Χρ. Μπότζιος: Τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας σε μια ευαίσθητη γεωγραφική περιοχή και οι εσωτερικές αδυναμίες
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Tαξιδεύοντας κανείς προς τη Βόρεια Ελλάδα διαπιστώνει τη μεγάλη πρόοδο που έχει συντελεσθεί τα τελευταία χρόνια στο εθνικό οδικό δίκτυο, είτε αυτό καταλήγει στη Θεσσαλονίκη και εκείθεν προς τα ελληνοσκοπιανά, ελληνοβουλγαρικά και ελληνοτουρκικά σύνορα είτε διά της Ιόνιας Οδού, μέσω Ιωαννίνων, προς τα ελληνοαλβανικά.
Σημαντική επίσης η Εγνατία Οδός, η οποία διατρέχει όλη τη Βόρεια Ελλάδα, από ανατολάς προς δυσμάς, με κατάληξη ή αφετηρία την Ηγουμενίτσα, που αποτελεί την πύλη της Ελλάδας προς την Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη. Δυστυχώς, η μεγάλη σημασία ενός σύγχρονου οδικού δικτύου άργησε να γίνει κατανοητή στη χώρα μας, γεγονός που σε ικανό βαθμό συνετέλεσε στην απομόνωση της επαρχίας και τον υδροκεφαλισμό της περιοχής της πρωτεύουσας, η οποία συγκεντρώνει το ήμισυ περίπου του πληθυσμού της χώρας!
Ατενίζοντας κάποιος τη γέφυρα Ρίου – Αντίρριου, που σίγουρα δεν κατασκευάσθηκε αποκλειστικά με ελληνικά κεφάλαια και ελληνική τεχνογνωσία, διερωτάται αν υπάρχει όμοια σε ολόκληρο τον κόσμο. Η άρτια οδική σύνδεση και επικοινωνία έχουν ως συνέπεια την ταχεία διακίνηση πολιτών και τουριστών από Βορρά προς Νότο και από τα δυτικά προς τα ανατολικά, όπως και προϊόντων, που τις προηγούμενες δεκαετίες το ατελές οδικό δίκτυο δυσκόλευε σε μεγάλο βαθμό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Κινέζοι επέλεξαν τον λιμένα του Πειραιά ως διαμετακομιστικό κέντρο των προϊόντων τους προς τις χώρες της ΕΕ, των Δυτικών Βαλκανίων και μέσω αυτών προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες κοινοτικές χώρες, γεωγραφικά κατέχει προνομιακή θέση, κείμενη στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, με πρόσθετο πλεονέκτημα τον αιγαιακό και ιόνιο νησιωτικό χώρο, που της προσδίδει χαρακτήρα αρχιπελάγους, με την Κρήτη να εξομοιώνεται με ένα τεράστιο, αβύθιστο αεροπλανοφόρο. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, με τους έλληνες εφοπλιστές, από την εποχή ακόμη του Ωνάση, του Νιάρχου και άλλων, να είναι συνεχώς στο επίκεντρο του διεθνούς ρεπορτάζ. Τα τριάντα και πλέον εκατομμύρια τουριστών που υπολογίζεται να επισκεφθούν το 2018 την Ελλάδα -τρεις φορές ο πληθυσμός της- δεν έρχονται μόνο για τον ήλιο και τις θάλασσές της. Η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως το λίκνο του δυτικού πολιτισμού και οι ξένοι που την επισκέπτονται θέλουν να δουν και να γνωρίσουν από κοντά τον τόπο που γεννήθηκε αυτός ο πολιτισμός.
Η προνομιακή γεωπολιτική θέση μίας χώρας, όπως και της Ελλάδος, δεν σημαίνει μόνο πλεονεκτήματα. Μπορεί να μετατραπεί και να καταστεί μειονέκτημα, είτε λόγω εξωτερικών επιβουλών είτε και από κακή εσωτερική διαχείριση και κακοδιοίκηση. Η ρευστότητα και η αστάθεια που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή μας λόγω των περιφερειακών και εμφυλίων πολέμων επηρεάζει την ασφάλεια των λαών της περιοχής και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Οι προκλήσεις που κυρίως αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι γενικές, όπως το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό, ή ειδικές. Προφανώς οι προκλήσεις αυτές σε συνδυασμό με τις εσωτερικές μας αδυναμίες να συνετέλεσαν στη μη αξιοποίηση, στον βαθμό που θα έπρεπε, των γεωπολιτικών μας πλεονεκτημάτων. Η Ελλάδα μπορεί όμως να συμβάλει και να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην παγίωση της σταθερότητας στην περιοχή μας, γεγονός που η παρούσα κυβέρνηση προωθεί διά περιφερειακών συνεργασιών, στα πλαίσια μιας δημοκρατικής και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Από τις πλέον συζητούμενες επιλογές είναι η Συμφωνία των Πρεσπών, που την Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου τίθεται υπό δοκιμασία με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην ΠΓΔΜ. Η υπογραφή της συμφωνίας υπήρξε προϊόν συμβιβασμών και υποχωρήσεων και επίδειξης πολιτικού ρεαλισμού από ελληνικής πλευράς. Από τον σεβασμό και την εφαρμογή των συμφωνηθέντων θα κριθεί και η αντοχή της στον χρόνο. Και οπωσδήποτε από τη συμπεριφορά της άλλης πλευράς.
Οι πολιτικές δυνάμεις της γειτονικής χώρας, ο ακαδημαϊκός κόσμος και άλλοι πολιτικοκοινωνικοί παράγοντες οφείλουν να συμβάλουν προκειμένου ο λαός τους να αποκτήσει αυτογνωσία και να δεχθεί την ιστορική αλήθεια για τη χώρα τους και την καταγωγή τους, όπως έπραξε ο πρώτος Πρόεδρος της χώρας Κίρο Γκλιγκόροφ, που ανεγνώρισε ότι είναι απόγονοι Σλάβων και ουδεμία σχέση έχουν με τους αρχαίους έλληνες Μακεδόνες.
Ο πολιτικός ρεαλισμός που επέδειξε η ελληνική πλευρά δεν είναι ένας απλός γραμματικός όρος, ένας επιθετικός προσδιορισμός. Πρόκειται για σοβαρή και τολμηρή πολιτική επιλογή που παράγει έννομα αποτελέσματα. Και όσοι ευρωατλαντικοί σύμμαχοι ενθάρρυναν και χαιρέτισαν τη συμφωνία πρέπει να συνηθίσουν να αποκαλούν τη χώρα αυτή ως «Βόρεια Μακεδονία» και όχι απλώς «Μακεδονία», όπως πολλοί πράττουν, και τον λαό της «Βορειομακεδόνες», όπως αποκαλούν, π.χ., τη Ζηλανδία ως Νέα Ζηλανδία και τον λαό της Νεοζηλανδούς (New Zealand – New Zealanders) ή τη Νότια Αφρική ως South Africa και τους κατοίκους της South Africans.
Η ομαλοποίηση των ελληνοσκοπιανών σχέσεων αναμένεται να συμβάλει στην εμπέδωση της σταθερότητας στην περιοχή της Νότιας Βαλκανικής και να επαυξήσει τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας έτι περαιτέρω.
Ήδη ο σταθεροποιητικός ρόλος της Ελλάδας άρχισε να γίνεται αντιληπτός, κάτι που στο παρελθόν επηρεαζόταν αρνητικά και από εξωτερικούς παράγοντες. Η Τουρκία, που ετύγχανε της προνομιακής μεταχείρισης της Δύσης, απομακρύνεται συνεχώς από τις δυτικές αξίες, με το καθεστώς Ερντογάν να έχει επιλέξει την ισλαμοποίηση, ενώ βρίσκεται σε συνεχή διαμάχη με τους Δυτικούς, κυρίως τις ΗΠΑ και τη Γερμανία αλλά και την Ολλανδία.
Σε αντίθεση, η Ελλάδα συνεργάζεται στενά με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δύο χώρες-κλειδιά στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι τριμερείς συνεργασίες, που συμπεριλαμβάνουν και την Κυπριακή Δημοκρατία, έχουν εκτός άλλων και κοινό στόχο την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων εντός των ΑΟΖ των τεσσάρων αυτών χωρών. Στα παραπάνω γεωπολιτικά πλεονεκτήματα θα πρέπει να προστεθεί και η πολιτική διάσταση, δηλαδή η σταθερότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος, που σύμφωνα με τον αμερικανό θεωρητικό της γεωπολιτικής, Spykman, είναι ένας σοβαρός παράγων της γεωπολιτικής έννοιας.
Ένα στοιχείο που συντελεί στην απομείωση των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης των πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα είναι η έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, τις περισσότερες φορές όχι για λόγους ουσίας αλλά μικροπολιτικούς. Τουλάχιστον στα θέματα εθνικής σημασίας αυτό δεν θα έπρεπε να ισχύει. Η ευθύνη βαρύνει όλους.