ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΑ
Συγγραφέας
ΕΛΕΝΑ ΓΚΙΚΑ – ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗ
Μυστικά, ψέματα και ανομολόγητες ενοχές. Εγκλήματα που αναζητούν επιτακτικά τους δράστες τους. Η υπέρτατη θυσία μιας μάνας που ζητά δικαίωση.
Μέσα από το κελί της η Στέλλα αφηγείται. Περιδιαβάζει στις φτωχογειτονιές της στερημένης παιδικής ηλικίας της∙ στους κακόφημους δρόμους της εφιαλτικής εφηβείας της∙ στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα όπου ακόνισε το μυαλό και την ψυχή της, αποφασισμένη να δώσει αξία και νόημα στην ύπαρξή της∙ στις δικαστικές αίθουσες όπου της έταξαν μια λαμπρή καριέρα δικηγόρου∙ στην πολυτελή έπαυλη της οικογένειας Μόραλη, όπου έλπιζε ότι θα δραπετεύσει οριστικά από τη μοίρα της, ότι θα βρει τον έρωτα, τη θαλπωρή και τη γαλήνη.
Όμως, η ζωή δε μένει ποτέ απλήρωτη. Η συνάντηση με το πεπρωμένο είναι αναπόδραστη. Και η Στέλλα πρέπει να επιλέξει τον καθρέφτη της και να αποδείξει από τι είναι φτιαγμένη. Κι ύστερα να κοιτάξει το είδωλό της κατάματα, διεκδικώντας την εξιλέωση και την ελπίδα που η ζωή τής αρνήθηκε.
Απόσπασμα βιβλίου
Θα μου πεις;»
Η ερώτηση έχει διατυπωθεί πολλές φορές. Τόσο πολλές, που τώρα πια ακούγεται σαν κούφια ηχώ. Το φάντασμα μιας ερώτησης που στέκεται μετέωρο αναμένοντας μια απάντηση που δεν ήρθε ποτέ. Τι νόημα θα είχε να έρθει τώρα;
Ρίχνω μια ματιά στη Μάρω. Η έκφρασή της με βεβαιώνει πως για εκείνη έχει νόημα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που με ρώτησε. Τη δέκατη. Την εκατοστή. Χαμογελώ στη σκέψη του πόσο έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια η γκριμάτσα που συνοδεύει την ερώτηση.
Στην αρχή η Μάρω με ρωτούσε με δυσπιστία και περιφρόνηση. Την περιφρόνηση που επιφυλάσσει ο εγκληματίας για έναν εγκληματία χειρότερο από τον ίδιο. Δεν την παρεξηγώ. Καταλαβαίνω· είναι ανακουφιστικό να βλέπεις κάποιον χειρότερο από εσένα. Η εικόνα του εαυτού μας ομορφαίνει αν τη συγκρίνουμε με μια ασχήμια μεγαλύτερη απ’ τη δική μας. Και τη δική μου ασχήμια, την ασχήμια των πράξεών μου, δύσκολα μπορεί να την ανταγωνιστεί κάποιος.
Μετά την περιφρόνηση ήρθε η ειρωνεία και ο χλευασμός. Η Μάρω και οι υπόλοιπες είχαν πειστεί πως απολάμβανα την αύρα μυστηρίου που δημιουργούσε η σιωπή μου. Ήθελαν να καυτηριάσουν αυτό που στα μάτια τους φάνταζε σαν επιτηδευμένη ανωτερότητα.
Το δράμα μου, τουλάχιστον όσα ήξεραν γι’ αυτό από τις εφημερίδες και τα κουτσομπολιά, έγινε ένα βρόμικο και φτηνό αστείο που το έσερναν στους ψυχρούς διαδρόμους σαν ξεσκισμένο ρούχο. Ούτε αυτό παρεξηγώ. Η φυλακή το κάνει αυτό στους ανθρώπους. Καταργεί την ντροπή. Ξεθωριάζει τα έντονα χρώματα που η ανθρώπινη κοινωνία χρησιμοποιεί για να τονίσει τα ηθικά της όρια. Αφήνει μόνο μια δύσοσμη, θολή διαχωριστική γραμμή για να διακρίνει το σωστό από το λάθος.
Η φυλακή μετατρέπει το τραγικό σε φάρσα. Εδώ μέσα το υπέρτατο έγκλημα, η βίαιη αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, χάνει την ουσιαστική του βαρύτητα. Μένουν μόνο οι πιπεράτες λεπτομέρειες. Οι σκανδαλιστικές υποσημειώσεις της τραγωδίας. Η διακωμώδηση της καταστροφής υψώνεται σαν προστατευτικό τείχος απέναντι στους απ’ έξω. Απέναντι στην άβολη αλήθεια πως η κοινωνία δε σε θέλει πια στους κόλπους της.
«Θα μου πεις;» επαναλαμβάνει η Μάρω.
Τις τελευταίες μέρες έχει γίνει πιο επίμονη από ποτέ. Ο χρόνος μας τελειώνει. Σε λίγο θα είναι πια πολύ αργά. Το κεφάλαιο «Στέλλα» θα κλείσει για εκείνη χωρίς να έχει πάρει τις απαντήσεις που θέλει.
Τώρα πια με κοιτά αλλιώς. Με ενδιαφέρον. Απορία. Ευθύτητα. Είμαι ένας γρίφος για εκείνη. Ένα αίνιγμα που χρειάζεται να λύσει. Ίσως με την ελπίδα μιας εξιλέωσης που ασυνείδητα σκοπεύει να σφετεριστεί. Ψάχνει για μια δικαιολογία που θα ελαφρύνει το έγκλημά μου. Για μια εξήγηση που θα δικαιώσει αυτό που έχει καταλήξει να πιστεύει για εμένα. Ίσως ενδόμυχα ελπίζει να ακούσει και τη βαρυσήμαντη δήλωση. Πως είμαι αθώα. Αλλά δεν είμαι.
«Είσαι καλός άνθρωπος, Στέλλα… Άγιος άνθρωπος…» μου είπε πριν από λίγες μέρες.
Χρειάστηκαν οχτώ χρόνια συγκατοίκησης στο ίδιο κελί για να μου αποδώσει αυτόν τον βαρύγδουπο χαρακτηρισμό. Μια διαπίστωση ξέχειλη από έκπληκτη βεβαιότητα. Βεβαιότητα χτισμένη πάνω σε αμέτρητα περιστατικά της κοινής μας ζωής. Αλλά και έκπληξη συνοδευόμενη από το βασανιστικό, αιωρούμενο ερώτημα: «Τι διάολο κάνεις εσύ εδώ μέσα;»
Καταλαβαίνω γιατί λαχταρά να ακούσει μια δήλωση αθωότητας. Έπειτα από τόσα χρόνια που η εκπνοή της μιας είναι η εισπνοή της άλλης, τα όρια ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ έχουν γίνει δυσδιάκριτα. Άνευ πρακτικής σημασίας.
Ελπίζει πως δεν έχω φταίξει. Πως είμαι κάτι παραπάνω, κάτι καλύτερο από την ανθρώπινη χωματερή που μας περιβάλλει. Αν είναι έτσι, θα μπορεί κι αυτή να καρπωθεί λίγο απ’ αυτό το φως της αθωότητας. Θα μπορεί να λέει πως εδώ μέσα γνώρισε και κάποια που ήταν πράγματι αδικημένη. Και πως η ίδια υπήρξε φίλη της…
«Πες μου, ρε Στέλλα… Μίλησέ μου», ξαναλέει σχεδόν ικετευτικά.
Τα μάτια της είναι καρφωμένα πάνω μου. Η ανάγκη της να με δικαιολογήσει μου καίει το πρόσωπο. Μακάρι να μπορούσα να της δώσω αυτό που θέλει. Μακάρι να μπορούσα να ισχυριστώ πως πράγματι αδικήθηκα. Έστω και αργά, έστω και μόνο στα δικά της μάτια, να μπορούσα να διεκδικήσω περισσότερη επιείκεια από αυτή που μου έδειξαν οι δικαστές μου.
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η ΕΛΕΝΑ ΓΚΙΚΑ-ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗ γεννήθηκε το 1973. Σπούδασε αρχικά Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων, στη συνέχεια Πολιτικές Επιστήμες και απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο στη Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού, ενώ συνεχίζει τις σπουδές της φοιτώντας στη Νομική Σχολή Αθηνών.
Εργάστηκε σε μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ως διοικητικό στέλεχος και από το 2009 έχει τη θέση της Διευθύντριας Ανθρώπινου Δυναμικού στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Costa Navarino. Έχει ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και ταξιδεύει συχνά. Τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στην πόλη της Μεσσήνης με τον σύζυγο της και τα δυο παιδιά τους.
Η Έλενα γράφει ερασιτεχνικά από τα μαθητικά της χρόνια, κυρίως διηγήματα, μονόπρακτα θεατρικά έργα και ποιήματα.
Το μυθιστόρημα ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΑ είναι το πρώτο της βιβλίο.
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Κοινωνικό
ISBN:978-618-01-2640-2
ISBN Ebook: 978-618-01-2641-9