Μητσοτάκης: Η Ελλάδα θα πάει μπροστά με τους πιο άξιους και με ισχυρή κυβέρνηση
Σε εκδήλωση του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε: «Μπορούμε να πάμε την Ελλάδα μπροστά, το λέμε και θα το κάνουμε».
Ο πρόεδρος της ΝΔ είπε επίσης πως η Νέα Δημοκρατία έχει καταρτίσει πρόγραμμα που δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά ενεργοποιεί συνειδήσεις, και εξέφρασε την βεβαιότητα ότι η ΝΔ θα σχηματίσει μία νέα ισχυρή κυβέρνηση όλων των Ελλήνων με επικεφαλής τους πιο άξιους.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Αγαπητέ Ryan, κυρίες και κύριοι,
Με μεγάλη χαρά προλογίζω τη σημερινή εκδήλωση που συνδιοργανώνεται από την Έδρα Ελληνικών Σπουδών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης του Πανεπιστημίου Stanford και το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Είναι η δεύτερη ετήσια διάλεξη στη μνήμη του πατέρα μας και με χαρά διαπιστώνω πως ο θεσμός αυτός αρχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό αυτοτελές γεγονός. Και είναι πραγματικά μεγάλη τιμή να είναι σήμερα μαζί μας ο διακεκριμένος καθηγητής Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Tορόντο, κ.Ryan Balot.
Το αντικείμενο της διάλεξής του είναι: «Το θάρρος ως δημοκρατική αρετή. Ένα αρχαίο Ελληνικό ιδεώδες και η σύγχρονη προοπτική του». Είναι μια θεματική που αρμόζει στη μνήμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και πιστεύω πως φωτίζει εύστοχα τη δημόσια παρακαταθήκη του.
Φίλοι και αντίπαλοι αναγνωρίζουν πλέον ότι το θάρρος ήταν ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής του προσωπικότητας. Θυμάμαι και εγώ, φαντάζομαι και οι αδελφές μου, από μικρό παιδί τον πατέρα μας να μας λέει πως ο φόβος ήταν γι’ αυτόν μια άγνωστη λέξη. Ίσως γιατί βρέθηκε όχι μόνον φυλακισμένος στα εικοσιπέντε του, αλλά και καταδικασμένος σε θάνατο, στα χρόνια της Κατοχής στην Κρήτη. Δεν είμαι σίγουρος τι πραγματικά ένιωθε τότε στο βάθος της ψυχής του. Μας έλεγε πάντα την ιστορία πως την αυγή σηκωνόταν και ντυνόταν περιμένοντας μήπως και έρθουν να τον πάρουν για το εκτελεστικό απόσπασμα. Κάποιες φορές ήταν η σειρά ενός από τους συγκρατούμενούς του. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς από το προαύλιο ήξερε πως είχε τουλάχιστον μια μέρα ζωής ακόμα. Μετά με την συνηθισμένη ψυχραιμία του έβγαζε τα ρούχα του και έπεφτε πάλι στο κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Εμπειρίες σαν αυτές κάποιους ανθρώπους τους συνθλίβουν. Κάποιους άλλους, όμως, τους ατσαλώνουν. Στην περίπτωση του πατέρα μας συνέβη το δεύτερο, καθώς η δύναμη να μη το βάζει ποτέ κάτω και το θάρρος του να αντιμετωπίζει κατάματα τις δυσκολίες της ζωής, τον συνόδεψαν και σε όλη την πολιτική του διαδρομή.
Διότι πράγματι απαιτούσε θάρρος να υποστηρίζεις στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου την ενωμένη Αντίσταση εναντίον του κατακτητή, αλλά και τη συναδέλφωση των Ελλήνων. Ήθελε σίγουρα θάρρος, κατά τα ταραγμένα προδικτατορικά χρόνια, να μένεις σταθερός στον κοινοβουλευτισμό και τις απόψεις σου, ενώ αυτές βάλλονταν συχνά από παντού. Όπως και να σηκώνεσαι σε μια ιστορική ομιλία, σε μια Βουλή που τότε έβραζε, τον Αύγουστο το 1965, και να εξηγείς με ψυχραιμία και νηφαλιότητα τις επιλογές σου. Ήθελε θάρρος να φεύγεις με ένα σκάφος έξι μέτρων, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο με μελτέμι, να διασχίσεις το Αιγαίο για να ξεκινήσεις έτσι τον αγώνα σου απέναντι στη Χούντα. Ήθελε επίσης θάρρος να λες πάντα την άποψή σου παραμερίζοντας το εφήμερο πολιτικό κόστος. Να είσαι η φωνή της λογικής στα εθνικά θέματα. Να προειδοποιείς για τα επερχόμενα δεινά στην οικονομία και να το κάνεις κυρίως τα χρόνια της μεγάλης ψευδαίσθησης, τα χρόνια της παράλογης ευφορίας και της μέθης. Και ήθελε μεγάλη ψυχική γενναιότητα, τη στιγμή ενός ανείπωτου πόνου και μιας μεγάλης οικογενειακής τραγωδίας, να σηκωθείς και να μιλήσεις στη Βουλή για την ανάγκη να σταθούν όλοι όρθιοι και ενωμένοι για να διαφυλάξουν τους θεσμούς και το Πολίτευμα. Να ζητάς περισσότερη Δημοκρατία την ώρα που θρηνούσες τον Παύλο Μπακογιάννη, χτυπημένο από τις σφαίρες της τρομοκρατίας.
Η αποθέωση του δημόσιου θάρρους εκδηλώνεται, ωστόσο, εμφατικά σε στιγμές κομματικής υπέρβασης. Και σε μία τέτοια ιστορική στιγμή υπήρξε και ο Ιούνιος του 1989. Τότε, που ο φιλελεύθερος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κάλεσε στο ίδιο μετερίζι της Ελλάδας, τους ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο, στηρίζοντας από κοινού μία κυβέρνηση συνεργασίας. Πέτυχε, έτσι, στο μέγιστο βαθμό την εθνική συμφιλίωση. Ήταν ένα ζητούμενο για 45 χρόνια. Ναι πρέπει να το θυμηθούμε! Στην Ελλάδα, οι διαχωριστικές γραμμές του μίσους και του ιδεολογικού διχασμού γκρεμίστηκαν νωρίτερα από το τείχος που χώριζε τα δύο αντίπαλα συστήματα του πλανήτη. Και αυτό αποτελεί μία πολύτιμη παρακαταθήκη για το σήμερα, που απαιτεί όσο ποτέ, θάρρος και αλήθεια. Είναι αυτή η παρακαταθήκη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που τιμούμε με τη σημερινή εκδήλωση.
Κυρίες και κύριοι,
«Αν έχεις το θάρρος να λες την αλήθεια, δεν θα κάνεις ποτέ λάθος», δίδασκε -ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.- ο Σοφοκλής. Έτσι, απέδωσε στο θάρρος μια διάσταση ηθική, την ώρα που το συνέδεε με το ρεαλισμό. Ταυτόχρονα, αναγορεύοντας το θάρρος ως εργαλείο αποφυγής σφαλμάτων, το ανέδειξε και ως διακριτή πολιτική αρετή. Γιατί, πράγματι, θαρραλέος δεν είναι μόνον ο σωματικά ανδρείος και ο τολμηρός στις μάχες. Αυτό ήταν το ομηρικό πρότυπο. Θαρραλέος είναι και αυτός που αταλάντευτα υπηρετεί το σωστό, ακόμη και όταν οι γύρω συνθήκες είναι εντελώς αντίξοες. Ακριβώς όπως το διατύπωσε, 2.500 χρόνια μετά, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Ο φόβος είναι αντίδραση, ενώ το θάρρος απόφαση!».
Απόψε, με τρόπο γόνιμο, ο καθηγητής Balot θα φωτίσει μία παρακαταθήκη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας που παραμένει ενεργή τον 21ο αιώνα. Μας καλεί να αντιμετωπίσουμε το θάρρος «ως χώρο του ορθολογικού προβληματισμού, όπου αντισταθμίζονται οι πολλές πιέσεις για γρήγορες και απλές αποφάσεις». Νομίζω ότι εδώ βρισκόμαστε στον πυρήνα της πολιτικής: Στην άμυνα εκείνου που αποφασίζει, μένοντας σταθερός απέναντι στις επιρροές των επιμέρους μειοψηφιών. Στο πρόταγμα της καθαρής λογικής ως πυξίδας του κοινού συμφέροντος. Στην προσήλωση στη μακροπρόθεσμη οπτική έναντι του κοντόφθαλμου καιροσκοπισμού.
Ο καθηγητής Balot θα μας μιλήσει για το θάρρος του ανωνύμου Αθηναίου πολίτη του 5ου αιώνα π.Χ. Το θάρρος να συμμετέχει στα κοινά, να παίρνει το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και να υπερασπίζεται τη γνώμη του με πάθος. Το θάρρος να εμπιστεύεται τους θεσμούς της πόλης του. Όπως έκανε ο Δημοσθένης όταν οδήγησε τον Μειδία στα δικαστήρια γιατί αυτός χρησιμοποιούσε το χρήμα και την ισχύ του για να φιμώσει συμπολίτες του και να τους εμποδίσει να συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο.
Και είναι ακριβώς αυτό το θάρρος της συμμετοχής στη διαμόρφωση της συλλογικής μοίρας που ορίζει τελικά την πεμπτουσία της Δημοκρατίας. Και μόνο μέσα από τη συμμετοχή, μέσα από τον διάλογο, μέσα από την ορθολογική ανταλλαγή απόψεων μπορεί να προκύψει μια κοινή συνισταμένη για το μέλλον. Πόσο επίκαιρα άραγε είναι όλα αυτά σε μια κοινωνία πληγωμένη και θυμωμένη; Μια κοινωνία που συχνά ζει σήμερα την αποχή ως έκφραση του πολιτικού αδιεξόδου, ενώ όλοι ξέρουμε πως η συμμετοχή είναι τελικά μονόδρομος για την έξοδο από μια τέτοια παγίδευση.
Κυρίες και κύριοι,
Η τρέχουσα συγκυρία μας υποβάλλει σε μία διπλή άσκηση πολιτικού θάρρους: Από τη μια, οφείλουμε να κάνουμε μια ειλικρινή αποτίμηση και αποτύπωση ενός οδυνηρού κύκλου που κλείνει δραματικά. Και από την άλλη καλούμαστε να κάνουμε την τολμηρή επιλογή μιας νέας πορείας που ανοίγεται μπροστά μας. Είναι μια πρόκληση που ο κάθε πολίτης αντιμετωπίζει ξεχωριστά. Πρωτίστως, όμως, είναι μια πρόκληση που απευθύνεται στο πολιτικό προσωπικό της χώρας μας. Όλους εμάς, που οφείλουμε να βγάλουμε το θυμικό από τις πολιτικές συμπεριφορές και στη θέση του θυμικού να προτάξουμε τη λογική. Από το σύνθημα να επιστρέψουμε στο επιχείρημα. Και από την υπόσχεση να περάσουμε στην πράξη.
Και η Ελλάδα πρέπει με θάρρος να κοιτάξει πίσω της, να αναγνωρίσει τα θεμελιώδη κεκτημένα της Μεταπολίτευσης: Την εδραίωση της Δημοκρατίας, την είσοδο στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, τον, έστω και μερικό, εκσυγχρονισμό των δομών. Με το ίδιο θάρρος, όμως, είναι ανάγκη να αντιληφθεί η Ελλάδα και τις ευκαιρίες που έχασε στην Οικονομία, την Παιδεία, την Κοινωνική Ασφάλιση, την ανασυγκρότηση του Κράτους. Και να αναλογιστούμε, όλοι μαζί, τις ευθύνες των πολιτικών, αλλά και των κοινωνικών ομάδων που λειτούργησαν ως μοχλός ανασταλτικής πίεσης. Το κάνουμε αυτό, όχι για να «τιμωρήσουμε» και, μάλιστα, ετεροχρονισμένα, αλλά για να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα που αφορούν το μέλλον.
Από την πλευρά του, το πολιτικό σύστημα δεν έχει άλλον δρόμο από τον θαρραλέο επαναπροσδιορισμό του. Οφείλει να εντοπίσει τους λόγους για τους οποίους αυτοπεριορίστηκε σε παλαιές πρακτικές και δείλιασε μπροστά στην ανανέωση. Να αναρωτηθεί, επιτέλους, γιατί απέναντι στην κρίση, μόνο εμείς οι Έλληνες -σε αντίθεση με τους Πορτογάλους ή τους Ιρλανδούς- υποκύψαμε τόσο εύκολα στις σειρήνες της δημαγωγίας. Και πώς ένας λαός δοκιμασμένος από καταστροφές και διχασμούς, παραπλανήθηκε, έστω πρόσκαιρα, από ένα κομματικό μόρφωμα, το οποίο ενσάρκωσε τις χειρότερες πλευρές του χθες. Και πρέπει όλα αυτά να τα κάνουμε, όχι ασφαλώς για να καταλήξουμε σε μια άκριτη απόρριψη της πολιτικής, αλλά για να υπηρετήσουμε από κοινού την αναβάθμιση της δημόσιας ζωής.
Πιστεύω ότι το κόμμα μας, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε σωστό δρόμο για να κερδίσει αυτή τη μάχη απέναντι σε μια ποιοτική «πρόκληση θάρρους». Μακριά από συμπλέγματα, έχει αναγνωρίσει το δικό της μερίδιο στα προβλήματα του παρελθόντος. Δεν έκρυψε ούτε τα λάθη της, ούτε τις παραλείψεις της ούτε τις κακές της στιγμές. Όλα αυτά, όμως, τα μετουσιώνει σε υπερβάσεις, που αποτυπώνονται στις θέσεις, τη συμπεριφορά της, το πρόγραμμά της. Ένα πρόγραμμα που δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά ενεργοποιεί συνειδήσεις. Που δεν στοχεύει μόνο στην καρδιά, αλλά και την σκέψη. Και που δεν ενεργοποιεί, μόνο την ελπίδα, αλλά τα μυαλά και τα χέρια όλων των πολιτών.
Σε έναν μήνα ακριβώς από σήμερα, στις 18 Οκτωβρίου, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τον έχω συχνά στο μυαλό μου, όπως είμαι σίγουρος ότι τον έχετε και εσείς. Διότι σχεδόν καθημερινά συνειδητοποιώ ότι αν κάτι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα είναι η πίστη ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Δηλαδή το θάρρος. Χρειάζεται θάρρος να απαντάς σε υποσχέσεις και ψέματα, όχι με άλλα ψέματα, αλλά με συγκεκριμένο σχέδιο και με αλήθειες. Να προτείνεις ανάπτυξη και ατομική πρωτοβουλία σε ένα Κράτος αγκυλωμένο από τη γραφειοκρατία. Να μιλάς για αξιολόγηση αντί για κομματικά ρουσφέτια, να μιλάς για αριστεία αντί για βόλεμα. Και να καλείς σε μία μεγάλη συμπόρευση προόδου όχι μόνο τους δικούς σου πολιτικούς υποστηρικτές, αλλά κάθε δημοκρατική δύναμη εκσυγχρονισμού. Και τελικά, όλους τους πολίτες.
Όλα αυτά είναι θάρρος. Θάρρος που είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα φέρει ένα φωτεινό αποτέλεσμα: Μία νέα ισχυρή κυβέρνηση όλων των Ελλήνων με επικεφαλής τους πιο άξιους. Για να πάμε, επιτέλους, την Ελλάδα μπροστά. Μπορούμε.