N. Στραβελάκης: Η κρίση παραμένει εδώ – Όπως απέδειξε το κραχ στο Χρηματιστήριο

N. Στραβελάκης: Η κρίση παραμένει εδώ – Όπως απέδειξε το κραχ στο Χρηματιστήριο

-Παρά τα δισεκατομμύρια που ξοδεύτηκαν για τη διάσωση των τραπεζών

Την εβδομάδα που πέρασε κατατέθηκε προς συζήτηση στην Κομισιόν και στην Ελληνική Βουλή το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2019, μέσα σε περιβάλλον αναταραχής τόσο στις ευρωπαϊκές όσο και στην ελληνική αγορά. Χαρακτηριστικά, τη μεθεπόμενη της κατάθεσης του προσχεδίου (Τετάρτη) και στο πλαίσιο των δηλώσεων της κ. Μέρκελ, που έθετε όρους για τη μη περικοπή των συντάξεων το 2019, βιώσαμε ένα μίνι πιστωτικό επεισόδιο.

Του Νίκου Στραβελάκη,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Οι μετοχές των ελληνικών συστημικών τραπεζών έπεσαν περίπου 10% κατά μέσο όρο, σε μία συνεδρίαση, και η απόδοση (το επιτόκιο) του δεκαετούς ομολόγου σκαρφάλωσε στο 4,5%. Οι συνολικές εβδομαδιαίες απώλειες για τον γενικό δείκτη του χρηματιστηρίου ήταν 4,8%. Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε για τον προϋπολογισμό και τις περικοπές ή τις παροχές που θα έρθουν, βρεθήκαμε να συζητάμε για τις τράπεζες και την πιθανότητα νέας ανακεφαλαιοποίησής τους. Το γράφημα που ακολουθεί δείχνει την εξέλιξη του τραπεζικού δείκτη του ΧΑ την τελευταία πε­νταετία. (πίνακας 1)

Στην κυβέρνηση θορυβήθηκαν -και όχι αδικαιολόγητα- από τις χρηματιστηριακές εξελίξεις. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού βασίζεται σε φιλόδοξες μακροικονομικές παραδοχές.

Προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 2,4%, παρότι, όπως επισημαίνει, υπάρχει σημαντική επιβράδυνση στον ρυθμό μεγέθυνσης το δεύτερο εξάμηνο του 2018, ενώ για την Ευρωζώνη προβλέπεται ρυθμός μεγέθυνσης 1,9% το 2019.

Στον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης βασίζεται η ακόμη πιο φιλόδοξη πρόβλεψη για αύξηση των συνολικών εσόδων κατά 1%, παρόλο που το προσχέδιο προβλέπει μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% και μείωση του συντελεστή κυρίας ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων έως και 33%. Τα δύο μέτρα αναμένεται να φέρουν μείωση εσόδων και συνακόλουθα φορολογική ελάφρυνση της τάξης των 500 εκατ. ευρώ. Αυτή η αύξηση μάλιστα είναι επιπλέον μίας υπεραισιόδοξης πρόβλεψης για τα έσοδα του 2018. Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι τα έσοδα του 2018 θα υπερβούν τις προβλέψεις του μεσοπροθέμου προγράμματος κατά 450 εκατ. και αυτό εξαιτίας επιπλέον εσόδων από τον ΦΠΑ ύψους 785 εκατ. ευρώ, λόγω αναμενόμενης αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων κατά 300 εκατ. ευρώ περίπου και την απόσυρση των αντιμέτρων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος (1,730 δισ.), έχουμε το σενάριο της μη περικοπής των συντάξεων (το μέτρο είναι της τάξης των 2 δισ. περίπου) που προβάλλεται από την κυβέρνηση. Το σύνολο των δημοσιονομικών παρεμβάσεων στο ενδεχόμενο μη περικοπής των συντάξεων συνοψίζεται στον πίνακα (πίνακας 2). Οι εξαιρετικά φιλόδοξες υποθέσεις τόσο για τη μεγέθυνση όσο και για τα έσοδα έφεραν τις δηλώσεις που φέρεται να έκανε η κ. Μέρκελ και φιλοξένησε η «Καθημερινή» της περασμένης Τετάρτης. Η κ. Μέρκελ είπε ότι πρώτη προϋπόθεση για τη μη περικοπή των συντάξεων είναι η «απόδειξη της επίτευξης πλεονάσματος 3,5%».

Είναι εύλογο, αφού το πρώτο πράγμα που ενδιαφέρει τους δανειστές είναι να εισπράξουν τους τόκους του δημοσίου χρέους από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού. Όμως η κ. Μέρκελ έβαλε και μια δεύτερη προϋπόθεση για τη μη περικοπή των συ­ντάξεων. Είπε ότι πρέπει να είναι κομμάτι ενός ευρύτερου αφηγήματος που θα εγγυάται την απρόσκοπτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μέτρων. Η Μέρκελ ξέρει ότι θα έχει να αντιμετωπίσει την κριτική του ΔΝΤ, που θεωρεί την περικοπή των συντάξεων διαρθρωτικό μέτρο.

Δηλαδή, το Ταμείο πιστεύει ότι για να επιστρέψει η Ελλάδα σε βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση πρέπει να πετσοκόψουμε τις συντάξεις σώνει και καλά. Για τον λόγο αυτό θα χρειαστούν επιχειρήματα από την ελληνική πλευρά που θα πείθουν για απρόσκοπτη μεγέθυνση ακόμη και εάν δεν κοπούν οι συντάξεις. Στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμως όλα τα παραπάνω είναι κενό γράμμα αν οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση ή/και το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου ξεπεράσει το 5%.

Ο λόγος είναι ότι αυτό που ενδιαφέρει τους δανειστές είναι να εισπράττουν τους τόκους τους και σε αυτές τις συνθήκες αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ακόμη ίσως και αν κοπούν οι συντάξεις. Αυτή πρέπει να είναι η αιτία που η καγκελαρία αναδιπλώθηκε αμέσως μετά το «ξεπούλημα» στο ΧΑ σε δηλώσεις του τύπου «έχετε δεσμευτεί» για την περικοπή των συ­ντάξεων, όπως έγραψαν «Τα Νέα» την Παρασκευή. Το μόνο που προκαλεί έκπληξη σε όλη αυτήν την εξέλιξη είναι η επικοινωνιακή διαχείριση της χρηματιστηριακής αναταραχής από το πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση προσπάθησε να κατηγορήσει τον κ. Μητσοτάκη για τις εξελίξεις, τις οποίες απέδωσε σε κερδοσκοπικές πιέσεις.

Στον αντίποδα η ΝΔ ισχυρίσθηκε ότι η αναξιοπιστία του κ. Τσίπρα έφερε την καταβαράθρωση των τραπεζικών μετοχών. Φυσικά και τα δύο είναι ανακριβή. Οι πιέσεις στις τραπεζικές μετοχές ακολούθησαν τις δηλώσεις του προέδρου της τράπεζας Πειραιώς κ. Μεγάλου, ότι η τράπεζα αναζητά 500 εκατ. ευρώ για την κεφαλαιακή της ενίσχυση. Ακολούθησε έκθεση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs, που χαρακτήρισε «περιορισμένη την ικανότητα του (τραπεζικού) κλάδου να ανταποκριθεί σε κάποιο σοκ».

Κοντολογίς, επιβεβαιώνονται οι προφανείς φόβοι όλων εκείνων που απορούσαν πώς θα έφευγαν από το ενεργητικό των τραπεζών «κόκκινα» δάνεια της τάξης των 70 δισ. ευρώ ονομαστικής αξίας χωρίς να γεννηθούν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες. Αυτοί οι φόβοι έφεραν και το χρηματιστηριακό ξεπούλημα.

Αλλά και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Η οικονομική κρίση μοιάζει να οξύνεται με επίκεντρο την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι εξελίξεις μετά την άρνηση της Ιταλίας να ενδώσει στις συστάσεις των Βρυξελλών, με αποτέλεσμα να ψηφίσει προϋπολογισμό με έλλειμμα 2,6% (αντί για 1,6%), ήταν καταιγιστικές. Πυροδοτήθηκε ένας κύκλος ξεπουλήματος ευρωπαϊκών μετοχών και ομολόγων, που βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων όλων των χωρών της Ευρωζώνης ανέβηκαν και αυτό παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης βρίσκεται ακόμη σε ισχύ.

Συνολικά, και ιδιαίτερα μετά την έκθεση της τράπεζας JP Morgan, που προβλέπει σημαντικό χρηματοπιστωτικό επεισόδιο μέχρι το 2020, δεν είναι λίγοι πλέον εκείνοι που εκτιμούν ότι η κρίση του 2007 – 2008 δεν ξεπεράσθηκε, παρά τα δισεκατομμύρια που ξοδεύτηκαν για τη διάσωση τραπεζών και επιχειρήσεων. Σε αυτό το περιβάλλον, οι άτολμες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης να δημιουργήσουν «δημοσιονομικό χώρο» για παροχές ή αναστολή εφαρμογής μέτρων δεν φαίνεται να έχουν τύχη.

Μοιάζει να ακολουθούν τον αλήστου μνήμης στόχο της επιστροφής στις αγορές, που παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.

Το ερώτημα είναι: Ποιες θα είναι οι οικονομικές εξελίξεις από ένα ενδεχόμενο σενάριο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών για την ήδη εξαντλημένη από τη λιτότητα ελληνική κοινωνία;


Σχολιάστε εδώ