Ελέω λαού, ελέω μετόχων

Ελέω λαού, ελέω μετόχων

Υπό
JOHN GALT


Τους τελευταίους τέσσερις μήνες, ο κ. πρωθυπουργός και αρκετοί διαχειριστές επιχειρήσεων της χώρας βιώνουν το ίδιο ερώτημα. Θα τους δώσουν οι πιστωτές μία δεύτερη ευκαιρία, ώστε μαζί με την εξουσία της χώρας ή των επιχειρήσεων που διοικούν να μπορέσουν να μη χάσουν όσα πλεονεκτήματα απολαμβάνουν;

Η εξουσία όλων των πρωθυπουργών, όπως και η εξουσία όλων των διευθυντικών στελεχών και ιδιοκτητών των επιχειρήσεων, προκύπτει, υπό ομαλές συνθήκες, από συγκεκριμένες και θεσμικά κατοχυρωμένες διαδικασίες. Εκλογές η πρώτη, γενική συνέλευση των μετόχων η δεύτερη. Η εκτελεστική εξουσία αποδίδεται στην κυβέρνηση ελέω λαού, και στις επιχειρήσεις ελέω μετόχων.

Τα πράγματα στρεβλώνουν όταν είτε η χώρα είτε η επιχείρηση βρεθεί σε αδυναμία πληρωμών. Είναι η στιγμή που οι μόνοι που δανείζουν τη χώρα και τις επιχειρήσεις για να επιβιώσουν είναι οι φίλοι και γνωστοί. Είναι η στιγμή που η ευθύνη της διαχείρισης περνάει από τον λαό και τους μετόχους στους πιστωτές και η χώρα ή η επιχείρηση ψάχνει για δεύτερη ευκαιρία. Ο κ. Κοτζιάς της απέδωσε το όνομα «αποικία χρέους».

Η δεκαετία πριν από την οικονομική κρίση του 2008 ήταν ενδεικτική. Μετά την επικίνδυνη πολιτική, που ξεκίνησε με την έκρηξη του χρηματιστηρίου και συντηρήθηκε την περίοδο του ευρώ, με την ευκολία δανεισμού -δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, περάσαμε αναγκαστικά στην περίοδο των Μνημονίων και στην εποπτεία των πιστωτών.

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί διαχειριστές του ιδιωτικού χρέους αντιμετώπισαν προβλήματα αντίστοιχα με εκείνα του δημοσίου τομέα. Η ψευδαίσθηση ήταν κοινή. Θεωρούσαν, ακριβώς όπως ο πρωθυπουργός, ότι οι ευθύνες για εξασφάλιση των πιστωτών τους ήταν περιορισμένες στην εμπορική αξία της περιουσίας τους. Αντίστοιχη συμπεριφορά είχαν και οι διοικήσεις των ΔΕΚΟ, όπου, προς μεγάλη ικανοποίηση των κομματικών διοικήσεων, εγγυητής των δανείων τους ήταν το Ελληνικό Δημόσιο.

Η άποψη όλων ήταν απλή. Όπως το Δημόσιο, χωρίς σκέψη, παραχωρούσε ό,τι είχε και δεν είχε στο Υπερταμείο για 99 χρόνια, επαναπαυόμενο στη ισχύ του «μολών λαβέ» (βλέπε Λευκός Πύργος στο Υπερταμείο), έτσι κι οι ιδιοκτήτες απέφευγαν επιμελώς να αναλάβουν τις ευθύνες του πτωχευτικού κώδικα και της εταιρικής διακυβέρνησης.

Ο στόχος κυβέρνησης και επιχειρηματιών ήταν ταυτόσημος. Με κάθε μέσο προσπαθούσαν να κρατηθούν με δεύτερη ευκαιρία στην εξουσία, πείθοντας τους πιστωτές ως προς την αξιοπιστία του επιχειρηματικού τους πλάνου ή των στόχων του Μνημονίου. Η μεθοδολογία της δεύτερης ευκαιρίας ξεκίνησε από τους ιδιώτες, με τις αυξήσεις κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα, και ολοκληρώθηκε από το Δημόσιο, με την κατά γράμμα εφαρμογή των μνημονιακών δανειακών συμβάσεων.

Θεώρησαν ότι με τον τρόπο αυτό θα διατηρούντο στην εξουσία. Πρώτη η κυβέρνηση ατύχησε. Ήθελε να φαίνεται καλή και πρόθυμη, ώστε να διαχειριστεί τα κοινά μέχρι του σημείου που θα κρινόταν η εξουσία της από τον λαό. Για τους πιστωτές της χώρας όμως, που επί τρεις συνεχόμενες ευκαιρίες χορηγούσαν χαμηλότοκα δάνεια και διαγραφές χρεών, η λογική της δεύτερης ευκαιρίας ήταν μία. Εκείνο που δεσμεύτηκαν να κάνουν, το έκαναν. Απαιτούσαν λοιπόν το αντίστοιχο να γίνει και από την κυβέρνηση. Μόνο τότε θα θεωρούσαν τη χώρα συνεπή ως προς την εξασφάλιση του δημοσίου χρέους.

Οι Γερμανοί μάλιστα γνώριζαν πολύ καλά τη διαδικασία, καθώς την είχαν αντιμετωπίσει την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σίγα και σταθερά λοιπόν, η χώρα υποθήκευε περιουσία και μέλλον, με σκοπό την επιβίωση της κυβέρνησης από την προστασία των πιστωτών.

Στην αντίπερα όχθη, οι ιδιώτες στηρίχθηκαν στην περιορισμένη ευθύνη του διαχειριστικού τους προνομίου. Αποφεύγοντας να παραχωρήσουν πρόσθετες ασφάλειες στους πιστωτές τους, θεώρησαν, έτσι απλά, ότι αναγκαία και ικανή υποχρέωση για τη διατήρησή τους στην επιχειρηματική καρέκλα ήταν η εξυπηρέτηση των δανείων τους. Αδιαφόρησαν ως προς τη βασική αρχή, που θέλει, όταν αλλάζουν τα πραγματικά δεδομένα στην οικονομία, να αλλάζουν και οι απαιτήσεις των πιστωτών για εξασφάλιση. Δυστυχώς, στο ιδιωτικό χρέος η ευθύνη κατανέμεται εξίσου και στους πιστωτές, που σκοπίμως αδιαφόρησαν να το επιδιώξουν.

Δυστυχώς, οι ιδιώτες, ακολουθώντας τα βήματα της κυβέρνησης, δεν σωφρονίστηκαν ούτε από τις επιπτώσεις στην αξιοπιστία της χώρας, με τα Greek Statistics. Διεκδίκησαν δικαιώματα δεύτερης ευκαιρίας, χωρίς να προτείνουν ανασχεδιασμό των εγγυήσεων, θεωρώντας ότι η κρίση είναι πρόβλημα των πιστωτών μόνο για τα δάνεια σε καθυστέρηση. Δεν θέλησαν να αναλάβουν την ευθύνη, να συμβάλουν με τη δική τους αξιοπιστία στην ελάφρυνση του πιστωτικού βάρους των αδυνάμων.

Έστω κι αν η ΕΚΤ από τα μέσα του 2017 είχε εξηγήσει στις συστημικές τράπεζες ότι θα πρέπει να ελέγξουν μαζί με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις εξασφαλίσεις των εξυπηρετούμενων δανείων. Έστω κι αν το χρηματιστήριο κατέρρεε. Η επιχειρηματική κοινότητα, αδιαφορώντας, στερούσε κατ’ αρχήν τη δεύτερη ευκαιρία στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αφού δεν επιθυμούσε να εξασφαλίσει τα εξυπηρετούμενα, με αποτέλεσμα να πριονίζει το κλαδί που τη στήριζε.

Ο κ. πρωθυπουργός υποβάθμιζε τη σημασία της τήρησης των μνημονιακών του δεσμεύσεων στις συντάξεις και στο αφορολόγητο, γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει δεύτερη ευκαιρία από τους πιστωτές. Επέλεξε να μεταφέρει σε τρίτους τις ευθύνες, επωφελούμενος πολιτικά.

Κατ’ αντιστοιχία, οι ιδιώτες διαχειριστές και ένα μεγάλο τμήμα της επιχειρηματικής κοινότητας ένιπτε τας χείρας του, περιορίζοντας την πιστωτική εξασφάλιση της οικονομίας και του συστημικού τραπεζικού συστήματος. Δεν εξασφάλισαν με νέες εγγυήσεις τις εξυπηρετούμενες δανειακές τους υποχρεώσεις, μειώνοντας, κατ’ αντιστοιχία, την αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος. Αντί να συνεργαστούν με τις αδύναμες, εκ των πραγμάτων, διοικήσεις των τραπεζών, θεώρησαν ότι γι’ αυτούς η κρίση έχει περάσει…

Δυστυχώς, για όλα υπάρχει κάποιος κ. Γεωργίου. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων, εισηγμένων και μη, με εξυπηρετούμενα δάνεια η ανατροπή ήλθε απρόοπτα από τη διεθνή αγορά και από το ταμείο QCM, που απεκάλυψε την υπόθεση του ομίλου Folli Follie. Από τη μία στιγμή στην άλλη, η «επάρατος» αγορά ανέτρεψε τα δεδομένα. Ποιος σοβαρός πιστωτής, πριν από έναν χρόνο, όταν με αυστηρότητα κρίνονταν οι διοικήσεις των επισφαλών επιχειρήσεων ως προς τη βιωσιμότητά τους, θα περίμενε ότι υπάρχει ανασφάλεια και στις ασφαλείς;

Και αν ναι, πώς αντιμετωπίζεται σήμερα η ελεγκτική αναξιοπιστία όλων των εισηγμένων στο ελληνικό χρηματιστήριο από τους ξένους επενδυτές; Και αν ναι, πώς διαχέονται αμφιβολίες των λογιστικών εγγραφών, όχι πλέον για τις υπό κρίση βιωσιμότητας ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά για το σύνολο της οικονομίας; Και αν αυτή η «τύπου κ. Γεωργίου» ανασφάλεια στις λογιστικές εγγραφές των εισηγμένων ξεσπάσει ανεξέλεγκτα για το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας, πόσο αντέχουν, κυβέρνηση και συστημικό τραπεζικό σύστημα μαζί, να καλύψουν τον κίνδυνο; Χαιρέκακα, κάποιος πρώην πρωθυπουργός θα σκέπτεται ίσως πώς είχε κάποτε χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη οικονομική κοινότητα.

Η κυβέρνηση, αφού εξάντλησε την οικονομική ευρωστία των ιδιωτών και αφού μετέφερε το σύνολο σχεδόν της εμπορικής της περιουσίας σε διαχείριση τρίτων, επέτρεψε στον ιδιωτικό τομέα να αποφύγει τις κοινωνικές του ευθύνες, μειώνοντας τον συνολικό πιστωτικό κίνδυνο. Το αμοιβαίο κεφάλαιο QCM έπαιξε τον ρόλο του για να προστατεύσει τους μετόχους του.

Η κυβέρνηση και οι οικονομικά εύρωστοι τι ρόλο παίζουν;


Σχολιάστε εδώ