμματα που υπάρχουν στον κρίσιμο τομέα της άμυνας στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Στην Ελλάδα προϋπήρξε της οικονομικής κρίσεως ένα αυτοεμπάργκο στους εξοπλισμούς, ως αποτέλεσμα προηγουμένων σκανδάλων στην αγορά οπλικών συστημάτων. Η κατάσταση αυτή, αντί να εκτιμηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις και να διαχωρισθεί η ανάγκη των εξοπλισμών από πρακτικές διαφθοράς και σκανδάλων, παρετάθη πέρα από κάθε λογική και δημιούργησε ένα πολύ αρνητικό κλίμα στην εφαρμογή των εξοπλιστικών προγραμμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η οικονομική κρίση ήρθε και έδεσε με την αρνητική αυτή κατάσταση. Η πολιτική ηγεσία μάλιστα του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, με υπουργό τον Ευάγγελο Βενιζέλο, δέχθηκε τις αξιώσεις της «τρόικας» να ενταχθούν στα Μνημόνια και οι αμυντικές δαπάνες, ενώ, με βάση σχετικό άρθρο της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αμυντικές δαπάνες είναι εθνική αρμοδιότητα και δεν περιλαμβάνονται στην Ευρωπαϊκή κοινή αγορά.
Η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, σε συνδυασμό με τη συμπερίληψη των αμυντικών δαπανών στα Μνημόνια, κατάφερε μεγάλο πλήγμα στους αμυντικούς εξοπλισμούς και καθήλωσε την εξοπλιστική προσπάθεια της χώρας, την ίδια στιγμή που η Τουρκία του Ερντογάν επιδίδεται σε μια γιγαντιαία εξοπλιστική προσπάθεια και δημιουργία εθνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Η αμυντική ολιγωρία στην Κύπρο δεν συνδέεται με έλλειψη οικονομικών πόρων. Υπάρχει εκεί το Ταμείο Αμυντικής Θωρακίσεως, το οποίο αποδίδει αρκετά χρήματα για τις ανάγκες της άμυνας, σε συνδυασμό με τον τακτικό προϋπολογισμό. Διατίθεται όμως, παρανόμως, μόνο το 17% των πόρων του Ταμείου για την άμυνα. Τα άλλα χρησιμοποιούνται για την κάλυψη αναγκών σε άλλα κεφάλαια του προϋπολογισμού.
Η πολιτική αυτή έχει να κάνει, προφανώς, με τις αυταπάτες για δήθεν «λύση» και τα ιδεολογήματα που καλλιεργούνται, ότι δεν πρέπει να υπονομευθούν οι περιβόητες «διακοινοτικές συνομιλίες» με προγράμματα εξοπλισμών. Αυτό, βεβαίως, δεν ισχύει για την άλλη πλευρά, η οποία εισήγαγε, λίγους μήνες πριν, 126 τηλεβόλα μακρού βεληνεκούς και ενισχύει συνεχώς και με κάθε άλλο τρόπο τις δυνάμεις κατοχής.
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι η διαπίστωση ότι αντικειμενικά η θέση της Κύπρου δεν είναι τόσο ανίσχυρη, όσο ορισμένοι θέλουν να την παρουσιάζουν. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της καταστάσεως στην περιοχή και των διακυβευομένων συμφερόντων, η Κύπρος έχει ισχυρούς συμμάχους. Δεν πρέπει όμως η ίδια να υπονομεύει τη θέση της με αυταπάτες και ανεδαφικές πολιτικές και να επιδεικνύει ολιγωρία γι’ αυτά που για κάθε λαό αποτελούν πρώτιστη υψηλή προτεραιότητα.