Η πρόταση του ΠΡΑΤΤΩ για την οικονομία
Η Ελλάδα στη μεταμνημονιακή εποχή
Συμπεράσματα από την κρίση και κρίσιμες στρατηγικές επιλογές
Η κρίση που ξέσπασε το 2010 και τα μνημόνια που ακολούθησαν υπήρξαν μια πρωτοφανής τραγωδία για τη χώρα και τον ελληνικό λαό. Από πολλές απόψεις μοναδική στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Και αυτό γιατί οι πολιτικές που επιβλήθηκαν είχαν σαφές ταξικό περιεχόμενο, επιδείνωσαν τα προβλήματα του ελληνικού λαού, υποβάθμισαν τη θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό σύστημα και απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που αποτελεί και την ουσιαστική και βαθύτερη αιτία της κρίσης. Στόχος τους ήταν κυρίως να διασφαλίσουν την αποπληρωμή των δανείων του ελληνικού δημοσίου προς τις ξένες τράπεζες, κατά κύριο λόγο γερμανικές και γαλλικές, και να επιβάλλουν τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα στη διαχείριση της οικονομίας.
Τα αποτελέσματα των πολιτικών που επιβλήθηκαν υπήρξαν ολέθρια. Ενδεικτικά αναφέρουμε: δραματική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, μετανάστευση σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής ειδίκευσης της χώρας, μείωση του ΑΕΠ περίπου κατά 25%, αύξηση του δημόσιου χρέους από 127,1% του ΑΕΠ το 2009 σε 178,6% του ΑΕΠ το 2017, μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, πώληση δημόσιας περιουσίας και σημαντικών υποδομών, μείωση καταθέσεων και δημιουργία συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας στη οικονομία, επιβολή υποχρέωσης πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2060 και εποπτεία από τον ESM και το ΔΝΤ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα και εξαιρετικά κρίσιμα προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει τα συσσωρευμένα προβλήματα και να αποφύγει καταστάσεις στασιμότητας ή και κρίσεων που μπορεί να προκύψουν από λανθασμένες πολιτικές ή αρνητικές διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.
Η έξοδος από τα μνημόνια είναι αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη καθώς αυξάνει τους βαθμούς οικονομικής ελευθερίας. Η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες και υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό και μπορεί να εισέλθει σ’ έναν “ενάρετο κύκλο”. Προϋπόθεση όμως γι αυτό είναι να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος, να επιλύσει δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει και να εφαρμόσει με συστηματικό τρόπο μια στρατηγική βιώσιμης οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανάπτυξης που θα συνεγείρει και θα κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό. Συνεπώς, είναι απολύτως αναγκαίο να κατανοήσουμε ολοκληρωμένα και σε βάθος τις αιτίες της κρίσης, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα και να διαμορφώσουμε τους βασικούς άξονες μιας στρατηγικής για την αντιμετώπιση των αιτίων της κρίσης και την προώθηση ενός νέου βιώσιμου αναπτυξιακού παραδείγματος.
1) Η υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας
Τα κύρια διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκαν σημαντικά στη δεκαετία του 2000 με την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η μειωμένη έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης παραγωγικότητα της εργασίας, ο σχετικά υψηλός πληθωρισμός που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντος και εργασίας, το ακριβό ευρώ και η αδυναμία άσκησης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής σύμφωνα με τα συμφέροντα της χώρας επιδείνωσαν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, έπληξαν τον παραγωγικό ιστό και διόγκωσαν τα ελλείμματα της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2008 ο πρωτογενής τομέας (γεωργία, δασοκομία, αλιεία) συνεισέφερε μόλις το 2,7% του ΑΕΠ (έναντι 5,8% το 2000) και η μεταποίηση με την ενέργεια το 11,2% (έναντι 12,4% το 2000). Αναπόφευκτα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε από 4,1% του ΑΕΠ το 1999 σε 14,7% του ΑΕΠ το 2008.
Η αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα για την οποία η χώρα δεν ήταν και δεν είναι προετοιμασμένη. Η αδυναμία ανταγωνισμού και η συνακόλουθη υποβάθμιση του παραγωγικού ιστού της χώρας αποτελούν την ουσιαστική γενεσιουργό αιτία της κρίσης, το βασικότερο οικονομικό πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα σήμερα και την προσεχή περίοδο.
2) Η επιδείνωση των δημοσιονομικών δεδομένων
Η διεθνής οικονομική κρίση είχε φυσικά αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Ο ρυθμός της ετήσιας μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ έγινε αρνητικός το 2008 και η ύφεση επιδεινώθηκε τον επόμενο χρόνο. Τα αποτελέσματα ήταν καταλυτικά για τα δημόσια οικονομικά, καθώς ήρθαν στη επιφάνεια τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και η κακοδιοίκηση χρόνων. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης που ήταν ήδη πολύ υψηλό το 2007 (6,7% του ΑΕΠ έναντι 0,7% του ΑΕΠ για το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης) αυξήθηκε απότομα σε 9,8% του ΑΕΠ το 2008 και άνω του 15% το 2009.
Πέραν των επιπτώσεων της ύφεσης στην αρνητική εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών συνέβαλε και η πολιτική επιλεκτικών παροχών σε ομάδες ψηφοφόρων που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας. Για παράδειγμα, τα μέτρα ενίσχυσης των αγροτών με 500 εκατ. ευρώ κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας για τα οποία καταδικάστηκε αργότερα το ελληνικό Δημόσιο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι δεκάδες χιλιάδες διορισμοί με προσωπική συνέντευξη, ο τρόπος που χορηγήθηκαν οι αποζημιώσεις στους πυρόπληκτους της Ηλείας κλπ.
Η αύξηση των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλύφθηκε με δανεισμό με συνέπεια το δημόσιο χρέος που ήταν ήδη υψηλό για μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδος, να ανέλθει σε 127,1% του ΑΕΠ το 2009 έναντι 105,4% του ΑΕΠ το 2007. Ήταν λοιπόν απολύτως βέβαιο ότι στις συνθήκες που δημιούργησε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες κάλυψης των δανειακών της αναγκών που δημιουργούσαν τα υψηλά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος.
3) Οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος
Το πρόβλημα της οικονομίας είναι σε τελική ανάλυση πολιτικό. Οι ελληνικές πολιτικές ελίτ που διαχειρίστηκαν την τύχη της χώρας μετά την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και, αντίθετα, από πολλές απόψεις τα επιδείνωσαν. Απέτυχαν να χαράξουν μια νέα αναπτυξιακή στρατηγική, ακόμα και να θέσουν τα κρίσιμα ζητήματα και να οργανώσουν μια συστηματική συζήτηση παρότι ήταν σαφές ότι το μεταπολιτευτικό πρότυπο διαχείρισης της οικονομίας είχε πλέον ξεπεραστεί και οι ανάγκες της χώρας απαιτούσαν εγρήγορση και βαθιές τομές. Καλύφθηκαν πίσω από τον εύκολο δανεισμό που προσέφερε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μέχρι το 2008, συγκάλυψαν τα προβλήματα, αξιοποίησαν την παροχολογία για εκλογικές σκοπιμότητες, προώθησαν πελατειακές και συντεχνιακές πολιτικές αδιαφορώντας για τις αντοχές της οικονομίας καθιστώντας την κρίση αναπόφευκτη.
Ακόμα χειρότερα, όταν ξέσπασε η κρίση αλλά και μετά την υπογραφή του μνημονίου οι ελληνικές κυβερνήσεις ουδέποτε κατάφεραν να διαμορφώσουν ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πρόγραμμα για τις μακροπρόθεσμες ανάγκες της χώρας και τις ρεαλιστικές λύσεις που θα εξυπηρετούσαν καλύτερα αυτές τις ανάγκες. Αντί για μια επεξεργασμένη και ευέλικτη στρατηγική τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις έβαλαν η άγνοια των προβλημάτων, η προχειρότητα, οι κομματικές αντιπαραθέσεις και οι αυταπάτες. Έτσι, η διαχείριση της κρίσης ήταν η χειρότερη δυνατή καθώς η χώρα απλώς αντιδρούσε –και τελικά αποδέχονταν- τις επιλογές των ισχυρών της ευρωζώνης που δεν ανταποκρίνονταν με τον καλύτερο τρόπο στα ελληνικά συμφέροντα, χωρίς να προβάλλει ποτέ ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ακόμα και επιμέρους προτάσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν (πχ για το ευρωομόλογο) δεν ήταν επεξεργασμένες ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα έπρεπε να τις συνοδεύουν.
4) Η προβληματική λειτουργία της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης και του ευρώ
Σύμφωνα με τις διακηρύξεις που συνόδευσαν την απόφαση δημιουργίας του ευρώ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, το κοινό νόμισμα θα αποτελούσε το πρώτο βήμα για την οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης. Έτσι θα διασφαλίζονταν το μέλλον της ευρωπαϊκής συνεργασίας σ’ ένα πλαίσιο αλληλεγγύης, σύγκλισης των οικονομιών και κοινωνικής συνοχής. Δυστυχώς η πορεία των εξελίξεων ήταν πολύ διαφορετική. Η οικονομική ενοποίηση δεν προχώρησε και το κοινό νόμισμα λειτουργεί στην πράξη ως ιμάντας μεταφοράς πλούτου από τις ασθενέστερες οικονομίες της περιφέρειας προς τη Γερμανία και τις άλλες ισχυρές οικονομίες. Επιπλέον, δεν δημιουργήθηκαν διορθωτικοί μηχανισμοί μεταφοράς πόρων προς τα ασθενέστερα μέρη -όπως υπάρχουν σ’ όλες τις νομισματικές ενώσεις- ώστε να εξισορροπούνται κάπως οι αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν από το διαφορετικό επίπεδο των οικονομιών της ευρωζώνης.
Μείζον πρόβλημα αποτελεί και το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ασκεί όλες τις λειτουργίες που αναμένει κανείς από μια κεντρική τράπεζα. Προσφέρει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, αλλά όχι στα κράτη μέλη όταν το έχουν ανάγκη. Επιπλέον, σύμφωνα με το καταστατικό της, ως βασικός στόχος ορίζεται η σταθερότητα των τιμών, δηλαδή ο χαμηλός πληθωρισμός. Αυτό εξυπηρετεί τις ισχυρές εξαγωγικές οικονομίες της ευρωζώνης όχι όμως τις χώρες της περιφέρειας που χρειάζονται τόνωση της οικονομίας τους με επεκτατική νομισματική πολιτική, υψηλότερο πληθωρισμό ώστε να μειωθεί ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ και ένα λιγότερο ισχυρό ευρώ.
Η έκρηξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης αποκάλυψε με εμφατικό τρόπο τις αδυναμίες της ευρωζώνης. Οι δυσκολίες στη διαμόρφωση πολιτικής, η απουσία διορθωτικών μηχανισμών και μηχανισμών άμεσης παρέμβασης επιδείνωσαν την κρίση που έπληξε και άλλες χώρες πέραν της Ελλάδος. Σταδιακά, συμφωνήθηκαν μέτρα για συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών και την καλύτερη εποπτεία του τραπεζικού συστήματος που επίσης παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα. Όμως ουσιαστικά βήματα για μια κοινή οικονομική πολιτική δεν έχουν γίνει, καθώς άλλωστε υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών.
5) Οι πολιτικές των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ έναντι της Ελλάδος
Οκτώ χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο όλοι πλέον αναγνωρίζουν (ευρωπαίοι αξιωματούχοι και ΔΝΤ) ότι στην περίπτωση της Ελλάδος έγιναν μεγάλα λάθη που επιδείνωσαν κατά πολύ την κρίση. Εντούτοις, οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αρνούνται να πάρουν ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών αυτών των λαθών όπως θα ήταν η διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, ή η μεταφορά πόρων και η δημιουργία ενός ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος. Αντίθετα, επιδεικνύοντας την ίδια αναλγησία, απαιτούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060, καταδικάζοντας τη χώρα σε μόνιμη καχεξία.
Ιδιαίτερα το πρώτο μνημόνιο είχε έντονα τιμωρητικό χαρακτήρα με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα παραποίησε στατιστικά στοιχεία και δεν τήρησε τους κανόνες της ευρωζώνης. Είναι αλήθεια ότι λίγο πριν τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 η κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκοντας να αποκρύψει την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης γνωστοποίησε στην Eurostat εκτίμηση ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης ύψους 6% του ΑΕΠ. Είκοσι ημέρες μετά, ο Υπουργός Οικονομικών της νέας κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα θα φτάσει το 12,1% του ΑΕΠ (σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ που όμως ακόμα αμφισβητούνται το έλλειμμα υπερέβη τελικά το 15%) ενώ και το δημόσιο χρέος θα ήταν πολύ υψηλότερο απ’ ‘ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Η επιδείνωση αυτή προκάλεσε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία σε βάρος της χώρας και του ελληνικού λαού. Η Ελλάδα έπρεπε λοιπόν να τιμωρηθεί και να αποτελέσει το παράδειγμα προς αποφυγή για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης που επίσης αντιμετώπιζαν προβλήματα χρέους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ευθύνες της ΝΔ για την επιδείνωση της κατάστασης και την καταρράκωση της αξιοπιστίας της χώρας είναι τεράστιες. Τα Greek statistics έγιναν ο περίγελως της υφηλίου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν τιμώρησαν τη ΝΔ, αλλά τον ελληνικό λαό. Η απαίτηση για μεγάλη μείωση των ελλειμμάτων σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα βύθισε την οικονομία σε μια πρωτοφανή ύφεση, ένα φαύλο κύκλο αρνητικών εξελίξεων, τινάζοντας στα ύψη τη φτώχεια και την ανεργία. Και όλα αυτά χωρίς να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους καθιστώντας έτσι αναγκαία την πρόσθετη χρηματοδότηση για την αποφυγή της χρεοκοπίας τα αμέσως επόμενα χρόνια και την υπογραφή νέων μνημονίων.
Μπορούσε να αποφευχθεί η προσφυγή στο ΔΝΤ και τα μνημόνια;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αναμφίβολα καταφατική. Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2009 ήταν πολύ άσχημη αλλά αυτό δεν συνέβαινε για πρώτη φορά. Τη διετία 1985-6 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης υπερέβη το 10% του ΑΕΠ και το 1990 ανήλθε σε 16,1% του ΑΕΠ, δηλαδή ήταν υψηλότερο απ’ ότι το 2009. Επίσης το δημόσιο χρέος υπερέβη το 90% του ΑΕΠ το 1990 με ανοδικές τάσεις. Ωστόσο, τα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν με μια σχετικά ήπια δημοσιονομική προσαρμογή μέσω των προγραμμάτων σταθεροποίησης των κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου και Κ. Μητσοτάκη και δανειοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα χωρίς μνημόνιο με δυσβάστακτους όρους. Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και το 2010.
Συνεπώς, δυνατότητες για μια διαφορετική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης υπήρχαν. Αυτό που δεν υπήρχε το 2009-10 –αλλά και αργότερα- ήταν η σε βάθος γνώση των προβλημάτων, η σοβαρότητα και η επεξεργασμένη στρατηγική εκ μέρους των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ από τη μια μεριά και η διάθεση των ευρωπαίων ηγετών για ουσιαστική λύση του ελληνικού προβλήματος προς το συμφέρον της χώρας από την άλλη. Μέλημα των τελευταίων ήταν η χρηματοδότηση της Ελλάδος ώστε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Όμως ακόμα και αυτό έγινε καθυστερημένα, υπό την πίεση των αγορών και της ανόδου των επιτοκίων των ελληνικών δεκαετών ομολόγων, με όρους δυσβάστακτους και εκδικητικούς που επιδείνωσαν τα προβλήματα.
Χαρακτηριστικές της προχειρότητας, των αυταπατών και της έλλειψης επεξεργασμένου σχεδίου της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου που ανέλαβε μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 να διαχειριστεί την κρίση ήταν οι εκτιμήσεις ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται χρηματοδότηση, αλλά μόνο πολιτική στήριξη (το περίφημο «όπλο πάνω στο τραπέζι» κατά την προσφιλή έκφραση του Γ. Παπανδρέου) όπως και ότι η χώρα θα επέστρεφε στις αγορές εντός του 2011 (δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου τον Οκτώβριο 2010).
Το σημαντικότερο όμως ήταν η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να θέσει θέμα διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους κάτι που πάντα γίνεται στην περίπτωση των χωρών που καταφεύγουν στο ΔΝΤ λόγω προβλημάτων υπερχρέωσης προκειμένου οι χώρες αυτές να έχουν τη δυνατότητα μιας νέας αρχής. Το επιχείρημα που διατύπωναν κύκλοι προσκείμενοι στην κυβέρνηση ότι «δεν είμαστε τζαμπατζήδες και θα πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας στις τράπεζες» δεν είχε βέβαια καμία αξία. Οι τράπεζες είχαν αγοράσει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου γιατί προσέφεραν υψηλότερο επιτόκιο και κέρδιζαν απ’ αυτό. Είχαν αναλάβει ένα επιχειρηματικό ρίσκο προκειμένου να αποκομίσουν υψηλότερα κέρδη. Ήταν λοιπόν δίκαιο, εφικτό και σύμφωνο με τα συμφέροντα της χώρας να αναλάβουν μέρος του κόστους.
Η άρνηση της κυβέρνησης Παπανδρέου να θέσει θέμα διαγραφής μέρους του χρέους που κατακρατούσαν οι τράπεζες έχει καθοριστική σημασία για την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης. Παρά τα μνημόνια η φερεγγυότητα της χώρας δεν αποκαταστάθηκε με συνέπεια την αρνητική αντίδραση των αγορών, τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό και την επιδείνωση της ύφεσης. Η αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με συμμετοχή των ομολογιούχων ετέθη για πρώτη φορά από τη γερμανική κυβέρνηση τον Ιούνιο 2011 και υλοποιήθηκε με το δεύτερο μνημόνιο και το PSI. Όμως η ενέργεια αυτή ήταν πολύ καθυστερημένη και έπληξε κυρίως τις ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία και άλλους οργανισμούς του δημοσίου με συνέπεια το πραγματικό όφελος να είναι πολύ περιορισμένο καθώς το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ξανά λόγω της αναγκαίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και της ύφεσης της οικονομίας. Εν τω μεταξύ οι ξένες τράπεζες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών που κατατέθηκαν στη Βουλή το Σεπτέμβριο 2012, είχαν προλάβει να ‘ξεφορτωθούν’ ελληνικά ομόλογα ύψους σχεδόν 110 δις. ευρώ. Έτσι δεν εθίγησαν ουσιαστικά από το PSI.
Το σύνολο των δανείων (και όχι βοήθειας όπως συχνά αναφέρεται) που δόθηκαν στην Ελλάδα με τα 3 μνημόνια ανέρχεται σε 289 δις. ευρώ και κατανέμεται ως εξής:
> Πρώτο μνημόνιο: 73 δις. ευρώ (53 από τις χώρες της Ε.Ε. και 20 από το ΔΝΤ)
> Δεύτερο μνημόνιο: 154 δις. ευρώ (142 από τον EFSF και 12 από το ΔΝΤ)
> Τρίτο μνημόνιο: 62 δις. ευρώ (όλα από τον ESM, όπως και 24 δις. ευρώ που δεν εκταμιεύθηκαν).
Τα τρία-τέταρτα αυτών των δανείων χρησιμοποιήθηκαν για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, περίπου το 11% για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και το υπόλοιπο (περίπου 15%) για την κάλυψη ελλειμμάτων. Η Ελλάδα απέφυγε τη χρεοκοπία με την τεχνική έννοια του όρου (στάση πληρωμών) αλλά συσσώρευσε υποχρεώσεις οι οποίες υποβαθμίζουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και καλούνται να πληρώσουν οι μελλοντικές γενεές.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης
Μετά από σχεδόν 10 χρόνια κρίσης η Ελλάδα παρουσιάζει έντονα σημάδια οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής.
Επιγραμματικά επισημαίνουμε:
> Μεγάλη αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας
> Μείωση του ΑΕΠ περίπου κατά 25%
> Υπερφορολόγηση με συνέπεια τη φυγή επιχειρήσεων στο εξωτερικό και τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών
> Μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νέων και προβλέψεις για μείωση και γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες
> Μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους σε 178% του ΑΕΠ το 2017
> Υποβάθμιση κοινωνικού κράτους και εργασιακών δικαιωμάτων
> Έντονα προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα της χώρας με συνέπεια την πιστωτική συρρίκνωση και προβλήματα ρευστότητας στην αγορά
> Μείωση του συνόλου των καταθέσεων κατά 120 δις. ευρώ (περίπου κατά 43%) μεταξύ Δεκεμβρίου 2009 και Ιουλίου 2018
Καταθέσεις Πιστωτικών Ιδρυμάτων (σε δις. ευρώ)
Επιχειρήσεις και νοικοκυριά: 238 (Δεκ. 2009) | 161 (Δεκ. 2012) | 160 (Δεκ. 2014) | 123 (Δεκ. 2015) | 130 (Ιουλ. 2018)
Σύνολο καταθέσεων και ρέπος: 280 (Δεκ. 2009) | 219 (Δεκ. 2012) | 208 (Δεκ. 2014) |158 (Δεκ. 2015) | 160 (Ιουλ. 2018)
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Ανάλυση καταθέσεων ανά τομέα
> Μείωση της παραγωγικότητας (ΑΕΠ ανά απασχολούμενο) περίπου κατά 1% ετησίως την τελευταία δεκαετία λόγω της μείωσης των επενδύσεων και της σταδιακής απαξίωσης του υπάρχοντος κεφαλαιακού εξοπλισμού
> Υποβάθμιση των υποδομών και πώληση δημόσιας περιουσίας και επιχειρήσεων συχνά με όρους καθόλου ικανοποιητικούς
Στον αντίποδα μπορεί να επισημάνει κανείς ότι η χώρα απέφυγε τη στάση πληρωμών και μια πιθανή έξοδο (προσωρινή ή μόνιμη) από τη ζώνη του ευρώ γεγονότα με αρνητικές γεωπολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις η έκταση των οποίων δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί. Το ΑΕΠ αυξάνεται από τις αρχές του 2017, η ανεργία μειώνεται και οι προοπτικές παραμένουν θετικές για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Επιπλέον, το δημοσιονομικό έλλειμμα μετατράπηκε σε πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2016 και 0,8% του ΑΕΠ το 2017, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν μηδενίστηκε (1,4 δις. ευρώ ή 0,76% του ΑΕΠ το 2017).
Δυστυχώς η μείωση των ελλειμμάτων δεν οφείλεται στην άνοδο της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Κυρίως είναι το αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης, της ύφεσης και της στρατηγικής εσωτερικής υποτίμησης των μνημονίων, δηλαδή της μείωσης μισθών και εισοδημάτων. Οι πολιτικές αυτές προκάλεσαν μείωση των εισαγωγών και αύξηση των εξαγωγών κάποιων προϊόντων και υπηρεσιών (όπως ο τουρισμός) αλλά δεν είναι βιώσιμες. Η ανάκαμψη της οικονομίας και των εισοδημάτων θα επιφέρει αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτός αν συνδυαστεί με ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, η υπερφορολόγηση συγκεκριμένων στρωμάτων του πληθυσμού και η υψηλή έμμεση φορολογία πρέπει να αντιστραφεί γιατί είναι κοινωνικά άδικη και πλήττει την αναπτυξιακή προσπάθεια.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επηρεάζεται από μια πληθώρα οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Συνεπώς είναι ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο γύρω από το οποίο έχει αναπτυχθεί μια έντονη διεθνής συζήτηση και διαφορετικές προσεγγίσεις. Ο πιο γνωστός και ίσως ο πιο έγκυρος Δείκτης Ανταγωνιστικότητας είναι αυτός που επεξεργάζεται κάθε χρόνο το World Economic Forum. Ο δείκτης επηρεάζεται όχι μόνο από τις οικονομικές επιδόσεις, αλλά και από εξελίξεις που αφορούν τη λειτουργία των θεσμών, τη διαφθορά, τις υποδομές, την υγεία, την εκπαίδευση, τη χρήση των νέων τεχνολογιών, την καινοτομία κλπ. Σύμφωνα λοιπόν με το World Economic Forum, το 2017-18, η Ελλάδα καταλάμβανε την προτελευταία θέση στην Ευρώπη, μπροστά μόνο από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Σε σύγκριση με το δείκτη 2008-09 η Ελλάδα υποχώρησε κατά 20 θέσεις με συνέπεια να την ξεπεράσουν και γειτονικές χώρες έναντι των οποίων η χώρα διατηρούσε ένα σημαντικό προβάδισμα.
Κατάταξη στο Δείκτη Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας
πρώτα κατά τα έτη 2017-18 και κατόπιν 2008-09
Ισπανία 34η θέση – 29η θέση
Πορτογαλία 42η θέση – 43η θέση
Βουλγαρία 49η θέση – 76η θέση
Τουρκία 53η θέση – 63η θέση
Κύπρος 64η θέση – 40η θέση
Ρουμανία 68η θέση – 68η θέση
Κροατία 74η θέση – 61η θέση
Αλβανία 75η θέση – 108η θέση
Μαυροβούνιο 77η θέση – 65η θέση
Σερβία 78η θέση – 85η θέση
Ελλάδα 87η θέση – 67η θέση
Πηγή: The Global Competitiveness Report 2017-18 & 2008-09
Η συμφωνία στο Εurogroup του Λουξεμβούργου στις 21/6/2018 σχετικά με την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης και τους όρους εξόδου από το μνημόνιο αποτελεί ασφαλώς σημαντικό στοιχείο των οικονομικών εξελίξεων, επηρεάζει άμεσα και μακροπρόθεσμα την πορεία και τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα αποφασίστηκαν περιορισμένα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους σημαντικότερα εκ των οποίων είναι η παράταση της περιόδου χάριτος για τα δάνεια του EFSF κατά 10 χρόνια και η επιμήκυνση της μέσης διάρκειας λήξης κατά 10 χρόνια, δημιουργία ταμειακού αποθέματος ύψους 24,1 δισ. ευρώ που θα χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση του χρέους σε περίπτωση ανάγκης, η χρήση από τον ESM των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα του 2014 (περίπου 5 δις. ευρώ) και η σταδιακή επιστροφή τους στην Ελλάδα. Τα εν λόγω κεφάλαια θα μεταφέρονται στην Ελλάδα ισόποσα, σε εξαμηνιαία βάση, αρχής γενομένης από το 2018 μέχρι τον Ιούνιο του 2022 μέσω ξεχωριστού λογαριασμού του ESM και θα χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ή για τη χρηματοδότηση άλλων συμφωνηθέντων επενδύσεων, τα πρωτογενή πλεονάσματα που πρέπει να επιτύχει η Ελλάδα (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2023-2060) και το πλαίσιο εποπτείας που θα ασκείται από τον ESM και το ΔΝΤ μέχρι το 2060, επανεξέταση της βιωσιμότητας του χρέους στο τέλος του 2032 και λήψη πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης εάν χρειάζεται και με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που ανέλαβε.
Σύμφωνα με τo βασικό σενάριο της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (debt sustainability analysis, Ιούνιος 2018) το ελληνικό δημόσιο χρέος θα ακολουθήσει καθοδική πορεία ως ποσοστό του ΑΕΠ και θα γίνει βιώσιμο -δηλαδή θα πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ ποσοστό που στη διεθνή συζήτηση θεωρείται ότι βρίσκεται στο όριο της βιωσιμότητας- γύρω στο 2060. Αντίθετα, το ΔΝΤ θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο παρά τα μέτρα ελάφρυνσης του Ιουνίου 2018. Υιοθετώντας λιγότερο αισιόδοξες υποθέσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας καταλήγει στην πρόβλεψη ότι το δημόσιο χρέος αρχικά θα μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά από το 2038 και μετά θα ακολουθήσει ανοδική πορεία προσεγγίζοντας το 190% του ΑΕΠ το 2060. Όμως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δημοσιοποιήσει ένα δεύτερο σενάριο με λίγο χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και ρυθμούς μεγέθυνσης στο οποίο το δημόσιο χρέος υπολογίζεται σε 234,8% του ΑΕΠ το 2060.
Είναι προφανές ότι ακόμα και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θεωρεί το ελληνικό δημόσιο χρέος εν δυνάμει βιώσιμο, η χώρα σήμερα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια ‘φυλακή χρέους’. Παραμένει σε εποπτεία μέχρι το 2060, οφείλει να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που δεν έχουν επιτευχθεί από καμία χώρα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και να κερδίσει με εντυπωσιακή βελτίωση των οικονομικών δεδομένων και της εν γένει θεσμικής λειτουργίας την εμπιστοσύνη των αγορών.
Κρίσιμες στρατηγικές επιλογές
Στην αρχή της μεταμνημονιακής εποχής η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με κρίσιμες στρατηγικές επιλογές. Οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να αντιληφθούν ότι οι βασικές αιτίες, τα δομικά προβλήματα που οδήγησαν στην πολύχρονη κρίση δεν έχουν αντιμετωπισθεί και να στρέψουν εκεί την προσοχή τους, αντί για την ακραία αντιπαράθεση και τις χυδαίες πολλές φορές επιθέσεις που αποπροσανατολίζουν και συγκαλύπτουν τα πραγματικά προβλήματα. Οι δυνάμεις που πρωτοστατούν σ’ αυτές τις επιθέσεις, κυρίως η ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ και επιχειρηματικά συμφέροντα που ελέγχουν ομίλους Μέσων, πρέπει να απομονωθούν από μια ευρύτερη προοδευτική συμμαχία που προτάσσει την επίλυση των προβλημάτων της χώρας.
Όπως επισημάναμε έχει μεν επιτευχθεί δημοσιονομική ισορροπία, αλλά αυτό έγινε με υπερβολικά μεγάλο κόστος που έπληξε τις αναπτυξιακές προοπτικές και τον ελληνικό λαό. Σε κάποιους τομείς έχουν γίνει μεταρρυθμίσεις και υπάρχει πρόοδος. Όμως, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από πολλές απόψεις και το ισοζύγιο όσον αφορά την ανταγωνιστική θέση της χώρας είναι αρνητικό. Η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας απ’ ότι ήταν στην έναρξη της κρίσης. Το σημαντικότερο ίσως επίτευγμα είναι η κάλυψη των βασικών υποχρεώσεων χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους μέχρι το 2033. Είναι ένα παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε με τις αποφάσεις του Εurogroup του Λουξεμβούργου τον Ιούνιο 2018. Πρέπει όμως να αξιοποιηθεί.
Σ΄ αυτές τις δύσκολες συνθήκες η Ελλάδα πρέπει να διαμορφώσει ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο συμβατό με τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ και τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται διεθνώς. Αν αυτό δεν συμβεί πολύ φοβόμαστε ότι η χώρα θα καταδικαστεί σε παρατεταμένη παρακμή, εξαρτημένη από τις επιλογές ξένων δυνάμεων και αντιμέτωπη με κινδύνους νέων κρίσεων, ένας ‘φτωχός συγγενής’ στην ευρωζώνη, τόπος φτηνών διακοπών για τους πλουσιότερους γείτονες.
Η διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου είναι ένα σύνθετο οικονομικό και κυρίως πολιτικό ζήτημα. Προϋποθέτει βούληση για ριζικές ρήξεις με το υπάρχον σύστημα, νοοτροπίες και πρακτικές, αξιοποίηση των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου, ενεργή και αποτελεσματική συμμετοχή και παρέμβαση στις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις. Τα παραπάνω απαιτούν γνώση, σχέδιο και μια ηγεσία ικανή να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό και να προωθήσει τις αναγκαίες αλλαγές. Απαιτείται λοιπόν μια ολιστική προσέγγιση η περιγραφή της οποίας υπερβαίνει τους στόχους και τις δυνατότητες της παρούσας ανάλυσης. Επιγραμματικά θα τονίσουμε ορισμένα ζητήματα μόνο που έχουν κρίσιμη σημασία στη σημερινή συγκυρία.
Είναι εξαιρετικά επείγον να διαμορφωθεί ένα σαφές και ρεαλιστικό σχέδιο μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης με έμφαση στις νέες τεχνολογίες και στις επενδύσεις. Παρά τις πιέσεις και τις εκλογικές σκοπιμότητες η προσοχή πρέπει να στραφεί στην παραγωγή πλούτου και όχι στη διανομή των περιορισμένων πόρων. Οι βασικότεροι στόχοι πρέπει να είναι:
Η ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα, η βελτίωση της αποδοτικότητας και ο εκσυγχρονισμός του διοικητικού μηχανισμού ώστε να εξυπηρετεί τους πολίτες με καλύτερο τρόπο και να είναι σε θέση να διαδραματίσει τον επιτελικό του ρόλο, η ολοκληρωμένη και σωστά σχεδιασμένη ηλεκτρονική διακυβέρνηση με προστασία από κινδύνους ελέγχου και παραβίασης της ιδιωτικότητας,
Η ριζική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος και των ελεγκτικών μηχανισμών για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, τη μείωση των φορολογικών βαρών και της έμμεσης φορολογίας και τη θεσμοθέτηση ενός αναλογικού και σταθερού φορολογικού συστήματος,
Η αναβάθμιση της παιδείας και της έρευνας, η αντιστροφή της ‘φυγής εγκεφάλων’ στο εξωτερικό και η καλύτερη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας,
Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης με στοχευμένες παρεμβάσεις και βελτίωση της δημόσιας υγείας και πρόνοιας,
Η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων σε τομείς στρατηγικής σημασίας,
Η άνοδος της παραγωγικότητας με προσέλκυση επενδύσεων, μέτρα για τον εκσυγχρονισμό των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, στήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας και των νεοφυών επιχειρήσεων, έμφαση σε παραγωγικές δραστηριότητες και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας και σε κλάδους της οικονομίας που διαθέτουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια,
Η ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά προϊόντων και της υγιούς επιχειρηματικότητας με περιορισμό της γραφειοκρατίας, διαφθοράς και πολυνομίας,
Η καλύτερη αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της διαχείρισης των αποβλήτων με υιοθέτηση ενός μοντέλου «κυκλικής οικονομίας» στο οποίο τα απόβλητα ελαχιστοποιούνται και οι πόροι διατηρούνται εντός της οικονομίας και χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά δημιουργώντας περαιτέρω αξία,
Η συστηματική, με στρατηγικό ορίζοντα και σχεδιασμό, αξιοποίηση των δυνατοτήτων της χώρας σε ενέργεια και μεταφορές,
Η αντιμετώπιση των προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος και εξασφάλιση της ρευστότητας της οικονομίας με κίνητρα για την επιστροφή των καταθέσεων που διέρρευσαν στο εξωτερικό στα χρόνια της κρίσης και ίδρυση αναπτυξιακής τράπεζας.
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα πρέπει να έχει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και να συμβάλλει στη διεύρυνση των ανθρώπινων ικανοτήτων και ελευθεριών στο πλαίσιο που διαμορφώνει η ταχύτατα εξελισσόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Στη νέα οικονομία κερδίζουν έδαφος η δικτύωση, η αποδιαμεσολάβηση και η αποϋλοποίηση με συνέπεια οι δομές κόστους, τα χαρακτηριστικά της αξιακής αλυσίδας και οι πηγές του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος να διαφοροποιούνται. Η δημιουργικότητα που αντιστοιχεί στην παραγωγή του λογισμικού και στην οργάνωση της ψηφιακής και δικτυακής διακίνησης και εμπορευματοποίησης αποτελούν τις βασικές πηγές αξίας και υπεραξίας.
Η δημιουργικότητα και η ευελιξία χαρακτηρίζουν τον Έλληνα που μπορεί να εκμεταλλευτεί τα χαρακτηριστικά της νέας οικονομίας. Δεν χαρακτηρίζουν όμως τη δημόσια διοίκηση, τη γραφειοκρατία, το θεσμικό μας πλαίσιο που πνίγουν τη δημιουργικότητα. Οι στόχοι της αναμόρφωσης της δημόσιας διοίκησης, της ανόδου της παραγωγικότητας, της αναβάθμισης της παιδείας, της παραγωγικής ανασυγκρότησης κλπ θα πρέπει να γίνουν κατανοητοί στο πλαίσιο που διαμορφώνει η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή με τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ ότι στο παρελθόν.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί βέβαια και από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις οι οποίες σήμερα βρίσκονται σε ιδιαίτερα κρίσιμη φάση όπως και από την ικανότητα της χώρας να επεξεργαστεί και να προωθήσει λύσεις για τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει από τη λειτουργία της ευρωζώνης και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Από τη μια μεριά, το εγχείρημα της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης παραμένει μετέωρο καθώς αυξάνει η δυσαρέσκεια των πολιτών προς την ΕΕ και υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των κρατών για τους στόχους και τις στρατηγικές επιλογές που θα πρέπει να υιοθετηθούν. Τα βήματα συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών και της εποπτείας των τραπεζών δεν απαντούν στα ουσιαστικά προβλήματα της λειτουργίας του ευρώ, της κοινής διαχείρισης του δημόσιου χρέους, της έλλειψης μηχανισμών μεταφοράς πόρων προς τις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα και της ανυπαρξίας ευρωπαϊκής αναπτυξιακής στρατηγικής. Από την άλλη, εκμεταλλευόμενες την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, οι ακροδεξιές και εθνικιστικές δυνάμεις ενισχύονται αμφισβητώντας την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης, των κοινών πολιτικών και το όραμα μιας ενιαίας Ευρώπης στην οποία τα κράτη-μέλη θα συγκλίνουν.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες κάλλιστα μπορεί να μιλήσει κανείς για υπαρξιακή κρίση της ΕΕ. Οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί, αλλά το πιθανότερο είναι, αξιολογώντας την ευρωπαϊκή εμπειρία μέχρι σήμερα, ότι θα διαμορφωθούν νέες ισορροπίες μέσα από διαπραγματεύσεις, συγκρούσεις και συμβιβασμούς. Η Ελλάδα πρέπει να συμμετέχει ενεργά στις συζητήσεις για το μέλλον της ΕΕ και του ευρώ προβάλλοντας επεξεργασμένες θέσεις σε κρίσιμα θέματα όπως είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η κοινή διαχείριση του δημόσιου χρέους και η δημιουργία μηχανισμών μεταφοράς πόρων στις ασθενέστερες οικονομίες. Θέματα που ελάχιστα απασχολούν τα κόμματα και την εσωτερική πολιτική συζήτηση, αλλά έχουν μεγάλη σημασία για το μέλλον της χώρας. Επιπλέον, η άνοδος της αξιοπιστίας της Ελλάδος και η διαμόρφωση συμμαχιών θα βοηθήσουν ασφαλώς στην προώθηση ευνοϊκών λύσεων όσον αφορά τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις αποφάσεις του Eurogroup του Λουξεμβούργου με τις οποίες πρόσφατα συμφώνησε. Η Ελλάδα κέρδισε χρόνο στην αντιμετώπιση του προβλήματος του δημόσιου χρέους, αλλά δεν πέτυχε την επίλυση του προβλήματος.
Γι αυτό θα πρέπει να επανέλθει σε μια επόμενη φάση με καλά επεξεργασμένες προτάσεις σε τρεις βασικούς άξονες:
Διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους που κατακρατεί ο ESM,
Ρήτρα ανάπτυξης για τα πρωτογενή πλεονάσματα,
Αναπτυξιακό πυλώνα για τις χώρες της ευρωζώνης που θα συμπληρώνει το δημοσιονομικό συντονισμό και την τραπεζική εποπτεία.
Η προώθηση λύσεων σύμφωνων με τα ελληνικά συμφέροντα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και η αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος προϋποθέτουν μια νέα κοινωνική και πολιτική δυναμική και την αντιμετώπιση πολλών από τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος που όπως επισημάναμε είναι μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης. Τα πολιτικά κόμματα παντού στον κόσμο λειτουργούν με τη λογική του εκλογικού κύκλου, δηλαδή κυρίως βραχυπρόθεσμα. Όμως στις χώρες του αναπτυγμένου Καπιταλισμού υπάρχουν θεσμοί και κρατικές λειτουργίες που διαμορφώνουν και διατηρούν ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό ενώ συχνά επιτυγχάνεται συναίνεση γύρω από κρίσιμα ζητήματα. Δυστυχώς η ελληνική εμπειρία είναι πολύ διαφορετική.
Οι πελατειακές αντιλήψεις και η αντιμετώπιση του κράτους ως ‘λάφυρου’ που πρέπει να κατακτηθεί και στη συνέχεια να αξιοποιηθεί για ίδιον όφελος καθιστούν πολύ δύσκολη υπόθεση την αξιοκρατία, το μακροχρόνιο σχεδιασμό και τους αποτελεσματικούς θεσμούς δημόσιας διοίκησης. Τα κόμματα αφιερώνονται κυρίως στην επικοινωνιακή διαχείριση και στην οξύτατη αντιπαράθεση με συνέπεια το πολιτικό δυναμικό να μην διαθέτει γνώσεις σε βάθος για τις διεθνείς εξελίξεις και τα προβλήματα της χώρας. Οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης έγιναν εμφανείς στη διαχείριση της κρίσης από το 2009 μέχρι σήμερα οδηγώντας σε φαινόμενα απαξίωσης των θεσμών και του πολιτικού συστήματος στη συνείδηση σημαντικών στρωμάτων του πληθυσμού.
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η οικονομία παρουσιάζει βελτίωση με μείωση της ανεργίας και αύξηση του ΑΕΠ. Έχει επιτευχθεί δημοσιονομική ισορροπία και έχει κερδηθεί χρόνος όσον αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου. Η αξιοπιστία της χώρας έχει σε μεγάλο βαθμό αποκατασταθεί, αλλά οι διεθνείς αναλυτές παραμένουν έντονα επιφυλακτικοί όσον αφορά τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Η σχετικά ευνοϊκή συγκυρία μπορεί να αξιοποιηθεί για την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της χώρας με γνώση, σχέδιο και πολλή δουλειά ή να σπαταληθεί σε παροχές, αδράνεια γύρω από τα ουσιαστικά προβλήματα και ακραίες αντιπαραθέσεις. Αν συμβεί το πρώτο η Ελλάδα έχει τις δυνάμεις να εισέλθει σε έναν ‘ενάρετο κύκλο’. Αν συμβεί το δεύτερο, όταν παρέλθει η ευνοϊκή εσωτερική και διεθνής συγκυρία, η χώρα θα βυθιστεί σε νέα εντονότερη κρίση. Ο ελληνικός λαός που φορτώθηκε όλα τα βάρη της κρίσης αλλά άντεξε αξίζει καλύτερης τύχης.
Τομέας Οικονομικής Πολιτικής ΠΡΑΤΤΩ