Κ. Μελάς: Η κατάσταση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Η έντονη καθοδική πορεία των χρηματιστηριακών τιμών των τραπεζών, που ξεκίνησε από το τέλος Αυγούστου, συνεχίζει να δημιουργεί έντονες ανησυχίες για την κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Αποκορύφωμα υπήρξε η συνεδρίαση της Τετάρτης 3/10/2018, με ένα εντυπωσιακό ξεπούλημα και σημαντική πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών.
Αφορμή υπήρξε η αδυναμία γνωστής ελληνικής τράπεζας να δανεισθεί για να καλύψει τις κεφαλαιακές της ανάγκες, σύμφωνα με τις οδηγίες του SSM. Τα επιτόκια ήταν απαγορευτικά.
Αυτό οδήγησε στην αποκρυστάλλωση και την ανάδυση στο προσκήνιο των γνωστών αδυναμιών των ελληνικών τραπεζών, που σχετίζονται πρωταρχικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν στους ισολογισμούς τους.
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την αποκρυστάλλωση των αδυναμιών έπαιξαν αφενός η υποβολή των σχεδίων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον SSM, η αναβίωση του πολιτικού ρίσκου εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα αλλά και εξωγενείς παράγοντες, όπως οι εξελίξεις στην Ιταλία και το Brexit.
Η κατάθεση των νέων στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για την τριετία 2019 – 2021 αποτέλεσε τη θρυαλλίδα, από πλευράς θεμελιωδών στοιχείων, για την ενεργοποίηση τερματισμού των απωλειών (stop losses) από ξένους επενδυτές.
Με βάση τους στόχους που διέρρευσαν, για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τα επίπεδα του 43% με 54% που ήταν στις 30/6/2018 στο 17% με 22% στο τέλος του 2021, οι διαχειριστές των funds συνειδητοποίησαν ότι μεγάλο μέρος των προ προβλέψεων κερδών της επόμενης τριετίας θα απορροφηθεί από τις προβλέψεις που θα συνοδεύσουν πωλήσεις ή διευθετήσεις «κόκκινων» δανείων.
Αυτό οδήγησε σειρά από funds που είχαν τοποθετηθεί σε υψηλότερα επίπεδα στους τραπεζικούς τίτλους να ενεργοποιήσουν κινήσεις τερματισμού των απωλειών.
Ένα ακόμα στοιχείο για να εξηγηθεί η υπερβολή στην πτώση αποτελεί η αβεβαιότητα που περιβάλλει την ελληνική οικονομία για τους επόμενους 16 μήνες.
Η χώρα έχει εισέλθει σε έναν μακρύ προεκλογικό κύκλο, που μπορεί να κρατήσει ως την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020, την ώρα που χρειάζεται πολιτική σταθερότητα για να επιταχυνθεί ο ρυθμός μεγέθυνσης.
Η αβεβαιότητα για τις πολιτικές και μακροοικονομικές εξελίξεις, όπως είναι αναμενόμενο, έχει αντίκτυπο στις τράπεζες, καθώς η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας αποτελεί προαπαιτούμενο αφενός για να αυξήσουν τις νέες χορηγήσεις, ενισχύοντας έσοδα και μειώνοντας το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των δανείων, αφετέρου για να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα σε όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες ανάκτησης.
Ο συνδυασμός χαμηλής μελλοντικής κερδοφορίας και αβεβαιότητας για τις πολιτικές και μακροοικονομικές εξελίξεις έχει ως αποτέλεσμα οι επενδυτές να είναι επιφυλακτικοί και να τηρούν στάση αναμονής.
Τα παραπάνω έρχονται σε μια κρίσιμη συγκυρία σε διεθνές επίπεδο. Από τη μια πλευρά υπάρχει η κρίσιμη διαπραγμάτευση για το Brexit. Καθώς οδεύουμε για την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής στις 17 Νοεμβρίου οι δύο πλευρές σκληραίνουν τη στάση τους και ορατός είναι ο κίνδυνος να μην υπάρξει συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μεγαλύτερο πρόβλημα βραχυπρόθεσμα αναδεικνύεται όμως η Ιταλία και η διαμάχη της με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος. Η απόφαση της κυβέρνησης να καταθέσει προϋπολογισμό για το 2019 με στόχο για το έλλειμμα το 2,4% του ΑΕΠ προκάλεσε αύξηση στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων με αποτέλεσμα να παρασυρθούν ανοδικά και τα αντίστοιχα ελληνικά.
Με το ελληνικό δεκαετές να έχει απόδοση γύρω στο 4,5%, τα σχέδια για έξοδο στις αγορές μπαίνουν στο συρτάρι και αυτό με τη σειρά του δημιουργεί προσκόμματα στις αντίστοιχες κινήσεις που σχεδιάζουν οι ελληνικές τράπεζες.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, η κυβέρνηση διερευνά λύση που λέγεται APS (Asset Protect Scheme). Το σχέδιο που εξετάζει η κυβέρνηση είναι μία πρόταση που έχει παρουσιάσει πριν από έναν χρόνο το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει την παροχή εγγύησης του Δημοσίου για ενδεχόμενες ζημίες των τραπεζών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μέσω ενός ειδικού εγγυητικού σχήματος (Asset Protect Scheme), με στόχο την άμεση κεφαλαιακή ανακούφισή τους και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Έναντι των δανείων, το Δημόσιο θα εκδώσει ομόλογα, παρέχοντας την εγγύησή του. Τα ομόλογα θα διατεθούν σε επενδυτές και θα είναι διαπραγματεύσιμα στη δευτερογενή αγορά, δημιουργώντας μια πραγματική αγορά για τα ελληνικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Με τη μέθοδο αυτή προβληματικά περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας τιμολογούνται με ευνοϊκό τρόπο, χωριστά από τα λοιπά στοιχεία ενεργητικού.
Αρχικά καθορίζεται ένα κατώτερο όριο για την τιμή που μπορούν να λάβουν τα δάνεια που θα τιτλοποιηθούν (π.χ. 30 λεπτά ανά 1 ευρώ δανείου). Στη συνέχεια παρέχεται η κυβερνητική εγγύηση πως οποιαδήποτε ζημία έως, π.χ., το 90% της τιμής που έχει προσδιοριστεί (στο παράδειγμά μας 27 λεπτά ανά 1 ευρώ δανείου), θα καλυφθεί από το Δημόσιο, με το πρώτο 10% της ζημίας (3 λεπτά) να αναλαμβάνεται από την τράπεζα.
Το ΤΧΣ υποστηρίζει πως το Asset Protect Scheme δεν προϋποθέτει τη μετακίνηση των προβληματικών δανείων από τα βιβλία των τραπεζών και την άμεση καταβολή των κεφαλαίων από τον εγγυητή.
Οι «θεσμοί» ωστόσο θεωρούν πως η μη επαρκώς επεξεργασμένη πρόταση του ΤΧΣ αντιμετωπίζει αδυναμίες, με τη μεγαλύτερη να είναι το πού θα βρεθούν πόροι για να καλύψουν τις εγγυήσεις. Η Ευρωζώνη φαίνεται ότι δεν συζητά (;) τη χρήση του ταμειακού μαξιλαριού ασφαλείας για τη χρηματοδότηση ενός τέτοιου σχήματος και παράλληλα τίθεται και ζήτημα κρατικών ενισχύσεων.
Η λύση αυτή δεν είχε περιληφθεί στο σχέδιο μείωσης των «κόκκινων» δανείων, προκρίθηκε όμως με κριτήριο τις ανάγκες των τραπεζών, επειδή δεν υπάρχουν funds για να αγοράσουν τα «κόκκινα» δάνεια. Τα δάνεια που θα συμπεριληφθούν είναι ενυπόθηκα επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια με σκοπό να αναδιαρθρωθούν επιχειρήσεις και να ρευστοποιηθούν περιουσιακά στοιχεία, προκειμένου να μη βρεθεί εκτεθειμένο σε μεγαλύτερες ζημιές το Ελληνικό Δημόσιο.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση του ΤΧΣ, δεδομένης και της τεχνικής δυσκολίας να μη χαρακτηριστεί ότι παραβιάζει τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, δεν γνωρίζουμε αν θα προχωρήσει.
Οι «θεσμοί» παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, με την πρόταση του ΤΧΣ. Δεν γνωρίζουμε ακόμα πώς θα συμπεριφερθούν.