Η μεγάλη απόδραση
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Ο Πειραιάς, εκτός από επίνειον της Αθήνας, ήταν μια πόλη με τη δική της εκλεκτή κοινωνία. Σαν όλες τις πόλεις, διέθετε μια πληθώρα τοπικές τοποθεσίες, που το τοπωνύμιόν τους προήρχετο από την ιδιότητα του χώρου. Έτσι και ο Πειραιάς είχε τα Βούρλα, μια τοποθεσία δύο βήματα από το κέντρο, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, που αποτελούσε φερώνυμο οικισμό. Τα Βούρλα ήσαν χώρος άκτιστος και ερημικός και το μόνο που φύτρωνε στα γλοιώδη εδάφη τους ήταν βούρλα και μόνον βούρλα.
Με την πάροδο του χρόνου αποκτήσανε πληθυσμιακή συμφόρηση, καθώς δημιουργήθηκε προσφυγικός συνοικισμός στα άξενα εδάφη του, που οφειλόταν στη Μικρασιατική Καταστροφή, και σιγά σιγά τα Βούρλα έγιναν όπως το εργοστάσιο επεξεργασίας υάλου «Γιούλα» και το «λουλάκι Ντεστρέ». επιχειρηματικό κέντρο. Επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν, μέχρι που στον κεντρικό δρόμο, που οδηγούσε στο πειραιώτικο νεκροταφείο της Αναστάσεως, άνοιξαν βενζινάδικο οι αδελφοί Φραγκάτου.
Φυλακές Βούρλων ουδέποτε κτίστηκαν. Στον παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι Ιταλοί «κατέλαβαν» την Ελλάδα, επιτάξανε το τεράστιο κτίριο που η Πολιτεία είχε κτίσει για να στεγάσει τις απαραίτητες γυναίκες για την ψυχαγωγία των ναυτικών και το μετατρέψανε σε φυλακές. Όταν η Κατοχή τελείωσε, το κράτος ξαναπήρε την κυριότητα των Βούρλων, όμως διατήρησε τη χρήση τους ως φυλακές και το υπουργείο Δικαιοσύνης στέγασε «ποινικούς» φυλακισμένους, ενώ ένα τμήμα του αφιέρωσε στη φυλάκιση των κομμουνιστών, που τότε ήταν πολύ της μόδας.
Οι κομμουνιστές δεν ανέχονταν τη φυλάκιση και άρχισαν να μελετούνε την απόδραση, κάτι που δεν ενέκρινε η παράνομη ηγεσία του ΚΚ στην Ελλάδα, που της έπεφτε λόγος και για τον τρόπο ζωής των μελών του κόμματος. Τα σχέδια ήσαν άψογα, καθώς οι φυλακές γειτόνευαν με την κεντρική οδό Κανελλοπούλου. Όπως λένε δε οι «ειδήμονες», οι Αμερικανοί εμπνεύστηκαν την ταινία «Η μεγάλη απόδραση» από την απόδραση των Βούρλων.
Κυριακή απόγευμα, καλοκαιράκι του 1957. Τριάντα επτά κομμουνιστές, καταδικασμένοι σε πολυετείς φυλακίσεις, φορώντας πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, περνούν από τον διάδρομο που έχουν διανοίξει και βρίσκονται στην αυλή του εργοστασίου Ντεστρέ, δηλαδή στην ελευθερία τους. Ένα κοριτσάκι, κόρη του φύλακα, που παίζει στην έρημη αυλή, βλέπει ξαφνικά τόσο κόσμο και βάζει τις φωνές, όμως κανένας δεν της δίνει σημασία και οι δραπέτες επιβιβάζονται στα λεωφορεία που περνούν και φεύγουνε σαν κύριοι…
Μεγάλο σάλο δημιουργεί η απόδραση. Οι πολιτικοί λένε τα δικά τους. Οι εφημερίδες καυτηριάζουν με πύρινα άρθρα την ελευθερία που έδωσε το κράτος στους πολίτες. Και το κράτος ξαμολά 30 χιλιάδες αστυνομικούς για να συλλάβουν τους φυγάδες. Και η σπάταλη Πολιτεία τους επικηρύσσει με 30.000 το κεφάλι. Με την πάροδο του χρόνου πολλοί δραπέτες συνελήφθησαν. Όμως έμειναν ασύλληπτοι καμιά τριανταριά, να χαίρονται στα πέτρινα χρόνια την ελευθερία τους.