Π. Νεάρχου: Η κατευναστική πολιτική απέναντι στην Άγκυρα δεν αντισταθμίζει το διευρυνόμενο χάσμα ισχύος

Π. Νεάρχου: Η κατευναστική πολιτική απέναντι στην Άγκυρα δεν αντισταθμίζει το διευρυνόμενο χάσμα ισχύος


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Τα εγκαίνια του νέου, ιστορικού κτιρίου, στο οποίο μετεγκαταστάθηκε το Ελληνικό Προξενείο στη Σμύρνη, έδωσαν την ευκαιρία για μια νέα εκδήλωση κατευναστικής πολιτικής απέναντι στην Άγκυρα. Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς επανέλαβε, για μία ακόμη φορά, την υποστήριξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, υποστηρίζοντας ότι αυτό αποτελεί στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδος.

Πρόκειται για τις γνωστές θεωρίες Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου, οι οποίοι κατέστησαν Ελληνική εξωτερική πολιτική τις Αμερικανικές υποδείξεις. Ο χρόνος που μεσολάβησε από τότε έχει δείξει στην πράξη τι σημαίνουν όλ’ αυτά και πόσο οι Ελληνικές στρατηγικές υποχωρήσεις στο θέμα των σχέσεων Ευρώπης και Τουρκίας επηρέασαν προς το καλύτερο την Τουρκική πολιτική και τις Τουρκικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδος.

Η Τουρκική πλευρά, αφού εισέπραξε την άρση από την Ελληνική πλευρά των αυτονόητων όρων που έθετε η τελευταία για την υποστήριξη της Τουρκικής Ευρωπαϊκής προοπτικής, όχι μόνο δεν απέσυρε τις αυθαίρετες Τουρκικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις, αλλά, αντιθέτως, προέβαλε από τότε και νέες και γενικά κλιμάκωσε περαιτέρω την πολιτική των πιέσεων και απειλών κατά της Ελλάδος και της Κύπρου.

Η νέα Τουρκική πολιτική Ερντογάν, προφανώς, δεν κόπτεται για ένταξη σε μια προβληματική Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα επέβαλλε στην Τουρκία πολιτικές που δεν συμβιβάζονται με τις Τουρκικές φιλοδοξίες για ανάδειξη της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη, με υπόβαθρο το Ισλάμ.

Ο ίδιος ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν επεσήμανε, σε δηλώσεις του, ότι η Τουρκία του Ερντογάν προωθεί ένα Πανισλαμικό σχέδιο, που είναι ασυμβίβαστο με οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή προοπτική και τις Ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Για τον λόγο αυτό συστήνει ο ίδιος «έξοδο από την υποκρισία» και συζήτηση με την Τουρκία μιας ειδικής σχέσεως με την Ευρώπη και όχι πλήρους εντάξεως. Τα ίδια περίπου συμμερίζεται, με λιγότερο κατηγορηματικό τρόπο, και η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ.

Η τελευταία, ανεξάρτητα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, α­ντιμετωπίζει την Άγκυρα μέσα από το πρίσμα των ιστορικών Γερμανο-Τουρκικών σχέσεων. Αποδίδει μεγάλη σημασία στις Γερμανο-Τουρκικές οικονομικές σχέσεις αλλά και στο γεωπολιτικό βάρος της Άγκυρας, που κατέχει μια εξαιρετική στρατηγική θέση στα σύνορα της Ρωσίας, στην επικοινωνία της Ανατολικής Μεσογείου με τον Εύξεινο Πόντο και στις ισορροπίες της Μέσης Ανατολής. Ειδικότερα στη σημερινή συ­γκυρία, η Γερμανίδα Καγκελάριος, που συμμαχεί με το βαθύ Αμερικανικό κράτος κατά του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ και προεξάρχει στην υποστήριξη της πολιτικής της παγκοσμιοποιήσεως, σπεύδει να δώσει χείρα βοηθείας στον πιεζόμενο Τούρκο Πρόεδρο, τόσο σε διμερή όσο και σε πολυμερή Ευρωπαϊκή βάση.

Η Άγκυρα αρπάζει την ευκαιρία για να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη τα αιτήματά της για αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως Τουρκίας – Ευρώπης και για την κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους υπηκόους. Επιπροσθέτως, ζητά βεβαίως και οικονομική υποστήριξη για την αντιμετώπιση της κρίσεως, που οδήγησε στη θεαματική πτώση της Τουρκικής λίρας.

Έχουν μετρήσει οι Έλληνες ιθύνοντες τι θα σήμαινε για την Ελληνική πλευρά η ικανοποίηση των Τουρκικών αιτημάτων για την τελωνειακή αναβάθμιση και για την κατάργηση της βίζας; Η τελωνειακή αναβάθμιση θα διπλασίαζε τις ανταλλαγές μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας από τα 150 δισ. ευρώ στα 300 δισ. ευρώ ετησίως. Τι θα σήμαινε αυτό για την Ελληνική οικονομία, που είναι άμεσα εκτεθειμένη στον Τουρκικό ανταγωνισμό σε ομοειδή προϊόντα;

Το θέμα δεν είναι άλλωστε μόνο οικονομικό. Η άρση της βίζας θα καθιστούσε ανεξέλεγκτη την είσοδο και γιατί όχι την εγκατάσταση Τούρκων υπηκόων σε Ελληνικό έδαφος. Ο περιορισμός των 90 ημερών παρακάμπτεται εύκολα με προσωρινή έξοδο και νέα είσοδο. Στο υπάρχον πρόβλημα της ανεξέλεγκτης ροής λαθρομεταναστών θα προστίθετο και ένα νέο πρόβλημα, που θα επιδείνωνε τον έλεγχο και την κατάσταση της εθνικής ασφάλειας της χώρας.

Η Τουρκία προέβαλε τα δύο αυτά αιτήματα στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως προς την Ευρώπη. Εκτός από τα δισ. ευρώ, τα οποία διεκδίκησε σε ρευστό, έθεσε και θέμα θεσμικών παραχωρήσεων από την Ευρώπη. Η Ελλάδα, πρωταγωνιστώντας παραδόξως στην πολιτική των ανοικτών συνόρων, ενάντια σε κάθε λογική και στο καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον, εξυπηρέτησε εξ αντικειμένου τις Τουρκικές επιδιώξεις.

Η Τουρκία περιόρισε τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη, ώστε να εμφανίζεται ότι συμμορφώνεται προς τους όρους της συμφωνίας. Συνεχίζει όμως, χωρίς να δημιουργείται μεγάλος θόρυβος, τις χαμηλής εντάσεως ροές λαθρομεταναστών προς τα Ελληνικά νησιά, που είναι επαρκείς για την προώθηση των στόχων της στο Αιγαίο, τη δημογραφική, δηλαδή, αλλοίωση στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τη δημιουργία Μουσουλμανικών προγεφυρωμάτων σ’ αυτά και στην Ελλάδα γενικότερα.

Η κατευναστική πολιτική εκ μέρους των Αθηνών υπολαμβάνεται από την Άγκυρα ως πολιτική αδυναμίας. Η Τουρκική υπεροψία είναι έκδηλη στις προκλήσεις, ακόμη και κατά τα εγκαίνια της νέας έδρας του Ελληνικού Προξενείου στη Σμύρνη, αλλά και με τη δημιουργία νέων, συνεχώς, πεδίων αμφισβητήσεως και αντιπαραθέσεως. Το τελευταίο είναι η συστηματική εισβολή Τούρκων ψαράδων ακόμη και στα Ελληνικά χωρικά ύδατα, στο Ανατολικό και στο Βόρειο Αιγαίο. Προφανής στόχος η απώθηση των Ελλήνων ψαράδων από το Ανατολικό και το Βόρειο Αιγαίο και η de facto δημιουργία ενός νέου status quo στο Αιγαίο.

Από πού απορρέει η Τουρκική υπεροψία; Προφανώς από το διευρυνόμενο χάσμα ισχύος μεταξύ των δύο χωρών, λόγω της επ’ αόριστον αναστολής των αναγκαίων εξοπλισμών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί γιατί εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους εθνικής ασφάλειας. Η πολιτική του κατευνασμού δεν αναπληρώνει την ανάγκη στρατηγικών ισορροπιών και πραγματικών δυνατοτήτων αποτροπής.

Η γεωπολιτική κατάσταση στην περιοχή είναι ρευστή και ανησυχητική, με κύριες εστίες στη Συρία, την Ουκρανία, την ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου και τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα, όσο μεγάλο και αν είναι το πρόβλημα της κατεστραμμένης οικονομίας της, πρέπει να επισπεύσει την ενίσχυση της άμυνάς της, γιατί αντιμετωπίζει, δυστυχώς, και εθνική απειλή από την καραδοκούσα γειτονική χώρα, που ενισχύει συνεχώς το επιθετικό της οπλοστάσιο.


Σχολιάστε εδώ