Ν. Στραβελάκης: Αντιπαράθεση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ: Λεπτές πινελιές σε νεοφιλελεύθερο φόντο…
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι εμφανίσεις των κ. Τσίπρα – Μητσοτάκη στη ΔΕΘ σηματοδότησαν έναν νέο κύκλο αντιπαράθεσης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Οι πλειοδοσίες σε μελλοντικές παροχές αλλά και εκατέρωθεν υποτιμητικοί έως και υβριστικοί χαρακτηρισμοί και σχόλια έδωσαν και πήραν. Όμως, αν αναλογισθούμε την ταμπακιέρα, το πολιτικό πρόγραμμα δηλαδή, δύσκολα θα βρούμε διαφορές. Αμφότεροι έχουν δεχθεί το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των Μνημονίων και της εποπτείας.
Τη δημοσιονομική λιτότητα και τα πλεονάσματα, την προστασία του τραπεζικού συστήματος, με την ένταση των πλειστηριασμών και την όποια ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών, χρεώνοντας την κοινωνία, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, την καθήλωση των μισθών και την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων και τέλος τη λεγόμενη «επανίδρυση του κράτους». Ας συγκρίνουμε τις εξαγγελίες μία προς μία.
Αναφορικά με τη δημοσιονομική λιτότητα, αμφότεροι οι Μητσοτάκης και Τσίπρας αποδέχονται τα δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Αυτό που ισχυρίζονται είναι ότι με τα τρέχοντα φορολογικά και δημοσιονομικά μέτρα ο προϋπολογισμός θα εμφανίζει υπερπλεόνασμα. Απέναντι σε αυτό ο κ. Τσίπρας δίνει έμφαση στην αναδιανομή μέσω επιδομάτων, ενώ ο κ. Μητσοτάκης στον περιορισμό των φορολογικών συντελεστών. Μάλιστα έχουν προσπαθήσει να εμφανίσουν αυτήν τη διαφοροποίηση ως διαφορά ταξικού προσήμου στην πολιτική τους. Κατ’ αρχάς, με βάση την αστική / κυρίαρχη οικονομική θεωρία, που ασπάζονται αμφότεροι, και τα δύο μέτρα αποσκοπούν στην ενίσχυση της κατανάλωσης.
Τα επιδόματα του κ. Τσίπρα, εφόσον υπάρξουν φυσικά, θα ενισχύσουν τα πολύ χαμηλά εισοδήματα, που θα επιδιώξουν να καλύψουν καταναλωτικές ανάγκες. Όμως και οι φοροελαφρύνσεις προς τη μεσαία τάξη, που ευαγγελίζεται ο κ. Μητσοτάκης, αναμένεται να επιφέρουν τον περιορισμό της ροπής προς αποταμίευση και την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης. Ο φόρος για την αστική πολιτική οικονομία είναι «αναγκαστική αποταμίευση», όπως είχε επιχειρηματολογήσει ο Ricardo πριν από περίπου διακόσια χρόνια (1821), ένα επιχείρημα που έμεινε στην Ιστορία ως «ρικαρδιανό ισοδύναμο».
Μένει βέβαια το επιχείρημα του κ. Τσίπρα, ότι εκείνος σκέφτεται τους κοινωνικά ασθενέστερους, έναντι του ανάλγητου Μητσοτάκη, που ενδιαφέρεται μόνο για την εκλογική του πελατεία, αυτήν των «νοικοκυραίων». Δυστυχώς ούτε αυτό ισχύει, τα επιδόματα από υπερπλεονάσματα, όπως και το λεγόμενο κράτος πρόνοιας του παρελθόντος, είναι αναδιανομή εντός της εργατικής τάξης. Όπως χαρακτηριστικά λένε κάποιοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, είτε θα περικοπούν οι συντάξεις είτε θα δοθούν επιδόματα, και τα δύο δεν γίνονται.
Για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού σειρά μελετών από τη δεκαετία του 1970 και μετά έχει αποδείξει ότι η εργατική τάξη ήταν ανέκαθεν ο χρηματοδότης της λεγόμενης «κοινωνικής πρόνοιας». Η επιδοματική πολιτική του κ. Τσίπρα είναι λαϊκισμός της αγοράς, που κάνει την κυβέρνηση να μοιάζει με ΜΚΟ, και όχι ταξική πολιτική.
Για τις τράπεζες και τις ιδιωτικοποιήσεις οι διαφορές είναι ανύπαρκτες. Αμφότεροι στηρίζουν αναφανδόν τις επιλογές της μνημονιακής εποπτείας. Μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη απέσυρε την απειλή εξεταστικής για το ξεπούλημα των τραπεζών στους ιδιώτες και τη ζημία άνω των 50 δισ. για το Ελληνικό Δημόσιο. Περιορίσθηκε σε εξεταστική για το πρώτο πεντάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και παραπονέθηκε, στη συνέντευξη Τύπου, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τον αντιγράφει στις ιδιωτικοποιήσεις.
Συμφωνία υπάρχει και στα εργασιακά για κάποιες ελεγχόμενες συλλογικές διαπραγματεύσεις, που περιγράφονται στην αξιολόγηση της Κομισιόν με ημερομηνία 23 Ιούλιου 2018. Η προσπάθεια της κ. Αχτσιόγλου να δώσει μια φιλεργατική νότα στην κυβερνητική πολιτική με την υποτιθέμενη κατάργηση του υποκατώτατου και την αύξηση του κατώτατου μισθού μόνο γέλωτες προκαλεί. Η σχετική τροπολογία που κατέθεσε δεν αναφέρει ούτε ποσό ούτε ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού.
Μένει το ζήτημα του κράτους, όπου τα δέκα χρόνια των Μνημονίων δεν ήταν χρόνια επανίδρυσης αλλά κατεδάφισης των όποιων κρατικών δομών, όπως διαπιστώσαμε με τον πιο τραγικό τρόπο στο Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι. Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα ο κ. Μητσοτάκης είναι πράγματι προκλητικός, λέγοντας ότι η λύση βρίσκεται στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών υπηρεσιών. Ο κ. Τσίπρας είναι πιο φειδωλός, θεωρώντας ότι οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να περιορισθούν στην ανώτατη εκπαίδευση, όπου ήδη θεσπίσθηκαν δίδακτρα για τα μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών πανεπιστημίων, τα λιμάνια, το αέριο, το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, τα διόδια κ.λπ.
Κοντολογίς, οι διαφορές περιορίζονται στην ένταση της ιδιωτικοποίησης, που το μόνο που θα φέρει είναι κατασπατάληση πόρων, αφού οι πάροχοι των υπηρεσιών δεν θα είναι παρά παλαιοί και νέοι διαπλεκόμενοι. Ήδη έχουν συσταθεί εταιρείες για την αποκομιδή των σκουπιδιών και άλλες υπηρεσίες, στις οποίες φιγουράρουν ονόματα συνώνυμα της διαπλοκής. Η κοστολόγηση των υπηρεσιών τους δεν θα είναι ανάλογη με εκείνη των δημοσίων έργων, που έφερε το δημόσιο χρέος στο σημερινό του ύψος.
Όμως ακόμη και οι παραπάνω υπαινιγμοί παροχών δεν βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης, αφού τον κρατικό προϋπολογισμό θα τον εγκρίνουν οι «θεσμοί». Πληροφορίες αναφέρουν ότι για τον προϋπολογισμό του 2019 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προτίθεται να καταθέσει τρία σχέδια προϋπολογισμού, ευελπιστώντας να περάσει κάποιες παροχές που θα ενισχύσουν τη δημοτικότητα των κυβερνητικών εταίρων. Άρα, ακόμα και αυτά τα ψιχία παροχών που ακούσαμε στη Θεσσαλονίκη δεν είναι εξαγγελίες αλλά εισηγήσεις προς τους δανειστές.
Σε αυτό το πλαίσιο, κυκλοφορούν σενάρια που θέλουν την κυβέρνηση να επισπεύδει τον χρόνο των εκλογών εάν οι «θεσμοί» επιμείνουν στην περικοπή των συντάξεων. Τα σενάρια αυτά ενισχύονται από τη θέση που διατύπωσε την Πέμπτη 20/9/2018 το ΔΝΤ, με βάση την οποία θεωρεί την περικοπή των συντάξεων διαρθρωτικό και όχι δημοσιονομικό μέτρο. Δηλαδή, οι περικοπές πρέπει να εφαρμοσθούν ανεξαρτήτως του δημοσιονομικού τους αποτελέσματος. Μπροστά στις εκλογές που έρχονται λοιπόν, από τώρα μέχρι τον Μάιο, καλύτερα να αποφύγουμε τη δικομματική φάρσα που προσπαθεί να στηθεί με λεπτές πινελιές σε νεοφιλελεύθερο φόντο.