Δεν είναι πλούσια σε βιταμίνες η διατροφή του ελληνικού πληθυσμού
Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
Νέα στοιχεία για τα χρόνια νοσήματα και τις διατροφικές συνήθειες του ελληνικού πληθυσμού ανακοινώθηκαν σε ημερίδα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα στοιχεία προκύπτουν από την «Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας» που διεξάχθηκε σε δείγμα 4.600 ατόμων (με αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού) από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με επιστημονικό υπεύθυνο τον Αντώνη Ζαμπέλα, καθηγητή Διατροφής του Ανθρώπου.
Η μελέτη διαπιστώνει τη δραματική αύξηση της νοσηρότητας των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, γιατί ο πληθυσμός δεν προσλαμβάνει τροφές πλούσιες σε βιταμίνες.
Αναλυτικότερα, η Δρ Εμμανουέλλα Μαγριπλή (επιστημονική συνεργάτης στο Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών) παρουσίασε στοιχεία πρόσληψης μακροθρεπτικών συστατικών, που καταδεικνύουν ότι ο ελληνικός πληθυσμός έχει διατροφικές συνήθειες που προσδίδουν λίπος, κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνη πάνω από τις συστάσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κορεσμένα λιπαρά πρέπει να μειωθούν κατά 30% στον υγιή γενικό πληθυσμό και κατά περίπου 50% στα άτομα υψηλού κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως οι υπερχοληστερολαιμικοί και οι διαβητικοί ασθενείς. Τρόφιμα που συνεισφέρουν στην υψηλή πρόσληψη είναι τα προϊόντα ζωικής προέλευσης. Αντίθετα, η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων θεωρείται χαμηλή.
Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν ευεργετικές ιδιότητες και καλές πηγές πρόσληψής τους είναι οι ξηροί ανάλατοι καρποί και οι σπόροι, καθώς και τα λιπαρά ψάρια, όπως η σαρδέλα, ο σολομός και το σκουμπρί. Χαρακτηριστικά, η μελέτη έδειξε ότι η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων ήταν περίπου 5% επί της ενέργειας, όταν συστήνεται πρόσληψη 6-10%.
Στη συνέχεια η Aναστασία – Βασιλική Μητσοπούλου (Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου – Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) παρουσίασε τα στοιχεία που αφορούν τις προσλήψεις βιταμινών και ανόργανων στοιχείων. Η μελέτη απέδειξε ότι υπάρχει χαμηλή πρόσληψη των λιποδιαλυτών βιταμινών Α, Ε και Κ, αλλά ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα υπάρχει με τη βιταμίνη D, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ λίγα τρόφιμα που είναι καλές πηγές της.
Στο πλαίσιο της ημερίδας, τον επιπολασμό των χρόνιων νοσημάτων ανέπτυξε ο Δημοσθένης Παναγιωτάκος (αναπληρωτής Πρύτανης του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου). Ο κ. Παναγιωτάκος επισήμανε ότι, ενώ η θνησιμότητα της καρδιαγγειακής νόσου φαίνεται να ακολουθεί πτωτική πορεία τα τελευταία 20 – 30 έτη στην Ελλάδα, η νοσηρότητα και οι συναφείς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου έχουν αύξηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως δραματική.