Χρ. Μπότζιος: Η Ιταλία αψηφά και προκαλεί την ΕΕ

Χρ. Μπότζιος: Η Ιταλία αψηφά και προκαλεί την ΕΕ


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


-Προβληματικές οι διφορούμενες αναφορές στην Ελλάδα

Αν και τρίτη οικονομική δύναμη της Ευρωζώνης και από τις βασικές χώρες-μέλη της ΕΕ, που σήμερα αριθμεί, μετά την αποχώρηση του ΗΒ, 27 ενεργά κράτη-μέλη, δεν απέφυγε την οικονομικοκοινωνική κρίση που έπληξε κυρίως τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.

Πρόσθετα, παρά το υψηλότατο δημόσιο χρέος, που ανέρχεται σε 2-3 τρισ. ευρώ, και την υψηλή συγκριτικά ανεργία, δεν υπέγραψε -όπως και η Ισπανία- επαχθή Μνημόνια, όπως εκείνα που επιβλήθηκαν σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία, με τις γνωστές, δυσμενείς επιπτώσεις στους λαούς τους.

Η Ιταλία βρίσκεται τελευταίως στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών συζητήσεων εξαιτίας και της διένεξης με τους οικείους κοινοτικούς φορείς σχετικά με το υποβληθέν σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο προβλέπει έλλειμμα 2,4%, που ξεπερνάει κατά πολύ τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια. Η υψηλή αυτή απόκλιση προκάλεσε τις αντιδράσεις των αρμοδίων κοινοτικών φορέων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις οποίες η ιταλική κυβέρνηση αντιμετώπισε απορριπτικά, ενώ δεν έλειψαν και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για ορισμένους υψηλούς αξιωματούχους της Ένωσης, που ξεπερνούν και τα όρια της οφειλόμενης ευπρέπειας.

«Δεν πρόκειται», δήλωσε κυβερνητικός αξιωματούχος, «να συμμορφωθούμε με υποδείξεις της ΕΕ, που κατέστρεψε την Ευρώπη!». Λαλίστατο δε κυβερνητικό στέλεχος που ανήκει στη Λέγκα του Βορρά και άλλοι πρόσθεταν: «Εμείς δεν είμαστε Ελλάδα». Η στάση αυτή της νέας ιταλικής κυβέρνησης έναντι της ΕΕ απηχεί βασικά τη φιλοσοφία των δύο κομμάτων που την απαρτίζουν. Το κόμμα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, πρώην επιτυχημένου επιθεωρησιακού ηθοποιού της πολιτικής σάτιρας, εστίαζε προεκλογικά στον οικονομικό τομέα, αποδίδοντας όλα τα δεινά της ιταλικής οικονομίας στην ένταξή της στο ευρωσύστημα. Υποσχόταν ότι αν αναλάμβανε την εξουσία θα διενεργούσε δημοψήφισμα για έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στη λιρέτα. Τις θέσεις αυτές εγκατέλειψε οριστικά στην προεκλογική περίοδο. Αντίθετα, η Λέγκα του Βορρά, ξενοφοβικό και ρατσιστικό συγχρόνως κόμμα, εστίαζε και επένδυσε κυρίως στο Προσφυγικό – Μεταναστευτικό, που αποτελεί ένα από τα πλέον σοβαρά προβλήματα της Ιταλίας και όλου του Ευρωπαϊκού – Μεσογειακού Νότου.

Οι θέσεις αμφοτέρων των σημερινών κυβερνητικών κομμάτων είχαν απήχηση στον ιταλικό λαό, που από πρωταγωνιστές στα ευρωπαϊκά δρώμενα έγιναν ουραγοί έναντι Γαλλίας και Γερμανίας. Η ένταξη στο ευρώ όντως έβλαψε την ιταλική οικονομία. Οι τιμές των αγαθών τριπλασιάσθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ενώ πολλά βιομηχανικά και άλλα ιταλικά προϊόντα κατέστησαν μη ανταγωνιστικά. Στη συνέχεια πολλές ιταλικές βιομηχανίες και επιχειρήσεις περιήλθαν στα χέρια ξένων επενδυτών και τα κεφάλαια διέφευγαν προς τη Φρανκφούρτη.

Η παρούσα κυβέρνηση με την υπέρβαση του κατωτάτου ορίου ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού που προβλέπεται από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς αποβλέπει στην αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και την αναθέρμανση της οικονομίας. Υψηλή θα είναι η επιβάρυνση στον προϋπολογισμό από την προβλεπόμενη χορήγηση επιδόματος ανεργίας με κατώτατο όριο τα 700 ευρώ μηνιαίως, που προκαλεί και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις από τις Βρυξέλλες. Με ανυποχώρητες, μέχρι στιγμής, θέσεις και από τις δύο πλευρές, είναι άγνωστο τι μπορεί να επακολουθήσει. Όλα είναι απρόβλεπτα και όλα τα σενάρια ανοικτά. Τελική προθεσμία για διορθωτικές επεμβάσεις στο σχέδιο προϋπολογισμού η 15η Οκτωβρίου.

Πιθανόν από ιταλικής πλευράς να επέλθουν ορισμένες αλλαγές, χωρίς να αποκλείεται και οι δύο πλευρές να παραμείνουν στις θέσεις τους και να μην αλλάξει τίποτα. Αυτό όμως θα καταγραφεί ως ήττα των θεσμικών και άτυπων οργάνων της ΕΕ. Θα καταδειχθούν δηλαδή οι αδυναμίες της Ένωσης, γεγονός που θα ενισχύσει τον ευρωσκεπτικισμό και τις θέσεις εκείνων που υποστηρίζουν ότι αυτή η ΕΕ αποδεδειγμένα δεν ανταποκρίνεται πλέον στις προσδοκίες των ευρωπαϊκών λαών.

Όμως οι αγορές καραδοκούν και αυτό δεν μπορεί εύκολα να το αγνοήσει η ιταλική κυβέρνηση. Ήδη τα επιτόκια των ιταλικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά πολύ, γεγονός που επέδρασε δυσμενώς και επί των ελληνικών. Οι συνέπειες μπορεί να αποδειχθούν οδυνηρές για όλη την Ευρωζώνη. Με την αγνόηση των κοινοτικών φορέων θα μπορούσε η Ιταλία να καταστεί ο καταλύτης ουσιαστικών αλλαγών στην Ευρωζώνη και γενικότερα στην ΕΕ; Αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί, επειδή οι αλλαγές απαιτούν συναίνεση και όχι να επέλθουν συνεπεία μονομερών ενεργειών. Και αυτό το γνωρίζουν κάλλιστα οι τρεις ανώτατοι ιταλοί αξιωματούχοι της ΕΕ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι και η Ευρωπαία Επίτροπος Εξωτερικής Πολιτικής Φεντερίκα Μογκερίνι, που σίγουρα επικοινωνούν με τους ιθύνοντες συμπατριώτες τους.

Αντίθετα, καταλυτικές θα ήταν οι εξελίξεις για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αν η Ιταλία αποφάσιζε να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Κυβερνητικοί και άλλοι ιταλικοί πολιτικοί παράγοντες συχνά αναφέρονται στη χώρα μας για τη μεταχείριση που έχει τύχει από το διευθυντήριο της Ευρωζώνης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς με τη φράση «Εμείς δεν είμαστε Ελλάδα – Noi non siamo Grecia». Η φράση μπορεί να ερμηνευθεί ως προειδοποίηση προς τους κοινοτικούς θεσμούς, στη βάση ότι η Ιταλία δεν μπορεί να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με την Ελλάδα, την οποία ο κ. Σόιμπλε προσπάθησε να εξωθήσει σε έξοδο από την Ευρωζώνη, επειδή αν κάτι ανάλογο συνέβαινε με την Ιταλία θα κατέρρεε άμεσα η Ευρωζώνη και ενδεχομένως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Με λίγα λόγια, η σύγκριση με την Ελλάδα είναι προειδοποιητικού χαρακτήρα. Μπορεί όμως να έχει και υποτιμητικό για την Ελλάδα χαρακτήρα, αφού δεν είχε το σθένος να αντισταθεί και να αντιδράσει στις μεθοδεύσεις των Βρυξελλών. Η ερμηνεία αυτή πρέπει να μας προβληματίσει και να προκαλέσει, αν ήδη δεν έχει συμβεί, τις αντιδράσεις των αρμοδίων φορέων. Η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει ακόμη ενημερωθεί επισήμως για τα αίτια της οικονομικής κρίσης και για τους υπεύθυνους αυτής. Δεν αποκλείεται να έχουν γίνει σχετικές συζητήσεις και αναλύσεις, κεκλεισμένων των θυρών, στα οικεία κυβερνητικά ή κομματικά όργανα, που δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Και όμως υπήρξαν και εξαιρέσεις, αφού κάποιοι είχαν προβεί σε έγκαιρες προειδοποιήσεις. Θυμίζουμε τον πρώην υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ Αλέκο Παπαδόπουλο, που δημοσίως είχε πει προειδοποιητικά «μέχρι πότε θα ζούμε με δανεικά» και υπέστη άγριες επιθέσεις εντός και εκτός του κόμματός του. Γνωστές είναι και οι προτάσεις του Τάσου Γιαννίτση για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων στο Ασφαλιστικό, που αν είχαν ληφθεί υπόψη πολύ πιθανόν να είχαν συμβάλει σε καλύτερη διαπραγματευτική θέση στις συζητήσεις με τους δανειστές.

Για να επανέλθουμε στις αντιδράσεις της παρούσης ιταλικής κυβέρνησης, πολλοί εκτιμούν ότι κινείται περισσότερο από ιδεολογική και αντικοινοτική φόρτιση παρά από διαπραγματευτική τακτική. Οι επόμενες κινήσεις της μπορεί να αποδειχθούν καθοριστικές τόσο για το μέλλον της όσο και αυτό της ΕΕ, που νοσεί σοβαρά.


Σχολιάστε εδώ