Π. Νεάρχου: Ακατανόητη η σπουδή για νέες συνομιλίες στο Κυπριακό χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις

Π. Νεάρχου: Ακατανόητη η σπουδή για νέες συνομιλίες στο Κυπριακό χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


O Σεπτέμβριος, κατά τον οποίο συνέρχεται κάθε χρόνο η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, έγινε, κατά τα τελευταία χρόνια, ο συνήθης τόπος για συναντήσεις και συζητήσεις για το Κυπριακό. Στόχος πάντα η αναζήτηση «λύσεως». Ο διπλωματικός όμως ε­γκλωβισμός του Κυπριακού στις λεγόμενες διακοινοτικές συνομιλίες έφθειρε σιγά σιγά την ουσία του ως θέματος εισβολής και κατοχής.

Πολύ χειρότερα ακόμη, η αποδοχή από την Ελληνική πλευρά ως πλαισίου διαπραγματεύσεως της περιβόητης «διζωνικής ομοσπονδίας» με «πολιτική» μάλιστα «ισότητα», προβάλλει διεθνώς την ιδέα δύο «ισοτίμων» μερών και την ψευδή εντύπωση ότι η κατεχόμενη Κύπρος αντιπροσωπεύει, κατά κάποιον τρόπο, την «επικράτεια» των Τουρκοκυπρίων!

Η ζημιά που έχει προκαλέσει στην Ελληνική πλευρά η προσκόλληση σ’ αυτήν την τακτική των διακοινοτικών συνομιλιών είναι καταφανής. Το σχέδιο Ανάν ήταν η επιτομή των αποτελεσμάτων των διαδοχικών διακοινοτικών συνομιλιών. Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μια ευκαιρία για την υιοθέτηση μιας νέας στρατηγικής, η οποία θα βασιζόταν πάνω στα νέα δεδομένα. Εφόσον η κατάληξη των διακοινοτικών συνομιλιών ήταν το απαράδεκτο σχέδιο Ανάν, τι νόημα θα είχε ο επανεγκλωβισμός της Κύπρου στην ίδια διπλωματική διαδικασία, η οποία θα παρήγαγε τα ίδια αποτελέσματα, με δεδομένη την Τουρκική αδιαλλαξία;

Με το ίδιο σκεπτικό, γιατί η Κύπρος, που εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει ως βάση το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, να διαπραγματεύεται έξω από το πλαίσιο του Ευρωπαϊκού κεκτημένου; Εφόσον όλοι οι Ευρωπαϊκοί λαοί των χωρών-μελών βολεύονται με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και το θεωρούν επαρκές για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους, γιατί οι Τουρκοκύπριοι να μην το αποδέχονται; Την απάντηση, βεβαίως, την ξέρουμε. Δεν το αποδέχονται γιατί αυτό που θέλουν δεν είναι το ξήλωμα της κατοχής αλλά η αναγνώριση και η νομιμοποίησή της. Αυτό επιδιώκουν μέσα από τις διακοινοτικές συνομιλίες, για τις οποίες θέτουν κάθε φορά και νέους όρους για την επανάληψή τους. Γιατί όμως προσφέρεται η Ελληνική πλευρά σ’ αυτήν την απάτη και γιατί προβαίνει συνεχώς σε νέες παραχωρήσεις για να διαιωνίζει τις συνομιλίες και να καθιστά δυνατή την επανέναρξή τους από χειρότερη βάση, κάθε φορά που οδηγούνται σε ναυάγιο και διακόπτονται;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό οδηγεί στην πολιτική που υιοθέτησαν οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων της Κύπρου, του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, μετά την Τουρκική εισβολή του 1974. Ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, άτυπος αρχηγός του ΔΗΣΥ και προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά την αναγκαστική απουσία του νομίμου Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γλαύκος Κληρίδης, συντάχθηκε με τη Βρετανική και Αμερικανική άποψη, ότι η Ελληνική πλευρά θα έπρεπε να παρακαθήσει σε συνομιλίες, με βάση τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε.

Είναι νωπή σήμερα η πρόσφατη αποκάλυψη Αμερικανικού εγγράφου για τη στάση του πρώην Αμερικανού ΥΠΕΞ Χένρι Κίσινγκερ. Το έγγραφο, το οποίο αποκαλύπτει συνομιλία του τελευταίου με τον νέο τότε Αμερικανό Πρόεδρο Φορντ, μας πληροφορεί ότι ο Κίσινγκερ δεν είχε κανένα πρόβλημα με την Τουρκική εισβολή και τον έλεγχο του ενός τρίτου της Κύπρου από τους Τούρκους. «Ας καταλάβουν», είπε, «οι Τούρκοι ό,τι θέλουν και μετά θα γίνει διαπραγμάτευση», υπονοώντας ότι η Αμερικανική πλευρά θα ασκήσει πιέσεις για την επιστροφή ορισμένων εδαφών έναντι ανταλλαγμάτων.

Η κυβέρνηση Καραμανλή, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε, το 1974, σαφή αεροναυτική υπεροχή, δεν τόλμησε να αντιδράσει. Συμμορφώθηκε πλήρως με τις υποδείξεις της Αμερικανικής πλευράς και έμεινε αδρανής. Κάτι παρόμοιο επιχειρήθηκε και τον Μάρτιο του 1987 σε σχέση με το Αιγαίο. Η αντίδραση όμως ήταν άλλη. Η Ελληνική πλευρά δεν δίστασε να στείλει σαφές μήνυμα ότι εάν η Αμερικανική πλευρά συντασσόταν με την Τουρκική και επιχειρούσε να εκβιάσει την Ελληνική, η τελευταία δεν θα δίσταζε να εμπλέξει στην κρίση και τον άλλο Συνασπισμό και να προκαλέσει διεθνή κρίση.

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ συμπορεύθηκε, μετά το 1974, με την πολιτική Κληρίδη. Ο τελευταίος διευθέτησε μάλιστα με τους Βρετανούς να ταξιδέψει στο Λονδίνο μέσω των Βρετανικών βάσεων αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ για να συναντηθεί και να συζητήσει με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με την ελπίδα ότι θα έπειθε τον Μακάριο να συμπλεύσει με την πολιτική της διζωνικής ομοσπονδίας.

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ έκανε από τότε σημαία τη διζωνική ομοσπονδία, συνδέοντάς τη με τη λεγόμενη πολιτική προσεγγίσεως με τους Τουρκοκυπρίους! Με τον τρόπο αυτό η ηγεσία του ΑΚΕΛ παρουσιάζει μια πολιτική υποχωρήσεων και συνθηκολογήσεως, για την οποία ασκούνται πιέσεις από τον ξένο παράγοντα, ως δήθεν «προοδευτική» και «διεθνιστική»! Υποστηρίζει μάλιστα, αντιμαχόμενη κάθε λογική, ότι η διζωνική ομοσπονδία θα επανενώσει δήθεν την Κύπρο και θα τερματίσει την Τουρκική κατοχή!

Η Τουρκική πλευρά εκμεταλλεύεται τη θλιβερή αυτή κατάσταση στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου. Δεν αποκρύπτει τους στόχους της. Αντιθέτως, τους διακηρύσσει απροκάλυπτα. Πολύ περισσότερο σήμερα, με τον μεγαλομανή και Ισλαμιστή Πρόεδρό της. Θέλει, κάτω από τον μανδύα της λεγόμενης Διζωνικής, δύο ισότιμα κράτη. Θέλει επίσης «ισότιμο» ρόλο για τους Τουρκοκυπρίους στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου αλλά και λεόντειο μερίδιο της ΑΟΖ για δικό της λογαριασμό. Θέλει, τέλος, μόνιμη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και εγγυήσεις. Με λίγα λόγια, θέλει τον στρατηγικό έλεγχο του αβύθιστου αεροπλανοφόρου «Κύπρος» στην Ανατολική Μεσόγειο.

Καραδοκεί τώρα και απειλεί να προκαλέσει κρίση στην Κυπριακή ΑΟΖ, αν η Κύπρος προχωρήσει τον ενεργειακό της σχεδιασμό. Η Κύπρος έχει τώρα στο πλευρό της Περιφερειακούς συμμάχους και συνεργάζεται με εταιρείες-κολοσσούς, όπως η Αμερικανική Exxon και η Γαλλική Total, που έχουν την υποστήριξη των ισχυρών χωρών τους. Πολύ ιδιαίτερης σημασίας ήταν η Τριμερής Συνάντηση Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ, που πραγματοποιήθηκε στο Τελ Αβίβ, στις 13 Σεπτεμβρίου.

Αυτό όμως που ανησυχεί είναι η σύγχυση και η αντίφαση στην πολιτική της Κύπρου και της Ελλάδος. Τι νόημα έχει η σπουδή για νέες συνομιλίες, σε πλαίσιο μάλιστα Πενταμερούς, όταν η Άγκυρα προβάλλει τις γνωστές αξιώσεις και διεκδικήσεις της; Η πολιτική αυτή αντιμάχεται και υπονομεύει την πολιτική των στρατηγικών συμμαχιών για την ανάσχεση της Τουρκικής επιθετικότητας. Η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση και υπό διαπραγμάτευση, με πρόσχημα μια δήθεν «λύση», που θα άνοιγε τον δρόμο για την πλήρη Τουρκοποίηση του νησιού.


Σχολιάστε εδώ