Πόλεμος και Ειρήνη Ι

Πόλεμος και Ειρήνη Ι

Κυριακή 14.10.2018, 19:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα Χ. Λαμπράκης


Η  μουσική, όπως κι όλες οι τέχνες, διαπερνάται από  τα μεγάλα γεγονότα της εποχής της. Οι συνθέτες επηρεάζονται από την πραγματικότητα που βιώνουν κι εκφράζονται μέσω της δημιουργίας. Να γιατί ο μεγαλύτερος όγκος των κλασικών και ρομαντικών συμφωνικών έργων έρχεται από τη σκιά ή το φως. Τον πόλεμο και την ειρήνη.
Έτσι, με αφορμή και την επέτειο των 100 ετών από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρουσιάζουμε τον θεματικό Κύκλο “Πόλεμος και Ειρήνη”, ο οποίος θα ολοκληρωθεί σε τρεις συναυλίες, περιλαμβάνοντας έργα εμπνευσμένα από συγκρούσεις πολεμικές και κοινωνικές. Με τον –βαθύ γνώστη της 7ης τέχνης- και αγαπημένο στο ελληνικό κοινό, αρχιμουσικό, Φρανκ Στρόμπελ, να διευθύνει την πρώτη συναυλία με έξοχα δείγματα κινηματογραφικής και συμφωνικής μουσικής. Ανάμεσά τους η σουίτα από τον «Λώρενς της Αραβίας» και «Το Βαλς» του Μωρίς Ραβέλ.
Μια συγκινησιακά φορτισμένη βραδιά που κορυφώνεται με την ερμηνεία και προβολή του εμβληματικού «Shoulder Arms» του Τσάρλι Τσάπλιν.


Το πρόγραμμα με μια ματιά:

ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΧΟΛΣΤ
(1874–1934)
«Άρης» από τη σουίτα «Οι Πλανήτες», έργο 32

ΜΩΡΙΣ ΖΑΡ
(1924–2009)
Σουίτα από τη μουσική της ταινίας «Ο Λώρενς της Αραβίας»

ΤΖΕΡΙ ΓΚΟΛΝΤΣΜΙΘ
(1929–2004)
Σουίτα από τη μουσική της ταινίας «The Blue Max»

ΜΩΡΙΣ ΡΑΒΕΛ
(1875–1937)
«Το Βαλς», χορογραφικό ποίημα για ορχήστρα

ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ
(1889-1977)
«Smile» από την ταινία «Μοντέρνοι Καιροί»

*Μουσική για την ταινία «Shoulder Arms», επεξεργασία και ενορχήστρωση από τον Καρλ Ντέιβις (με παράλληλη προβολή της ταινίας)

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Φρανκ Στρόμπελ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές εισιτηρίων: 30€, 25€, 15€, 10€ και 5€ (εκπτωτικό)
Προπώληση από 14 Σεπτεμβρίου 2018


Για την ιστορία…

Ο φετινός θεματικός κύκλος συναυλιών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με τίτλο «Πόλεμος και Ειρήνη» πραγματοποιείται με την αφορμή συμπλήρωσης ενός αιώνα από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαινιάζεται με ένα πρόγραμμα συμφωνικής και κινηματογραφικής μουσικής που σχετίζεται με τον αιματηρό αυτό πόλεμο, που σφράγισε την ευρωπαϊκή ιστορία.

Η συναυλία ανοίγει με τον «Άρη» από τους «Πλανήτες» του Άγγλου συνθέτη Γκούσταβ Χολστ. Η σύνθεση των Πλανητών ξεκίνησε το 1914. Εκείνη τη χρονιά γράφτηκαν ο Άρης, η Αφροδίτη και ο Ζευς, ενώ Κρόνος, Ουρανός και Ποσειδών ακολούθησαν την επόμενη. Η πρώτη ολοκληρωμένη δημόσια παρουσίαση των Πλανητών έγινε με τεράστια επιτυχία στις 15 Νοεμβρίου 1920 στο Λονδίνο με τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης υπό τη διεύθυνση του Άλμπερτ Κόουτς. Αν και πολλοί νομίζουν πως ο Άρης, ο πολεμοχαρής γράφτηκε με την πρόθεση να εκφράσει τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αλήθεια είναι πως το μέρος αυτό ολοκληρώθηκε ελάχιστα πριν το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο του 1914, αποτελώντας συνεπώς όχι απόηχο αλλά προεικόνισή του. Χρησιμοποιώντας ένα ανηλεές ρυθμικό οστινάτο σε τύμπανα, άρπες και έγχορδα που παίζουν με το ξύλο του δοξαριού, χαρακτηριστική χρωματική κίνηση σε τρομπόνια και τούμπα και πολεμικές φανφάρες στις τρομπέτες ο Χολστ επιτυγχάνει να εκφράσει μοναδικά (και προφητικά) την αδυσώπητη επέλαση μίας πολεμικής μηχανής. Χωρίς κανένα στοιχείο ηρωισμού, δόξας ή τραγικότητας η μουσική του Άρη εκφράζει μία μηχανιστική και απάνθρωπη φρίκη.

Μετά την επιτυχία της Γέφυρας του ποταμού Κβάι (1958) ο Άγγλος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λην και ο παραγωγός Σαμ Σπίγκελ αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη ζωή μίας αμφιλεγόμενης μορφής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Βρετανό συγγραφέα, διπλωμάτη και αξιωματικό του στρατού, Τόμας Έντουαρντ Λόρενς. Το αποτέλεσμα ήταν η ιστορική, επική ταινία «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1962), που τιμήθηκε μεταξύ άλλων με επτά Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών και που παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις σπουδαιότερες και πιο αγαπημένες ταινίες στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης. Ο Γάλλος συνθέτης Μωρίς Ζαρ, μαθητής του Αρτύρ Χονεγκέρ, υπέγραψε τη μουσική της ταινίας που απέσπασε ένα από τα Όσκαρ καθιερώνοντας έτσι τον Ζαρ ως συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής διεθνώς. Η αρχική σκέψη των δημιουργών της ταινίας ήταν να γράψουν μουσική ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν (για την «βρετανική» πτυχή του έργου) και ο Αράμ Χατσατουριάν (για την «αραβική»). Αφού όμως αυτό το εγχείρημα απεδείχθη ανέφικτο, εκλήθη ο Ζαρ να συνθέσει τη μουσική σε τέσσερις μόλις εβδομάδες.
Η Σουίτα που θα ακούσουμε περιλαμβάνει μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα σημεία της παρτιτούρας για την ταινία: ξεκινά με απειλητικές συγχορδίες που συνοδεύουν τον θάνατο του Λόρενς σε δυστύχημα με μοτοσυκλέτα στην αρχή της ταινίας. Κατόπιν ακούγεται η χαρούμενη μελωδία που συνοδεύει τον κεντρικό ήρωα, καθώς και ένα τμήμα του θέματος της ερήμου, που θυμίζει ένα θέμα από το πρώτο μέρος της Έκτης Συμφωνίας του Μπρούκνερ. Η Σουίτα συμπληρώνεται με θέματα σχετιζόμενα με σκηνές που εκτυλίσσονται στην έρημο.

Η βρετανική, πολεμική ταινία του 1966 The Blue Max (στην Ελλάδα γνωστή ως «Η Πτώση των αετών») πραγματεύεται τις προσπάθεια ενός Γερμανού πιλότου στον Α’ Παγκόσμιο να κερδίσει την ύψιστο παράσημο Μπλου Μαξ, αποδιδόμενο σε όποιον πιλότο καταρρίψει είκοσι εχθρικά αεροσκάφη. Ο Αμερικανός συνθέτης Τζέρυ Γκόλντσμιθ συνέθεσε μερικές από τις καλύτερες μουσικές σελίδες της καριέρας του για την ταινία αυτή, αν και πολλά τμήματα της μουσικής του υπήρξαν εν τέλει θύματα του μοντάζ και αντικαταστάθηκαν από ηχητικά εφέ. Ο ίδιος είχε στην αρχή την αίσθηση πως ο Βρετανός σκηνοθέτης της ταινίας, Τζον Γκίλερμιν, δεν έμεινε ικανοποιημένος από τη μουσική του, πράγμα που απεδείχθη στην πορεία ανακριβές. Η μουσική του Γκόλντσμιθ αποτέλεσε πρότυπο μουσικής για μία πολεμική ταινία και εύλογα επηρέασε μεταγενέστερους συνθέτες. Ένα μοτίβο τεσσάρων νοτών ανοίγει τη μουσική· συχνά δύο μελωδικές γραμμές κινούνται παράλληλα αλλά με αντίθετη φορά αποδίδοντας την κίνηση των αεροπλάνων της εποχής. Η βαναυσότητα του πολέμου εκφράζεται με αριστοτεχνικό τρόπο, καθώς η πολύπλοκη μουσική αξιοποιεί διάφωνα μοτίβα στα έγχορδα, αιχμηρές τρίλιες στα ξύλινα πνευστά, έντονες «κραυγές» στα χάλκινα, glissandi στην άρπα και στιβαρά ρυθμικά σχήματα στα κρουστά.

Το 1906 ο Μωρίς Ραβέλ ξεκίνησε να σχεδιάζει ένα έργο με τίτλο «Βιέννη» ως φόρο τιμής στον Γιόχαν Στράους (υιό). Ο ίδιος το οραματιζόταν ως «ένα είδος αποθέωσης του βιεννέζικου βαλς, που στο μυαλό μου συνδέεται με τον φανταστικό τροχό της μοίρας». Η ιδέα εγκαταλείφθηκε για χρόνια και μόλις το 1919 ο συνθέτης επέστρεψε σε αυτή γράφοντας ως τον Απρίλιο του 1920 το χορογραφικό ποίημα «Το Βαλς». Ωστόσο, ο Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ιμπρεσάριος των Ρωσικών Μπαλέτων, για τα οποία και προοριζόταν το έργο, δεν το θεώρησε μπαλέτο αλλά ως «το πορτρέτο ενός μπαλέτου». Έτσι η πρώτη χορογραφημένη παρουσίασή του έγινε το 1926, ενώ είχε προηγηθεί η πρεμιέρα του ως συμφωνικού έργου στις 12 Δεκεμβρίου 1920 στο Παρίσι υπό την διεύθυνση του Καμίγ Σεβιγιάρ.
Το Βαλς διαθέτει τυπικές αρετές της γραφής του Ραβέλ: ευφάνταστη και πληθωρική ενορχήστρωση, ερεθιστικές αρμονίες, αμείωτη ρυθμική ενέργεια (που διοχετεύεται ενίοτε με αρκετά περίπλοκο τρόπο) και σφικτή δομή ανάμεσα στα εναλλασσόμενα επεισόδια. Ο συνθέτης περιέγραψε το περιεχόμενο της αισθησιακής αυτής μουσικής ως εξής: «Σύννεφα πλανώνται και δημιουργούν σχισμές, μέσα από τις οποίες κανείς βλέπει φευγαλέα ζευγάρια να χορεύουν βαλς. Τα σύννεφα διαλύονται σταδιακά· διαφαίνεται μία μεγάλη αίθουσα με ένα πλήθος που στροβιλίζεται. Καθώς ο ρυθμός ξεκαθαρίζει η εικόνα φωτίζεται όλο και περισσότερο από τους πολυελαίους. Μία αυτοκρατορική Αυλή, περίπου στα 1855…»

Το 1918 ο μεγάλος Τσάρλι Τσάπλιν παρουσιάζει την κωμική ταινία του Shoulder Arms, στην οποία πρωταγωνιστεί. Ο γνωστός μας Σαρλό βρίσκεται στο γαλλικό μέτωπο ως στρατιώτης. Μεταμφιεσμένος σε δέντρο περνά τις γραμμές του γερμανικού στρατού και κατορθώνει να απαγάγει τον Κάιζερ και τον στρατάρχη Χίντενμπουργκ αλλά τελικά συνειδητοποιεί πως όλα αυτά ήταν απλώς και μόνο ένα όνειρο. Η μουσική που ο ίδιος ο Τσάπλιν συνέθεσε για την ταινία φανερώνει το ταλέντο του δημιουργού της στη σύνθεση εμβατηρίων, ενώ τα κωμικά της στοιχεία διακωμωδούν την «άκαμπτη» στρατιωτική ζωή.
Ο Τσάπλιν συνέθεσε μουσική και για τις δύο αντίπαλες πλευρές, μεριμνώντας για την εμφανή στιλιστική τους διαφοροποίηση. Η μουσική που συνοδεύει την πλευρά των Δυνάμεων της Αντάντ είναι ανάλαφρη, ενώ αντίθετα η πολεμική μουσική της γερμανικής πλευράς είναι βαριά και μιλιταριστική, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο παραλλαγών. Η μουσική λειτουργεί εν πολλοίς περιγραφικά: καθώς ο ήρωας διεισδύει στις γραμμές του εχθρού μεταμφιεσμένος σε δέντρο, τα πόδια του τρέμουν από το φόβο και η μουσική, με μία ιδιότυπη νευρικότητα, αποτυπώνει τον ήχο των τρεμάμενων ποδιών αλλά και τη μάταιη προσπάθεια του ήρωα να ηρεμήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν στη μεγάλη οθόνη προβάλλονται στρατιωτικές επιχειρήσεις, ο Τσάπλιν ευφάνταστα αναθέτει στο τρομπόνι μία «διακεκομμένη» μελωδική γραμμή που μιμείται τον ήχο ενός μηνύματος μεταδιδόμενου από απαρχαιωμένο ακουστικό.

Πληροφορίες:
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
Τ. 210 7257601-3
www.koa.gr
[email protected]


Σχολιάστε εδώ