Ν. Στραβελάκης: Δέκα χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers

Ν. Στραβελάκης: Δέκα χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


O κ. Τσίπρας είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της πολιτικής της κ. Μέρκελ αυτό το διάστημα…

Σαν σήμερα, πριν από δέκα χρόνια (2008), κατέρρευσε η Lehman Brothers, πυροδοτώντας την πρώτη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του νέου αιώνα. Παρότι για τους περισσότερους ήταν ένα σοκ, για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία η κρίση ήταν στην «ώρα της», με την έννοια ότι ήρθε σαράντα περίπου χρόνια μετά την προηγούμενη μεγάλη κρίση, εκείνη του 1970.

Η αλληλουχία περιόδων ευμάρειας και κρίσης είναι ένα εγγενές στοιχείο του συστήματος, ένα φαινόμενο που απλώνεται σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού, με την πρώτη καταγεγραμμένη μεγάλη κρίση να μας πηγαίνει πίσω στα 1815, κοντά στο τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Όμως δεν παύει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η κρίση ήρθε σε μια εποχή που το σύστημα ήταν κυρίαρχο, η Σοβιετική Ένωση είχε καταρρεύσει και όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι η αγορά είναι ο ιδανικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας.

Ήρθε επίσης σε μια εποχή που οι μισθοί ήταν περιορισμένοι, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ βρισκόταν σε συνεχή πτώση από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το διεθνές εμπόριο και η κίνηση κεφαλαίων ήταν σε καθεστώς απόλυτης απελευθέρωσης. Έτσι η κρίση του 2007 – 2008 δεν ήταν απλά μια ήττα του συστήματος στο πεδίο της οικονομίας, ήταν και μια πολιτική και ιδεολογική ήττα, αφού ήρθε σε μια εποχή αποθέωσης των νεοφιλελεύθερων ιδεών και πολιτικών.

Στην Ελλάδα η κρίση έφερε τα πάνω κάτω. Αιτία ήταν η αποβιομηχάνιση της οικονομίας, που προηγήθηκε της κρίσης, οι περιορισμένες επενδύσεις και η χρηματοδότηση τόσο της μεγέθυνσης όσο και του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όλα τα παραπάνω ήταν ένδειξη της αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού και της ανταγωνιστικής του ήττας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έτσι, με το ξέσπασμα της κρίσης το ΑΕΠ κατέρρευσε, η χώρα έχασε το αξιόχρεο και ακολούθησαν τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα περιβόητα Μνημόνια. Τα Μνημόνια ήταν προγράμματα περιορισμού των μισθών και μαζικών ιδιωτικοποιήσεων με σκοπό την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Στη φιλοσοφία τους δεν διέφεραν από τα μέτρα που εφαρμόσθηκαν στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Όμως στην Ελλάδα οι περικοπές εφαρμόσθηκαν με πιο πιεστικό και επιτακτικό τρόπο από ότι στις υπόλοιπες χώρες. Παρά το γεγονός ότι εφαρμόσθηκαν από τέσσερις διαφορετικής κυβερνήσεις τα Μνημόνια απέτυχαν να αποκαταστήσουν την καπιταλιστική συσσώρευση.

Σήμερα, μετά το τέλος του χρηματοδοτικού σκέλους του τρίτου ελληνικού Μνημονίου, γίνεται κάθε μέρα και πιο ξεκάθαρο ότι η αποκατάσταση της μεγέθυνσης έχει παραδοθεί σε ένα πρόγραμμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και αναμονής ξένων επενδύσεων, όπως λέει και το δελτίο του ΣΕΒ της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, με παράλληλη καθήλωση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων. Είναι ένα πρόγραμμα λιτότητας διαρκείας, που πρέπει να περιμένει το τέλος της παγκόσμιας κρίσης για να αποκατασταθούν κάποιοι αξιόλογοι ρυθμοί μεγέθυνσης.

Όμως η παγκόσμια κρίση μοιάζει να οξύνεται εκ νέου, ιδιαίτερα στη Βραζιλία και την Τουρκία, καθώς και στις υπόλοιπες αναδυόμενες οικονομίες. Συγχρόνως, τα επιτόκια στις αγορές ομολόγων πιέζονται ανοδικά και αναμένεται να πιεστούν κι άλλο με το τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Η Ελλάδα στην πράξη δεν μπορεί δανειστεί σε αυτά τα επίπεδα επιτοκίων και εξαρτάται ολοσχερώς από το «μαξιλάρι» των εταίρων, που πηγαίνει πακέτο με τους σκληρούς όρους μνημονιακής εποπτείας. Το αποτέλεσμα είναι το σύνολο του πολιτικού συστήματος να βρίσκεται σε κρίση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να απαντήσει στην κρίση πηγαίνοντας δεξιά και η ΝΔ δεξιότερα. Από τη σκοπιά της Αριστεράς αυτή είναι ίσως η πιο καταστροφική συνέπεια της παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αφού δικαιώνει τη θέση του βασικού πολιτικού της αντιπάλου, του νεοφιλελευθερισμού, και μάλιστα στο πλαίσιο μιας συστημικής κρίσης που πυροδοτήθηκε εν μέσω νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Όπως η κ. Θάτσερ είχε υπερηφανευτεί κάποτε ότι η μεγαλύτερη επιτυχία της πολιτικής της ήταν ο κ. Μπλερ, έτσι και η κ. Μέρκελ θα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι η μεγαλύτερη επιτυχία της πολιτικής της είναι ο κ. Τσίπρας. Ο λαός δεν συμμερίζεται βέβαια την ικανοποίηση.


Σχολιάστε εδώ