ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΚΙ ΟΙ ΑΡΚΟΥΔΕΣ
Του
Μιχάλη Φιοράντε
Ένας παλιός πολεμιστής
είς τά βουνά γυρνούσε,
κι όποιος αρκούδα έμοιαζε
μέ βιά τόν πολεμούσε.
•••
Μαχαίρι είχε τήν ψυχή
καί λόγχη τήν καρδιά του,
έτσι γαλούχησε σωστά
καί όλα τά παιδιά του.
•••
Όμως δέν τέλειωσε ποτέ
τό έντιμο κυνήγι,
τό ζώο πάντα γένναγε
κι άρχισε νά τόν πνίγει.
•••
Όμως δέν σκέφτηκε ποτέ
νά βγεί απ’ τό καθήκον
γιατί τόν κόσμο ήθελε
λεύτερο καί όχι Οίκον.
•••
Εξόρκιζε τούς δίπλα του
λιγάκι νά τού μοιάσουν
καί άπαντες τό καθισιό
έπρεπε νά ξεχάσουν.
•••
Πολλοί τόν ακολούθησαν
στόν δρόμο τής αρκούδας
μά αρκετοί τόν πρόδωσαν
– σκέψου τήν λέξη Ιούδας.
•••
Μά ’κείνος δέν σταμάταγε
μισούσε καί τόν Άδη
γιατί τόν ήλιο λάτρευε
καί όχι τό σκοτάδι.
•••
Τά χρόνια προχωρούσανε
σάν αμαξοστοιχία
καί οι σταθμοί πληθαίνανε
μέ ύπουλα στοιχεία.
•••
Ο Γέρος δέν απέθανε
ήτανε μιά Ιδέα
έκ τών προγόνων βάλσαμο
σωστή μά καί σπουδαία.
•••
Μά οι αρκούδες
πλήθαιναν
κι οι κυνηγοί πού μείναν
ήτανε σάκοι αδειανοί
πού πάλιωναν καί σβήναν.
•••
Ο κυνηγός κουράστηκε
μά η Ιδέα όχι
πάλευε ασταμάτητα
μέ τήν ψυχή γιά λόγχη.
•••
Καί «φτάσαμε
στό σήμερα»
πού λέγαν κι οι γιαγιάδες
μέ «αρχηγούς»
ξενόφερτους
ψεύτες, πολυλογάδες.
•••
Σωτήρας δέν φαινότανε
αύξανε η ομίχλη
οι τοκογλύφοι πλήθαιναν,
– διάβασε γιά τήν «Κίχλη».
•••
Η Διαθήκη η παλιά
σάπισε η καημένη
καί μόνο ο ευτελισμός
κληρονομιά μάς μένει.
•••
Γέμισε ο Κόσμος αρκουδιά
τσαντίρια καί θανάτους.
Τό αίμα έχουν γιά τιμή
καί Χάος τ’ όνομά τους.
………………………………
Τά χρόνια πού ήρθαν
καί τά άλλα
πού ακολουθούν,
δέν έφεραν Κυνηγούς
ούτε στό μέλλον
οι αρκούδες
θά λιγοστέψουν.
Μού τό είπε
μιά περγαμηνή
πού βρήκα μέσα
σέ έναν Κάδο
Απορριμμάτων.