«Οι Γερμανοί φεύγουν, να βάλεις σημαία»
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Η αποχώρηση
Δεν ήταν καλά καλά ακριβώς πέντε η ώρα το πρωί, όταν χτύπησε επίμονα και βάρβαρα η πόρτα, όπως χτύπαγαν τις πόρτες οι γερμανοί βαθμοφόροι.
Τρέμοντας από φόβο, μέσα στη φθαρμένη του πιτζάμα, ο πατέρας μου ήρθε στο κρεβατάκι μου και με ξύπνησε, διακόπτοντας ένα γλυκό όνειρο που έβλεπα, με πρωταγωνίστρια την Ανθούλα.
«Τι έκανες πάλι, γάιδαρε, και πλάκωσαν οι Γερμανοί να μας φάνε;», ρώτησε τρέμοντας από τον φόβο του. Δεν απάντησα. Οι διάλογοι με τον πατέρα μου ήσαν γνωστοί από τον παλιό, καλό καιρό. Ερχόταν στο κρεβάτι μου και με ξυπνούσε. «Ρε γάιδαρε», φώναζε, «δεν ακούς το κουδούνι; Γιατί δεν σηκώνεσαι ν’ ανοίξεις;». Και εγώ, σαν καλό παιδί, σηκωνόμουν και άνοιγα.
Κατά κανόνα ήτανε η θεία Αναστασία, θεία της μάνας μου και ολίγον τι κουφή. Έκανα πως δεν ακούω. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Η γερμανική σχολή που πηγαίνει ο γείτονάς μου, ο Κουρτ, έχει για φιλόλογο μπατζανάκη του Σιμάνα, που είναι μπουμπούνας και δεν καταλαβαίνει από αστεία. Ανοίγω. Στην πόρτα στέκεται ο Κουρτ. Φοράει πολιτικά. Πουκάμισο και παντελόνι ολοκαίνουρια, επιταγμένα πρόσφατα από τον Λαμπρόπουλο.
«Να βάλεις σημαία», φώναξε ο Κουρτ, «οι Γερμανοί φεύγουν»…
Πήγα να τον προβοκάρω. «Εσύ έβαλες;», ρώτησα θρασύτατα. «Θα βάλω, μόλις τη σιδερώσει η μάνα μου», είπε και τράβηξε για αλλού.
Με έπνιξε η συγκίνηση. Θυμήθηκα που χτες βράδυ πήγα μια βόλτα στα Εξάρχεια, αλλά ψυχή ανθρώπινη δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους, τους είχε φάει όλους η ερημιά. Αλλά και μαγαζιά που συντρόφευαν άλλοτε τους διαβάτες, τώρα ήσαν σκοτεινά, κλειδωμένα με κλειδαριές και με λουκέτα.
ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ 1944 – ΗΧΗΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ
Βίντεο: ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ