Π. Αδαμίδης: Στενάχωρα ερωτήματα
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Το Μεταναστευτικό κυριαρχεί ξανά στην ειδησεογραφική επικαιρότητα. Τα αίτια πολυποίκιλα. Από υπαρκτά προβλήματα σε σχέση με τη διαχείριση και τις συνέπειές τους, έως ψηφοθηρικές πρακτικές και δημαγωγικές σκοπιμότητες. Το σκηνικό σε κάθε περίπτωση είναι αρνητικό. Οδηγεί σε πικρές διαπιστώσεις και στενάχωρα ερωτήματα.
Κατά πρώτον, οι ζοφερές προοπτικές βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την εξαιρετικά δυσχερή, αν όχι αδύνατη, ενσωμάτωση όσων δικαιούνται να βρίσκονται στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά μερική αναλογία, η κατάσταση προσιδιάζει με αυτή του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η καταστροφή των υποδομών και της πρωτογενούς παραγωγής οδηγούσε σε συνθήκες σιτοδείας, εξαθλίωσης και εξόντωσης όσους είχαν επιβιώσει του πολέμου. Και ήταν ασύγκριτα περισσότεροι.
Εξαιρετικά δυσμενείς είναι και οι επιδόσεις στον τομέα των επαναπατρισμών. Οδύσσεια για τη διακρίβωση των στοιχεί- ων όσων πρέπει να επαναπατρισθούν, δυσκολίες, απροθυμία αλλά και ανοιχτή εχθρότητα για την αποδοχή τους από τις χώρες προέλευσής τους.
Εύλογα είναι τα ερωτήματα. Πρώτο και κύριο, γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να αναγάγει σε κοινοτική πολιτική τη μετανάστευση και να την αποδεχθεί, ρητά-άρρητα, ως προτεραιότητά της. Επιλογή που λειτούργησε και ως φάρος προσέλκυσης, έντασης και ανεξέλεγκτων διαστάσεων του φαινομένου. Το επιχείρημα της ιστορικής συγκυρίας λίγη ή και ανύπαρκτη σοβαρότητα έχει, δεδομένου ότι οι περιφερειακές και μείζονες συγκρούσεις χαρακτηρίζουν κάθε ιστορική εποχή αλλά και τον μεταπολεμικό κόσμο μας. Προς αξιολόγηση επίσης το κατά πόσον υπήρξε στρεβλή ανάγνωση, σκόπιμη ή ελλειμματική, των διεθνών συνθηκών περί του καθεστώτος και της προστασίας του πρόσφυγα.
Αναγκαίο να διερευνηθεί είναι ποιος εμπνεύσθηκε, εισηγήθηκε και οδήγησε στην υιοθέτηση των διαβόητων ποσοστώσεων για την κατανομή των προσφύγων. Μια επιλογή που ναρκοθέτησε την επιβεβλημένη προσαρμογή του Δουβλίνου περί των όρων χορήγησης ασύλου και έριξε νερό στον μύλο των λαϊκιστών και όσων εξυπηρετούνται από τη διαιώνιση της κατάστασης, που είναι ασφυκτική για τις χώρες υποδοχής, με πρώτη τη δική μας. Το μοντέλο των ποσοστώσεων αφορά κατά βάση κακότεχνη μεταφορά της πρακτικής που ακολουθήθηκε για την απορρόφηση των προσφύγων από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Είχε να κάνει με πρόσφυγες άλλου πολιτισμικού και θρησκευτικού υπόβαθρου, με απείρως μικρότερο αριθμό ενδιαφερομένων και με μια άλλη Ευρωπαϊκή Ένωση, με πολύ λιγότερα κράτη, πριν τη διεύρυνση του 2004.
Αναπότρεπτα, τα ερωτήματα είναι πολλά για τον ρόλο, την επιρροή, τις δραστη- ριότητες και τη χρηματοδότηση των ΜΚΟ. Στην πράξη υπήρξαν πολλές υπόνοιες και πλέον υπάρχουν αποδείξεις για συμβολή αριθμού εξ αυτών στη συντήρηση του φαινομένου και τη δημιουργία των μεταναστευτικών ροών. Αποτελεί τουλάχιστον θεματική προβληματισμού η καθυστερημένη εκπόνηση κώδικα δεοντολογίας, ως ελάχιστου πλαισίου δραστηριοποίησής τους, και μόνο κατόπιν της δυναμικής αντίδρασης και του αιτήματος της Ιταλίας, επί εποχής Ρέντσι ακόμα.
Ομοίως, λογικό είναι το ερώτημα για τη σκοπιμότητα, τη βιωσιμότητα και το εφικτό της δημιουργίας πολυπληθούς συνοριοφυλακής, τη στιγμή που οι λύσεις απαιτούνται άμεσα. Η ενίσχυση σε μέσα και υποδομές των χωρών υποδοχής, με πρώτη την Ελλάδα, που επιτελούν ούτως ή άλλως μέγιστο έργο, είναι η επιβεβλημένη άμεση επιλογή. Και όχι η περιπλάνηση σε αμφίβολης λειτουργικότητας λύσεις. Αυτό πρέπει να διεκδικήσουμε.
Οι διαπιστώσεις και τα ερωτήματα είναι στενάχωρα. Είναι όμως και αναγκαία. Για την αποφυγή επανάληψης λαθών, την απομάκρυνση ελλειμματικών προσώπων και την αναπροσαρμογή πολιτικών. Γιατί τα προβλήματα υπάρχουν και γιγαντώνονται. Και απαιτούν άμεση, αποτελεσματική διαχείριση.