Π. Αδαμίδης: Οικουμενικό Πατριαρχείο και Ελληνισμός
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Αναρίθμητες φορές έχει ειπωθεί και συνεχίζει να λέγεται ότι η απήχηση και η σημασία του Ελληνισμού ξεπερνά τα ιστορικά μας σύνορα και ακτινοβολεί παγκόσμια. Θέλουμε να είναι η οργανική συνέχεια, ο αδιαμφισβήτητος κληρονόμος, ο άοκνος λαμπαδηδρόμος ενός συστήματος αξιών και πολιτισμού, που ανέστησε τον σύγχρονο, δυτικό τρόπο ζωής και τις πανανθρώπινες αξίες.
Στην ιστορική αυτή διαδρομή, συμφυή με την ανθρώπινη ιστορία, η οικουμενικότητα του Ελληνισμού ταυτίστηκε με την Ορθοδοξία και τον φάρο της, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το Πατριαρχείο αποτέλεσε σημείο αναφοράς της ιστορικής μας συνείδησης και της ελληνικής ταυτότητας στα χρόνια του ζόφου και δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ως μήτρα κοσμοπολιτισμού και ανάδειξης ηγητόρων, για την εθνική παλιγεννησία.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση των Κεμαλικών και των αδίστακτων τούρκων εθνικιστών, μετά το 1908, βιώνει μια διαρκή υπαρξιακή απειλή, η οποία με τη σειρά της αποτελεί και κίνδυνο να απωλέσει το έθνος και το σύγχρονο ελληνικό κράτος ένα από τα σπουδαιότερα διπλωματικά εργαλεία και μέσα επιρροής στη διεθνή πολιτική κονίστρα.
Ο κίνδυνος μάλιστα γίνεται διττός, καθώς τα πρωτεία του στον χώρο της Ορθοδοξίας αμφισβητούνται σταθερά και μεθοδευμένα -στο πλαίσιο, πρόδηλα, μιας στρατευμένης πρακτικής και εξυπηρέτησης αλλότριων εθνικών συμφερόντων- και από το «αδελφό» Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Μόσχας, που έχει στις τάξεις του το ήμισυ και πλέον του παγκόσμιου ορθόδοξου ποιμνίου και δεν έχει κρύψει, μεταξύ άλλων τις βλέψεις του για το Άγιο Όρος και την πρωτοκαθεδρία στον χώρο της Ορθοδοξίας.
Το ελάχιστο που έχει να κάνει το ελληνικό κράτος, ως επιταγή εθνικού συμφέροντος, είναι να στηρίξει το Φανάρι απέναντι στη διττή αυτή πρόκληση. Οι συνθήκες γίνονται ακόμα πιο πιεστικές μετά την πρόσφατη απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη να αναγνωρίσει το Αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και να ακυρώσει το Συνοδικό Διάταγμα του 1686, που έδινε εδώ και τρεις και πλέον αιώνες στον Πατριάρχη Μόσχας το δικαίωμα να ορίζει τον Μητροπολίτη Κιέβου και να ρυθμίζει ουσιαστικά τα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η αντίδραση της Μόσχας ήταν οξεία και είχε σχετικά προαναγγελθεί. Αποκτά ιδιαίτερη δριμύτητα, συνεκτιμώμενης της νεοφυούς σύγκλισης μεταξύ της Ρωσίας και της ερντογανικής Τουρκίας, το εύρος και η διάρκεια της οποίας είναι μεν συζητήσιμες, αλλά οι παράπλευρες και ευκαιριακές συνέπειές της στο Φανάρι μπορούν να είναι τραγικές και μοιραίες.
Η στήριξη στον Οικουμενικό Πατριάρχη πρέπει να είναι σταθερή και ουσιαστική. Εύλογη και η προσδοκία ότι οι πρόσφατες εξελίξεις δεν μπορεί να έχουν καταλάβει εξ απήνης τις υπεύθυνες υπηρεσίες, αλλά έχει τουναντίον προηγηθεί στοχευμένη προετοιμασία.
Ακατανόητη και προβληματική κατά τούτο είναι η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος απέναντι στον Πατριάρχη κατά την πρόσφατη επίσκεψή του. Η διαρρέουσα δυσαρέσκεια έναντι του Προκαθήμενου της Ορθοδοξίας, εφόσον είναι αληθινή στην παρούσα μάλιστα φάση, είναι επιβλαβής και απαράδεκτη. Πέρα από προσωπικά συμφέροντα, μικροσκοπιμότητες και διεκδικούμενους ρόλους, υπάρχει και κατισχύει η πατρίδα και το εθνικό συμφέρον.
Είναι υπεράνω όλων. Της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συμπεριλαμβανομένης.