Πόλεμος και Ειρήνη ΙΙ
Παρασκευή 19.10.2018, 20:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα Χ. Λαμπράκης
Με έντονα συναισθήματα και σκέψεις, που γεννά καταρχήν η πρώτη συναυλία του συμφωνικού Κύκλου «Πόλεμος και Ειρήνη», προχωράμε στη δεύτερη, η οποία ανοίγει με τον αισθαντικό «Tάφο του Κουπρέν». Έργο που ο Μωρίς Ραβέλ συνέθεσε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ως τιμή στους ομότεχνούς του που χάθηκαν στο μέτωπο, αλλά και ως αφιέρωση στον μεγάλο συνθέτη του μπαρόκ Φρανσουά Κουπρέν, ουσιαστικά προσπαθώντας, εν μέσω ζόφου, να συνδεθεί με την ένδοξη μουσική παράδοση της Γαλλίας.
Ακολουθεί, το παιγνιώδες αλλά και σκοτεινό, «Δεύτερο Κοντσέρτο για Πιάνο» του Προκόφιεφ, με τον Τίτο Γουβέλη να αναλαμβάνει τον ρόλο- πρόκληση του σολίστ, σε μια από τις πιο απαιτητικές καντέντσες του πιανιστικού ρεπερτορίου.
Όχι τυχαία, η βραδιά ολοκληρώνεται αισιόδοξα. Με την πεποίθηση ότι το φως θα ακολουθεί πάντα το σκοτάδι, ερμηνεύουμε τη διαχρονική “Έβδομη Συμφωνία” του Μπετόβεν, αυτή την «Οικουμενική […], διονυσιακή κατάφαση της ζωής», κατά τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Πρόκειται για έργο-ορόσημο της συμφωνικής φιλολογίας. Μια έκφραση «Θριάμβου της ανθρώπινης φύσης».
Στο πόντιουμ, για πρώτη φορά, ο δραστήριος Βέλγος αρχιμουσικός Μισέλ Τιλκέν.
Το σχόλιο του σολίστ:
“Το εντυπωσιακό στοιχείο του έργου, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τόσο το ευρύ φάσμα των δεξιοτεχνικών του προκλήσεων όσο η μεγαλόπνοη ρητορική του, η ανάγλυφη μουσική αφήγηση και η ευφυής συνύπαρξη του λυρικού με το γκροτέσκο. Αν και αγαπούσα το κοντσέρτο από νεαρή ηλικία, η συνειδητή επιθυμία να καταπιαστώ με αυτό γεννήθηκε μέσα μου πρόσφατα, σε μία χρονική στιγμή που ένιωσα πως η όποια πείρα μου θα μπορούσε να αντισταθμίσει το δέος και τον φόβο μου απέναντι στις απαιτήσεις του.”
Το σχόλιο του μαέστρου:
“Αν και έχουν περάσει 100 χρόνια, οι νέοι έχουν χάσει την επαφή με αυτό τον καταστροφικό πόλεμο που οδήγησε στο θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων. Το λιγότερο που εμείς οι μουσικοί μπορούμε να κάνουμε για να τιμήσουμε τους συνθέτες που πολέμησαν ή πέθαναν στο πεδίο της μάχης, είναι να κρατάμε ζωντανή τη μουσική τους για τις επόμενες γενιές.”
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΜΩΡΙΣ ΡΑΒΕΛ (1875–1937)
Ο Τάφος του Κουπρέν
ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891–1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.2 σε σολ ελάσσονα, έργο 16
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)
Συμφωνία αρ.7 σε λα μείζονα, έργο 92
ΣΟΛΙΣΤ: Τίτος Γουβέλης, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Μισέλ Τιλκίν
> Στις 19:45 θα πραγματοποιηθεί εισαγωγική ομιλία του Νίκου Λαάρη, με πολύτιμες πληροφορίες που αφορούν το πρόγραμμα, για τους κατόχους εισιτηρίων.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές εισιτηρίων: 25€, 15€, 10€ και 5€ (εκπτωτικό)
Προπώληση από 14 Σεπτεμβρίου 2018
Για την ιστορία…
ΜΩΡΙΣ ΡΑΒΕΛ (1875 – 1937)
Ο Τάφος του Κουπρέν
- Prélude
- Forlane
- Menuet
- Rigaudon
Τον Μάρτιο του 1916 ο Ραβέλ, παρά την ασθενική του κράση, κατετάγη στον γαλλικό στρατό ως οδηγός ασθενοφόρου αλλά λίγους μήνες μετά απαλλάχτηκε μετά από οξεία δυσεντερία. Λίγο μετά την επιστροφή του από το μέτωπο, όπου έζησε τη φρίκη του πολέμου εκ του σύνεγγυς, βίωσε και την οδυνηρή απώλεια της μητέρας του (Ιανουάριος 1917), οδηγούμενος σε βαριά κατάθλιψη. Έτσι, το μόνο που κατόρθωσε εκείνη τη δύσκολη περίοδο ήταν να ολοκληρώσει μία συλλογή από έξι πιανιστικά κομμάτια υπό τον γενικό τίτλο «Ο τάφος του Κουπρέν», που είχε ξεκινήσει το 1914 και που έμελλε να είναι και η τελευταία σύνθεσή του για σόλο πιάνο. Κάθε κομμάτι αφιερώθηκε και στη μνήμη κάποιου φίλου του συνθέτη που χάθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ παράλληλα το σύνολο του έργου απέτινε φόρο τιμής στον μεγάλο συνθέτη του γαλλικού μπαρόκ, Φρανσουά Κουπρέν (1668 – 1773). Πιο ουσιαστικά όμως ήταν μία απόπειρα του Ραβέλ να συνδεθεί ψυχικά και καλλιτεχνικά με τη μεγάλη, ένδοξη μουσική παράδοση της χώρας του, που σε καιρούς τόσο χαλεπούς λειτουργούσε ψυχολογικά ως καταφύγιο.
Η πρεμιέρα του πιανιστικού κύκλου δόθηκε στο Παρίσι από τη θρυλική πιανίστα Μαργκερίτ Λονγκ το 1919, χρονιά κατά την οποία ο συνθέτης ενορχήστρωσε τέσσερα από τα έξι κομμάτια (εκτός από τη Φούγκα και την Τοκκάτα). Η ορχηστρική αυτή εκδοχή (στην οποία η σειρά των κομματιών είναι διαφορετική από την πιανιστική) παρουσιάστηκε πρώτη φορά στις 28 Φεβρουαρίου 1920 υπό τη διεύθυνση του Ρενέ-Μπατόν. Η λεπταίσθητη και μάλλον λιτή ενορχήστρωση, με το όμποε και γενικότερα τα ξύλινα πνευστά να αναλαμβάνουν σημαίνοντα ρόλο, ανέδειξε τον περίτεχνο αρμονικό πλούτο του έργου αλλά και την κρυστάλλινη φόρμα κάθε κομματιού, που παραπέμπει σαφώς στην εποχή του Κουπρέν. Ενώ το πρελούδιο και το μενουέτο είναι όροι συχνά χρησιμοποιούμενοι, η Forlane και το Rigaudon είναι όροι πιο σπάνιοι και ίσως άγνωστοι σε πολλούς: η Forlane είναι παλιός χορός με καταγωγή από τη Βενετία, ενώ το Rigaudon ένας γρήγορος χορός από την Προβηγκία.
ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891 – 1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.2 σε σολ ελάσσονα, έργο 16
- Andantino – Allegretto
- Scherzo: Vivace
- Intermezzo: Allegro moderato
- Finale: Allegro tempestoso
Το πέμπτο Κοντσέρτο του Μπετόβεν, το πρώτο και το δεύτερο του Ραχμάνινοφ, το δεύτερο του Τσαϊκόφσκυ, καθώς και η δεύτερη Σονάτα του Σοπέν και η Σονάτα του Λιστ είναι μερικά από τα πιανιστικά έργα που ο νεαρός, φέρελπις πιανίστας και συνθέτης, Σεργκέι Προκόφιεφ μελετούσε με τη δασκάλα του Άννα Γιεσίποβα στο Ωδείο της Αγ. Πετρούπολης, την εποχή που συνέθετε το Δεύτερο Κοντσέρτο του για πιάνο (1912-1913). Η άμεση επαφή με τόσο μεγάλα και απαιτητικά έργα προσέφερε πολύτιμη γνώση που διοχετεύτηκε ιδανικά στη γραφή του νέου κοντσέρτου. Η σύνθεσή του ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1913 και στις 23 Αυγούστου ο Προκόφιεφ ήταν ο σολίστ στην πρεμιέρα του έργου στην πόλη Παβλόσκ (νότια της Αγ. Πετρούπολης). Το Κοντσέρτο ξεσήκωσε στο εν πολλοίς συντηρητικό κοινό θύελλα αντιδράσεων.
Το 1918, ο Προκόφιεφ έφυγε για τη Δύση, αφήνοντας την παρτιτούρα του κοντσέρτου στο διαμέρισμά του στην Αγ. Πετρούπολη. Μετά όμως από μία διάρρηξη το έργο χάθηκε· ευτυχώς η μητέρα του είχε στην κατοχή της μία εκδοχή με το μέρος της ορχήστρας γραμμένο για δεύτερο πιάνο κι έτσι, το 1923, ο Προκόφιεφ ενορχήστρωσε το κοντσέρτο εκ νέου, βελτίωσε ελαφρώς την πολυφωνική γραφή στο μέρος του πιάνου αλλά δεν άλλαξε τίποτε από το αρχικό θεματικό υλικό. Με τη νέα, οριστική πια μορφή ο Προκόφιεφ παρουσίασε το κοντσέρτο στο Παρίσι στις 8 Μαΐου 1924 και συνέχισε να το εκτελεί ως το 1931. Από εκεί και μετά ο ίδιος δεν είχε τη δύναμη ή τη διάθεση να ασχοληθεί με αυτό, τη στιγμή μάλιστα που το Τρίτο Κοντσέρτο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20, σημείωνε σταθερά μεγάλη επιτυχία. Για χρόνια -και μετά τον θάνατο του Προκόφιεφ- το Δεύτερο Κοντσέρτο έμεινε στη σκιά του Τρίτου αλλά τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται σε συναυλίες ή ηχογραφείται με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό.
Το αρχικό Andantino ξετυλίγει μία αισθησιακή αλλά και σκοτεινή αφήγηση, που ακολουθείται από μία πιο γρήγορη ενότητα στο ρυθμό της gavotte (παλιός γαλλικός χορός, αγαπημένος του Προκόφιεφ). Σχεδόν το ήμισυ του πρώτου μέρους καλύπτει η κολοσσιαία σολιστική καντέντσα που αναπτύσσει τα θέματα του Andantino. Κατά πολλούς η δυσκολότερη καντέντσα στο πιανιστικό ρεπερτόριο, οδηγείται σε μία μακρά εκστατική κορύφωση στα όρια του παροξυσμού, προτού η ορχήστρα κάνει μία κατακλυσμιαία επανεμφάνιση. Το δεύτερο μέρος είναι ένα γρήγορο σκέρτσο, στο οποίο το πιάνο κινείται με συνεχή δέκατα έκτα, χωρίς ούτε μία παύση. Έκδηλα επηρεασμένο από το φινάλε της Δεύτερης Σονάτας του Σοπέν, δημιουργεί ωστόσο μία εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, παιγνιώδη και ανάλαφρη. Διάφορα επίθετα έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς για να περιγράψουν το ακόλουθο ιντερμέτζο: γκροτέσκο, τρομακτικό, σκωπτικό, τερατώδες – και όλα έχουν μερίδιο αλήθειας. Οι αρχικές ακροβατικές χειρονομίες του φινάλε, αιχμηρές και διάφωνες δίνουν τη θέση του σε μία λυρική μελωδία (ένα άλλο σήμα κατατεθέν της μουσικής του Προκόφιεφ) που αναπτύσσεται επί μακρόν στον πυρήνα του μέρους και έως ότου η επαναφορά της αρχικής ατμόσφαιρας οδηγήσει σε ένα εκρηκτικό τέλος.
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)
Συμφωνία αρ.7 σε λα μείζονα, έργο 92
- Poco sostenuto – Vivace
- Allegretto
- Presto – Assai meno presto
- Allegro con brio
Τα πρώτα σχέδιά της Εβδόμης Συμφωνίας ανάγονται στο φθινόπωρο του 1811 κατά την παραμονή του συνθέτη στο Τέπλιτσε, κοντά στην Πράγα. Αργότερα μέσα στη χρονιά, ο Μπετόβεν επέστρεψε στη Βιέννη και συνέχισε την εργασία πάνω στο νέο έργο, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1812. Η πρώτη εκτέλεση της Έβδομης δόθηκε στη Βιέννη στο πλαίσιο μίας επιτυχημένης συναυλίας του Μπετόβεν, στις 8 Δεκεμβρίου 1813, για την οικονομική στήριξη των τραυματιών της μάχης του Χάναου.
Το πρώτο μέρος ξεκινά με μία εκτενέστατη αργή εισαγωγή, σχεδόν ένα μέρος αφ’ εαυτής. Με προοδευτική ελάφρυνση της ορχηστρικής γραφής εισάγεται το κυρίως γρήγορο μέρος. Το φλάουτο εκθέτει το πρώτο θέμα, που στην πορεία εκτίθεται και από άλλες οικογένειες οργάνων, ενώ το δεύτερο θέμα προκύπτει από το ίδιο θεματικό υλικό. Το δεύτερο μέρος σε λα ελάσσονα φέρει την ένδειξη Allegretto, αντί μίας κλασικά αργής ρυθμικής ένδειξης, επιλογή πρωτότυπη και πολυσήμαντη όσον αφορά στην πρακτική υλοποίησή της. Υπό ένα αφοπλιστικά απλό ρυθμικό σχήμα η μουσική ακροβατεί ανάμεσα σε ένα πένθιμο εμβατήριο και σε ένα μεγαλοπρεπές χορικό, συσσωρεύοντας αλλά και εκλύοντας σε συγκεκριμένες κορυφώσεις τεράστιες ποσότητες συναισθηματικής έντασης. Το τρίτο μέρος αποτελείται από ένα ζωηρό σκέρτσο και ένα πιο αργό αλλά μεγαλοπρεπές τρίο, που εκτίθενται δύο φορές. Μετά και από μία τελική εμφάνιση του σκέρτσου, ο Μπετόβεν επανεισάγει την αρχή του τρίο αλλά μετά από τέσσερα μόλις μέτρα δίνει ένα αιφνίδιο τέλος στην αρχική τονικότητα. Η χορευτική διάθεση φτάνει στο απόγειό της με το τέταρτο και τελευταίο μέρος σε φόρμα σονάτας, γεμάτο ενέργεια και λάμψη. Θέλοντας πιθανόν να αντισταθμίσει τη μεγάλη αργή εισαγωγή του πρώτου μέρους, ο Μπετόβεν κλείνει τη Συμφωνία με μία ανάλογα μεγάλη coda, που λειτουργεί ως δεύτερη επεξεργασία του θεματικού υλικού και αποτελεί ένα εκστατικό φινάλε.
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ συνοψίζει το μεγαλείο της Εβδόμης μέσα από ένα ρομαντικό, ποιητικό πρίσμα, πλην ουσιαστικότατο: «Όλη η ανησυχία, όλος ο πόθος και η καταιγίδα της ψυχής γίνονται εδώ μία γεμάτη δριμύτητα χαρά, η οποία μας ταξιδεύει με τη βακχική της δύναμη μέσα από έναν ευρύ χώρο φύσης, μέσα από όλα τα ρεύματα και τα κύματα της ζωής… Η Συμφωνία είναι η Αποθέωση του Χορού: είναι Χορός με την υψηλότατη έννοια, η πιο υψηλή πράξη ανθρώπινης κίνησης, ενσωματωμένη σε μία ιδεώδη ηχητική δομή». Η χορευτική διάσταση της Έβδομης ανήκει πράγματι σε ένα πνευματικό, υπαρξιακό επίπεδο, όπου ο θρίαμβος της ανθρώπινης ύπαρξης, μία μεταφυσική και οικουμενική κατάφαση της ζωής εκφράζονται και βιώνονται μέσα από τη διαρκή συσσώρευση ρυθμικής ενέργειας.»