Π. Αδαμίδης: «Κακή» τράπεζα και συζητήσιμες λύσεις
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στον κυκεώνα της απαξίωσης. Κατακρήμνιση των μετοχών τους, ψίθυροι, εκτιμήσεις και υπονοούμενα ως προς τις αντοχές τους και την κεφαλαιακή τους επάρκεια, κίνδυνος κερδοσκοπικών παιχνιδιών, εκνευρισμός των αγορών και δυσθεώρητα επιτόκια δανεισμού της ελληνικής οικονομίας.
Και η «Οδύσσεια» κάθε άλλο παρά τελείωσε. Τουναντίον. Επιβεβαιώνεται πόσο εύθραυστη είναι η οικονομία μας και πόσο αναιμικός ο ρόλος και η προοπτική του καίριου βραχίονά της, του τραπεζικού. Έξω από τη «θαλπωρή» και τον ασφαλή δανεισμό των Μνημονίων, οι προκλήσεις είναι μεγάλες και οι παίκτες αδίστακτοι.
Παράμετροι όπως η πολιτική αστάθεια αλλά και η αναταραχή στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, ακόμα και σε τμήμα αυτού, επιβαρύνουν τους αδύναμους κρίκους, όπως είναι η περίπτωσή μας.
Η περίπτωση των ιταλικών τραπεζών, που κινδυνεύουν να βρεθούν στον αέρα εάν συνεχίσει η κόντρα της Ρώμης με τις Βρυξέλλες, αλλά και η στοχοποίηση της μεγαλύτερης τράπεζας της Δανίας για «ξέπλυμα» χρήματος και ύποπτες συναλλαγές ύψους 200 δισ. ευρώ, μέσω των υποκαταστημάτων της στην Εσθονία, απειλούν να δώσουν διαστάσεις χιονοστιβάδας στο ντόμινο των εξελίξεων.
Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση για τη δημιουργία μιας «κακής» τράπεζας (bad bank), στην οποία θα μεταβιβαστούν τα μη εξυπηρετούμενα («κόκκινα») δάνεια (NPL – non performing loans) μοιάζει να προβάλλει όχι απλά ως μια χρήσιμη, αλλά ως μια αναγκαία λύση. Κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, για τους πιο υποψιασμένους. Είναι όμως έτσι;
Ξεκινάμε από την παραδοχή πως πρέπει να αποφύγουμε οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση κάποιας τράπεζας. Θα ήταν ολέθριο για την οικονομία και τη χώρα. Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι μέχρι τώρα έχουν γίνει αλλεπάλληλες κεφαλαιοποιήσεις. Με τεράστιες δημόσιες δαπάνες και κεφάλαιο. Χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οποιαδήποτε λοιπόν λύση για τον εξαγνισμό, μέσα από τη μεταφορά και την πώληση των «κόκκινων» δανείων, πρέπει πρώτα απ’ όλα να εξυπηρετήσει την πραγματική οικονομία και τους δανειολήπτες. Ιδίως όσους μέχρι σήμερα έχουν ματώσει.
Αυτοί θα πρέπει να έχουν προνομιακή προτεραιότητα στην εξαγορά, άμεσα ή έμμεσα, των δανείων τους. Αναμφισβήτητα θα ωφεληθούν οι αετονύχηδες, οι μεταπράτες του δανεισμού. Είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Αρκεί να μην είναι οι μόνοι. Και να μην είναι ασύδοτοι.
Η μεταβίβαση και η εκκαθάριση των «κόκκινων» δανείων δεν θα πρέπει να εξελιχθεί σε γενικευμένη επιχείρηση αμνήστευσης, σε τιμωρία και ταπείνωση των φιλότιμων και σε επιβράβευση της οκνηρίας. Αρνητικές παράπλευρες συνέπειες θα υπάρξουν. Δεν πρέπει να είναι ανεξέλεγκτες. Ως ελάχιστη πρόνοια, όσοι ευνοηθούν αδικαιολόγητα θα πρέπει να αποκλειστούν ή να δώσουν αυξημένες εγγυήσεις για έναν οποιαδήποτε μελλοντικό τραπεζικό δανεισμό.
Η επαναλειτουργία του τραπεζικού τομέα είναι πρωταρχική συνθήκη για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η νέα θυσία, μέσα από την ελάφρυνσή του από τα «κόκκινα» δάνεια, μπορεί να νοηθεί μόνο ως μέρος του σχεδιασμού για τη χρηματοδότηση της αγοράς, που πρέπει να είναι πραγματική και με κανόνες.
Και να συμπεριλάβει νέους παίκτες, με την έκδοση νέων αδειών ίδρυσης και λειτουργίας τραπεζών και τον τερματισμό του απαράδεκτου προστατευτισμού των υφισταμένων.
Και να συνοδεύεται από μετρήσιμες κοινωνικές δράσεις. Γιατί χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα και την επιχειρηματικότητα, η οικονομία ούτε μπορεί να σταθεί ούτε να λειτουργήσει. Και ούτε να ξορκίσει τα δεινά της με την «κακή» τράπεζα.