Ο κόσμος το ’χει τούμπανο…
Υπό
JOHN GALT
Ας ξεκινήσουμε με μία πικρή αλήθεια. Ναι, οι συστημικές τράπεζες έχουν σοβαρό πρόβλημα. Και για να μην κατηγορηθούμε για στείρα αντιπολίτευση, το πρόβλημα υπήρχε και δεν λύθηκε από το 2010 και μετά.
Το πρόβλημα οφείλεται σε μία απλή αλλά και διαπιστωμένη αντιπαλότητα και προέρχεται από τις λογιστικές εγγραφές και την πληροφόρηση που αυτές προσφέρουν στους μετόχους, μετά από ενδογενή ως προς την πηγή των κινήτρων μόχλευση των αριθμών. Συχνά και κατά παρέκκλιση των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.
Όπως γνωρίζει ο απλός πολίτης, έστω και αν κάνουν πως δεν γνωρίζουν οι ημιμαθείς οικονομολόγοι, μεταξύ ιστορικής και δικαίας αποτίμησης των λογιστικών εγγραφών υπάρχουν πάντοτε ικανές αποκλίσεις, που αποτυπώνονται στις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις. Εκεί που τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται σοβαρά, και πιθανά η εμπλοκή των διοικήσεων υπέρ της μίας η της άλλης αποτίμησης μπορεί να μεροληπτεί επικίνδυνα, είναι όταν βίαια γεγονότα βιάζουν την, προσδοκώμενη από τη φυσιολογική εξέλιξη, λειτουργία των επιχειρήσεων.
Η επιστήμη τα χαρακτηρίζει ιδιοσυγκρατικά, καθώς θέτουν τη λογιστική αποτίμηση υπό την κρίση των διοικήσεων. Οι διοικήσεις αποφασίζουν, αναλαμβάνοντας ευθύνες εταιρικής διακυβέρνησης, να επηρεάσουν τις αποτιμήσεις. Ο κίνδυνος συνίσταται στη θέση των υπευθύνων, ότι οι όποιες επιπτώσεις του shock είναι προς όφελος της φήμης της εταιρείας να υποτιμηθούν. Και εκείνοι αναλαμβάνουν την ευθύνη των διαρθρωτικών κινήσεων. Τίποτα όμως δεν εξασφαλίζει τη συνέπεια των διοικήσεων ως προς την επούλωση των επιπτώσεων.
Από την παγκόσμια κρίση του 2008 και τη Lehman Brothers, αλλά και πριν από αυτή, με την Enron, ο βιασμός της πραγματικότητας τιμωρείται στον βαθμό που οι μέτοχοι για τις επιχειρήσεις και οι πολίτες για το δημόσιο χρέος δεν μπορούν να αναλάβουν το βάρος της λογιστικής αυθαιρεσίας.
Το σύνολο του τραπεζικού συστήματος της ΕΕ υπέστη με την κρίση των ΗΠΑ ένα συστημικό shock. Έχοντας εξασφαλίσει τις καταθέσεις των πολιτών με κρατικά ομόλογα, είχε αποφασίσει να δανείζει μακροχρόνια επενδυτικά σχέδια. Δανείστηκε βραχυχρόνια με καταθέσεις και δάνεισε μακροχρόνια τους ιδιώτες και το Δημόσιο.
Η σταθερή, προ κρίσης, εξυπηρέτηση των δανείων επέτρεπε αύξηση των καταθέσεων, αύξηση της κερδοφορίας και περαιτέρω ανάπτυξη των δανείων. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών. Εκείνων, δηλαδή, που έναντι των μετόχων είχαν αναλάβει τον κίνδυνο, σε περίπτωση αδυναμίας εξυπηρέτησης των οφειλών, να υπάρχουν ικανοποιητικές εξασφαλίσεις εκ μέρους των οφειλετών. Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, το φαινόμενο αυτό ήταν πανευρωπαϊκό.
Η κρίση πέρασε στην Ευρώπη και άρα και στη χώρα μας. Οι ισολογισμοί των τραπεζών και ως προς το ενεργητικό (καταθέσεις) και ως προς το παθητικό (δάνεια) διαταράχθηκαν ιδιοσυγκρατικά. Απαιτείτο άμεση, χειρουργική, παρέμβαση. Το κράτος, με αλλεπάλληλες κεφαλαιοποιήσεις και με την αποδοχή των νέων (μετά το PSI) κρατικών ομολόγων, ως αξιόχρεων από την ΕΚΤ, συνέβαλε στη μερική επούλωση του προβλήματος.
Οι διοικήσεις όφειλαν όμως παράλληλα να αναδιαρθρώσουν τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα στον βαθμό που θα ήταν ασφαλή και εμπορεύσιμα για προεξόφληση στη διεθνή αγορά. Έπρεπε να διαγραφεί τμήμα των δανείων και να αυξηθούν οι εγγυήσεις από τους δανειστές, ώστε να πλησιάσουν την εμπορική αξία των δανείων. Η αναδιάρθρωση, που όφειλε να αρχίσει από το 2012, δεν αφορούσε μόνο αυτά που σταμάτησαν να εξυπηρετούνται (διάβαζε «κόκκινα») αλλά και αυτά που εξυπηρετούντο και εξυπηρετούνται μέχρι σήμερα (διάβαζε «μπλε»). Η αναδιάρθρωση όμως δεν έγινε.
Με χίλιες δικαιολογίες ανέβαλαν να πάρουν την ευθύνη. Με πολύπλοκες τεχνικές πορεύονταν, με τη στήριξη των υπευθύνων, που ως επωδό επαναλάμβαναν ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ασφαλές και αξιόπιστο. Όλοι ατύπως αποδέχονταν αδικαιολόγητα να υποβαθμίσουν την τραπεζική κρίση, αντί να την αποκαλύψουν, καθώς λειτουργούσαν με πιστωτικούς περιορισμούς και ελέγχους (διάβαζε αντισυμβατική νομισματική πολιτική). Επικεντρώθηκαν στα «κόκκινα» δάνεια.
Στηρίχθηκαν σε ημιμαθείς οικονομολόγους και υποσχέθηκαν σε νέους θεσμικούς επενδυτές-μετόχους καλύτερες ημέρες. Έτσι μετέθεταν συνεχώς τον χρόνο λήψης ουσιαστικών διευθυντικών αποφάσεων. Διοικούσαν με ξένα κόλλυβα, στηριζόμενοι σε ιστορικές αποτιμήσεις των στοιχείων των ισολογισμών τους. Έχοντας χάσει σημαντικό τμήμα των καταθέσεών τους, αναζητούσαν εξαιρετικά βραχυχρόνιες διευκολύνσεις από την ΤτΕ (διάβαζε ELA), αντί να καλύψουν τις ανάγκες τους με την αξιοπιστία τους.
Αναζητούσαν επενδυτές και αυξήσεις κεφαλαίων με παράτυπες πρακτικές (βλέπε δανεισμός για αγορά ιδίων μετοχών) και παρακολουθούσαν άβουλα τις εξελίξεις.
Αρνήθηκαν επίμονα να αποδεχθούν ότι μεταξύ λογιστικών εγγραφών και αποτίμησης των μεγεθών στις δευτερογενείς αγορές υπάρχει αλληλεξάρτηση, και ιδιαίτερα στις κρίσεις. Αμέλησαν, αν και γνώριζαν, ότι αν στο τραπεζικό σύστημα δεν επουλωθεί κάτι άμεσα, δεν ελέγχεται στη συνέχεια.
Για επιστημονική πιστοποίηση των γραφομένων, οι μη ημιμαθείς οικονομολόγοι μπορούν να ανατρέξουν σε πρόσφατη δημοσιευμένη μελέτη στην έγκριτη Αμερικανική Οικονομική Επιθεώρηση (Αύγουστος 2018). Είναι καλύτερο, γράφεται, να αποδέχονται και λογιστικά τις επιπτώσεις της κρίσης, αντί να προσφεύγουν καθημερινά σε άνευ περιεχομένου δημόσιες δηλώσεις που θίγουν την αξιοπιστία τους.
Η φούσκα, όπως και με την FF, έσκασε και εκ των πραγμάτων πλέον απαιτούνται βαθιές τομές. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κ. Δραγασάκης και Λιάκος, γνωρίζοντας την ανυπαρξία ενός ικανοποιητικού αφηγήματος σε συνάρτηση με τις ευθύνες που προκύπτουν από την απώλεια των καταθέσεων της περιόδου Βαρουφάκη, αποποιήθηκαν τη συμμετοχή στις όποιες κυβερνητικές αρμοδιότητες. Ναι μεν η ευθύνη του τραπεζικού συστήματος κατ’ αποκλειστικότητα ανήκει στην ΤτΕ, αλλά της κεφαλαιαγοράς ανήκει στην κυβέρνηση. Και εκεί είναι που τα φαινόμενα της διαχειριστικής ανεπάρκειας έρχονται στην επιφάνεια. Εκεί οι θεσμικοί επενδυτές, όταν αντιληφθούν τα λάθη τους, αναλαμβάνουν και το κόστος των δικών τους επιλογών, αποχωρώντας βίαια.
Ο έλεγχος της συστημικής απραξίας έχει ξεφύγει από την κυβέρνηση και τις διοικήσεις και πλέον ελέγχεται από τους βασικούς πιστωτές (βλέπε ΕΚΤ και ESM). Οι τεχνικές λύσεις, που βρίσκονται στο τραπέζι, έχουν ως βάση μία θεμελιακή επιλογή: Κατά πόσο, μετά την αναδιάρθρωση του συνόλου των τραπεζικών απαιτήσεων, η ιδιοκτησία των συστημικών τραπεζών θα ανήκει στους σημερινούς ιδιοκτήτες ή στον ESM. Και αυτό ανεξάρτητα από την αλλαγή των διοικήσεων. Το νέο τραπεζικό σύστημα του αύριο θα είναι εντυπωσιακά συρρικνωμένο, έχοντας αποξενωθεί τελείως από τη μακροχρόνια χρηματοδότηση ιδιωτικού και δημοσίου εθνικού χρέους.
Αν η συγκεκριμένη στρατηγική γίνει αποδεκτή και αρχίσει να εφαρμόζεται, τότε και μόνο τότε η συρρίκνωση της δανειακής βάσης, που θα προέλθει από τον μετασχηματισμό όλων των δανείων σε ασφαλή παράγωγα, θα επιτρέψει στις τράπεζες να αποτελέσουν και πάλι το υγιές λιμάνι των αποταμιεύσεων των ελλήνων, και όχι μόνο, πολιτών.
Ευτυχώς, για τους απλούς πολίτες, οι πρόσφατες εξελίξεις στην κεφαλαιαγορά, αν μάλιστα συνδυαστούν με τις θέσεις δύο υπευθύνων διοικητών συστημικών τραπεζών για αποχώρησή τους από τις διοικήσεις, δημιουργούν μια θετική αύρα και αισιοδοξία.