Μια ανάσα αισιοδοξίας χρειαζόμαστε…
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Τίποτα πια δεν είναι δεδομένο
Αρχές Σεπτέμβρη. Οι μέρες μίκρυναν πια και οι τελευταίοι παραθεριστές γύρισαν από τα νησιά, χορτασμένοι τουλάχιστον από ήλιο και από καθάρια θάλασσα. Μια έννοια απασχολεί τους πάντες: Πώς θα είναι το επόμενο καλοκαίρι, καλύτερο, χειρότερο ή θα έχουμε να μετράμε πάλι τα κουκιά ευρώ το ευρώ;
Η Έκθεση της Θεσσαλονίκης είναι ένας σταθμός που ίσως μπορέσει να ξεδιαλύνει τι θα συμβεί με τις συντάξεις, τον ΕΝΦΙΑ, τις αντικειμενικές αξίες, που σε μένα την άσχετη φαίνεται περίεργο που ανεβαίνουν στις φτωχές συνοικίες και αλλού παραμένουν σταθερές. Θα ήθελα να ήξερα σε τι θα ωφελήσει αυτό; Και έπειτα, όλες αυτές οι εκκρεμότητες με τους γύρω μας πώς θα εκτονωθούν; Θα μπορέσει ένα κράτος που οκτώ ολόκληρα χρόνια προσπαθεί να συνεχίζει να υπάρχει, να αντιμετωπίσει χειρότερες καταστάσεις; Δώστε μας λοιπόν απαντήσεις καθαρές, αληθινές και θα δείτε πως θα εκτιμηθούν.
Είναι πολύ θλιβερό, κάθε φορά που ελπίζουμε να απογοητευόμαστε από την ψεύτικη αλήθεια, μοιρασμένη αφειδώς σαν να πρόκειται για πανηγυριώτικο κατόρθωμα. Πάνω απ’ όλα δώστε την υπόσχεση να εκλείψει αυτή η εγκληματικότητα, που θερίζει και αναγκάζει εμάς, τους κατοίκους αυτής της πόλης, να φοβόμαστε αυτά τα λεφούσια των αλλοδαπών που ανεξέλεγκτα καταφθάνουν στις παραλίες και περιμένουν (αλήθεια, τι;).
Φεύγουν τα παιδιά μας, που όλοι μεγαλώσαμε με αγάπη, ως το πιο πολύτιμο απόκτημά μας, λόγω της εγκληματικότητας, που γι’ αυτούς τους ανθρώπους αποτελεί τρόπο ζωής. Κάποτε, στην πλατεία Βικτωρίας μαζευόμασταν στα καφέ, μέσα στα λουλούδια, φίλοι και μέχρι αργά καλαμπουρίζαμε τα καλοκαίρια για πράγματα ασήμαντα που ωστόσο γέμιζαν τις νύχτες μας και αυτό μας ικανοποιούσε.
Πριν από μερικές μέρες, πηγαίνοντας στο γραφείο ενός φίλου, είδα εκεί ρούχα απλωμένα στα δένδρα και στα παγκάκια. Χωρίς να το θέλω, αναρωτήθηκα πού τα πλένουν. «Στο σιντριβάνι», μου είπε ο φίλος μου. Ήμαρτον, αν είναι δυνατόν. Όσο για το μπάνιο, ζεσταίνουν νερό και φτιάχνουν μια καμπίνα από σεντόνια. Τώρα το καλοκαίρι ούτε το ζέσταμα του νερού χρειαζόταν, το σιντριβάνι να είναι καλά.
Εικόνα βέβαια κεντρικής πλατείας δεν θα μπορούσε να είναι αυτή. Και ο καιρός περνά χωρίς καμιά αλλαγή και όταν σε πνίγουν τα χρέη, στην προσπάθεια να πληρώσεις τις υποχρεώσεις σου, που τρέχουν ασταμάτητα, αυτές οι εικόνες είναι αποκαρδιωτικές, απογοητευτικές, όλα νομίζεις πως σε κυνηγούν, τα χρέη, το σπίτι, τα παιδιά, το ρεύμα, τα κοινόχρηστα, το ενοίκιο.
Αγωνιάς για να πάρεις μια ανάσα και τότε βλέπεις πόσο λάθος είναι να θεωρεί κανείς δεδομένη την τύχη, που σε κάποια στάδια της ζωής μπορεί να σου έδωσε φτερά. Τίποτε δεν υπάρχει δεδομένο και σίγουρο. Όλα μπορεί να αλλάξουν ξαφνικά και η ίδια σου η ζωή μπορεί να γίνει ένας σωρός καμένης σάρκας, δίπλα σε ένα σπίτι καμένο, με τα παράθυρά του, κρεμασμένα, να προσπαθούν να σταθούν στο λιγοστό αεράκι. Να χαθείς μέσα σε έναν πύρινο κλοιό με τεράστιες φλόγες. Και ξαφνικά να πάψεις να υπάρχεις, να ονειρεύεσαι, να αγαπάς μια οικογένεια, τη δική σου, που παύει να υπάρχει, σαν να μη ζούσε ποτέ.
Ονόματα, χαμόγελα, νιάτα, γεράματα τα παίρνει ο μανιασμένος αέρας της φωτιάς και τελειώνει μια ολόκληρη πλαγιά, τρώγοντας αδηφάγα βλάστηση και ανθρώπους. Ούτε ένας παγκόσμιος πόλεμος δεν θα μπορούσε τόσο εύκολα να εξαφανίσει 100 ανθρώπους. Πίκρα, βαθιά λύπη, δάκρυα δεν μπορούν να απαλύνουν αυτό το γεγονός, που νομίζω ότι ποτέ δεν έζησε η πατρίδα με τόσα θύματα. Θα ξεχαστεί, άραγε; Και πότε θα νιώσουμε ασφαλείς στις εξοχές και τις πόλεις μας; Πού; Στον τόπο μας, μωρέ. Στο σπίτι μας, στο δικό μας σπίτι, που έζησε και ζει δυσκολίες, πολέμους, εμφυλίους, φτώχεια, πείνα και που κατάφερε ακόμα και τώρα να μας κρατά υπερήφανους η αθλητιώσα νεολαία, με τα παγκόσμια ρεκόρ και τα χρυσά μετάλλια, κι όταν η ελληνική σημαία ανεβαίνει ψηλά το ρίγος της συγκίνησης να σε πνίγει, γιατί ελπίζεις ότι κάτι ακόμα ζωντανό υπάρχει. Μια μικρή ανάσα αισιοδοξίας χρειάζεται για να ξυπνήσουν οι Έλληνες, αφού είναι απόγονοι του πολυμήχανου Οδυσσέα.
Θα ψάξουν, θα βρουν, θα επιζήσουν, θα γυρίσουν πίσω στη γη που άφησαν στέρφα τόσα χρόνια, παρασυρόμενοι από τα μπιχλιμπίδια της Ευρώπης.