Μ. Γκίβαλος: Από τα υψίπεδα του σοσιαλισμού στο «βαθύ μπουντρούμι» του νεοφιλελευθερισμού

Μ. Γκίβαλος: Από τα υψίπεδα του σοσιαλισμού στο «βαθύ μπουντρούμι» του νεοφιλελευθερισμού


Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης
του Πανεπιστημίου Αθηνών


Η επέτειος της 3ης του Σεπτέμβρη του 1974 μας οδηγεί αναπόφευκτα σε μια αναδρομή, σε μια αναστοχαστική – κριτική διερεύνηση και αποτίμηση μιας ιστορικής διαδρομής σαράντα τεσσάρων χρόνων.

Σ’ αυτήν τη διαδρομή μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι η γένεση, η άνοδος και κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ καθώς και η σημερινή καθολική του έκπτωση απεικονίζουν με τον πιο πιστό και εναργή τρόπο την ίδια την πορεία της Μεταπολίτευσης, τις σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές παραμέτρους που καθορίζουν τη σύγχρονή μας Ιστορία.

Θα αποφύγουμε τον συνηθισμένο τύπο προσέγγισης, που ακολουθεί τη χρονική εξέλιξη και διαδοχή των γεγονότων, και θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε δύο κρίσιμα ερωτήματα που τίθενται, είτε έμμεσα είτε άμεσα, από τους πολίτες, χωρίς να έχει προκύψει μια σαφής απάντηση σ’ αυτά.

– Το πρώτο: Ήταν, άραγε, νομοτελειακά καθορισμένη και αναπότρεπτη η πορεία που οδήγησε μέχρι τη σημερινή καταστροφική κρίση; Οι επιλογές που λήφθηκαν από τις διάφορες κυβερνήσεις, ιδιαίτερα κατά την τελευταία εικοσαετία, ήταν καταναγκαστικές, ιστορικά επιβεβλημένες ή μήπως υπήρξαν αποτελέσματα συσχετισμών συμφερόντων;

– Το δεύτερο: Ποια ήταν και είναι η βασική, η κυρίαρχη αντίθεση που διαμόρφωσε τις εξελίξεις αυτές; Πέρα από την κομματική και πολιτική αντιπαράθεση, τις συγκρούσεις, ακόμα και τις ρήξεις που συντελέσθηκαν στο πολιτικό εποικοδόμημα, ποιος ήταν ο θεμελιώδης πυρήνας της σύγκρουσης που καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς τόσο στα κόμματα όσο και γενικότερα στο πολιτικό μας σύστημα;

Νομοτέλεια ή υποχώρηση της πολιτικής;
Τι σημαίνει όμως νομοτέλεια; Ασφαλώς, σε κάθε εποχή, σε κάθε χώρα υπάρχουν εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες που επηρεάζουν σοβαρά τις εξελίξεις.

Το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, στη σύγχρονη μορφή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, αποτελεί σίγουρα μια ιστορική εξέλιξη που άλλαξε σ’ έναν μεγάλο βαθμό τη μορφή των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων αλλά και την ίδια την κουλτούρα, τη δομή των αξιών, των νοημάτων και των ερμηνειών που συγκροτούσαν το κλασικό αστικό-βιομηχανικό πρότυπο του 19ου και του 20ού αιώνα.

Στην πραγματικότητα, η τριπολική σχέση μεταξύ πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας ανετράπη ριζικά, αναδεικνύοντας ως απόλυτη εξουσία τη νεοφιλελεύθερη-χρηματοπιστωτική οικονομία.

Όμως αυτή η παραχώρηση εξουσίας, η υποταγή της πολιτικής και η παράδοση της κοινωνίας στους μηχανισμούς της αγοράς έγινε συνειδητά από τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης και η συμβολαιογραφική πράξη παράδοσης υπεγράφη στο Μάαστριχτ το 1992. Ουδείς βεβαίως μπορεί να παραγνωρίσει τις πιέσεις και τους καταναγκασμούς που προέκυπταν από την περίφημη εκστρατεία της παγκοσμιοποίησης. Όμως μπορούσαν να τεθούν ισχυροί φραγμοί και περιορισμοί τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό αλλά ακόμα και σε εθνικό επίπεδο απέναντι στην επέλαση μιας μηχανής καταστροφής.

Όμως το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο παρέδωσε αμαχητί τα όπλα, με κρίσιμο για τις εξελίξεις πρωταγωνιστή τη Σοσιαλδημοκρατία, που ενσωματώθηκε τάχιστα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική.

Στη χώρα μας δεν τηρήθηκαν καν τα προσχήματα. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη επέβαλε μια άγρια μορφή νεοφιλελευθερισμού μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της αχαλίνωτης κερδοσκοπικής δράσης των μηχανισμών της αγοράς. Γι’ αυτό και απώλεσε σύντομα την κοινωνική και πολιτική της νομιμοποίηση.

Ο νεοφιλελεύθερος-διαπλεκόμενος εκσυγχρονισμός
Το 1996 σημειώθηκε η μείζων, η ιστορικής σπουδαιότητας μεταλλαγή: Το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κ. Σημίτη δεν αποτέλεσε μια μεταρρυθμιστική-εκσυγχρονιστική τομή στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα λειτούργησε ως διάδοχο σχήμα της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αφού παρέλαβε από τη ΝΔ τη νεοφιλελεύθερη σκυτάλη για να την προωθήσει επιτυχέστερα.

Υπήρξε, άραγε, αποτέλεσμα κάποιας αδήριτης νομοτέλειας το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εκσυγχρονιστικής περιόδου τα συστημικά-διαπλεκόμενα συμφέροντα, οι μεταπράτες και οι εργολάβοι, τα χρηματοπιστωτικά κέντρα, οι διαχειριστές των ευρωπαϊκών κονδυλίων και προγραμμάτων απέκτησαν πρόσβαση (και κατ’ ουσίαν πολιτική εξουσία) στις κρίσιμες κυβερνητικές επιλογές και αποφάσεις;

Υπήρξε, άραγε, αποτέλεσμα νομοτέλειας η επιχείρηση αποπαπανδρεοποίησης του ΠΑΣΟΚ, ώστε να ακυρωθούν τα πατριωτικά του χαρακτηριστικά και οι θεμελιώδεις αξίες που το συγκροτούσαν; Μπορούμε να ξεχάσουμε ότι οι Γ. Παπανδρέου και Κ. Σημίτης υπήρξαν οι πολιτικοί σπόνσορες του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο;

Όσο για την είσοδο στα Μνημόνια και στο ΔΝΤ, χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία της οικονομικής κρίσης που επήρχετο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η απόφαση ένταξης στο ΔΝΤ είχε ήδη ληφθεί από τον Γ. Παπανδρέου το καλοκαίρι του 2009 και έκτοτε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν προέβη σε καμιά κίνηση, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία, κανένα μέτρο για να αποτρέψει αυτήν την προοπτική.

Αντίθετα κινήθηκε επιμελώς ώστε να καταστήσει την είσοδο στο ΔΝΤ μια αναπότρεπτη αναγκαιότητα, μια ιστορική νομοτέλεια. Ούτε βεβαίως ο ευτελισμός των δημοκρατικών θεσμών, που οδήγησε στον διορισμό του εκπροσώπου της χρηματοπιστωτικής δομής Λ. Παπαδήμου στη θέση του πρωθυπουργού, ούτε η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ την περίοδο 2012 – 2014 υπήρξαν προϊόν κάποιας νομοτέλειας… Ας είναι καλά το συστημικό τόξο της διαπλοκής, που έδωσε τις λύσεις.

Η ταξική και πολιτική βάση της ενσωμάτωσης του ΠΑΣΟΚ
Όσον αφορά το δεύτερο, εξίσου κρίσιμο ερώτημα, αυτό της κυρίαρχης σύγκρουσης που επηρέασε ή και καθόρισε τις εξελίξεις, εδώ μπορούμε να αναζητήσουμε τις βαθύτερες, τις θεμελιώδεις αιτίες που επηρέασαν ή καθόρισαν τις κρίσιμες, τις καθοριστικού χαρακτήρα πολιτικές επιλογές.

Υπήρξαν δύο τύποι αντιθέσεων: Ο κλασικός, που αφορά την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, και μια υπερκείμενη αντίθεση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας.

Κατά τη δεκαετία του 1980 οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ενίσχυσαν τη θέση της εργασίας και θεσμικά και οικονομικά και παράλληλα διαμορφώθηκε ένας τύπος μεσαίων στρωμάτων και επαγγελματιών, γεγονός που άμβλυνε τις έντονες ταξικές αντιθέσεις.

Όμως η αντεπίθεση της οικονομίας και των επιχειρηματικών συμφερόντων ξεκίνησε μετά το 1986, έχοντας ως ενισχυτικό μηχανισμό τη σταδιακή απελευθέρωση των αγορών σε διεθνές επίπεδο. Η αντεπίθεση αυτή εκφράσθηκε σε καθαρώς πολιτικό επίπεδο στη χώρα μας με την επιχείρηση ανατροπής και πλήρους απαξίωσης του Ανδρέα Παπανδρέου. Το έτερο σοβαρό διακύβευμα ήταν η ιδιοποίηση και κατοχή του μηχανισμού της ιδιωτικής τηλεόρασης από τα οικονομικά-επιχειρηματικά συμφέροντα, γεγονός που θα προσέδιδε στην τάξη των συμφερόντων αυτών και στον κομματικό της σύμμαχο, τη ΝΔ, ιδεολογική και πολιτική υπεροπλία.

Η κρίση του ’89 υπήρξε αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής σύγκρουσης και προκλήθηκε από τα συμφέροντα, τα οποία μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου απέκτησαν ακώλυτες προσβάσεις στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία (αλλά και θύλακες στο εσωτερικό της δικαστικής εξουσίας), μετεξελισσόμενα στις ημέρες μας σε ένα άτυπο κόμμα που παρεμβαίνει και επιδιώκει να καθορίσει τις εξελίξεις.

Στις δύο αυτές κυρίαρχες μορφές σύγκρουσης, μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας και μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, οι ηγετικές ελίτ του ΠΑΣΟΚ τάχθηκαν ευθέως με την πλευρά των πλέον στυγνών και ασύδοτων οικονομικών συμφερόντων. Προχώρησαν, δηλαδή, σε μια συνειδητή επιλογή που είχε και έχει τεράστιες επιπτώσεις όχι μόνο στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ αλλά και στο πολιτικό σύστημα και στους δημοκρατικούς μας θεσμούς.

Αν και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ είχαν ήδη προκατατεθεί στον πυρήνα της φυσιογνωμίας και της στρατηγικής του κατά την καθοριστική περίοδο 1996 – 2004, εντούτοις η μνημονιακή εποχή αποτέλεσε μια δευτέρου επιπέδου μετάλλαξη που οδήγησε οριστικά το ΠΑΣΟΚ στο συστημικό-νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, με τις σημερινές ακροδεξιές του εκφορές.

Σε κάθε κρίσιμη απόφαση, σε κάθε συγκυρία όπου κυριαρχούσαν μείζονα διλήμματα οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ προέβαιναν σε επιλογές που οδηγούσαν στην ενσωμάτωση του κόμματος στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο και το καθιστούσαν πολιτικό όργανο και εκφραστή των διαπλεκομένων συμφερόντων.

Ηθική και πολιτική ήττα
Ασφαλώς τα κόμματα είναι εκφράσεις μιας ιστορικής εποχής, μιας ιστορικής κοινωνίας, μιας ιστορικής κουλτούρας που κυριαρχεί. Είναι αποδεκτό ότι αποτελούν σύνθετους θεσμούς με γένεση, άνοδο και πτώση.

Όμως αξία σε όλη αυτήν την τροχιά που διανύει ένας πολιτικός και κοινωνικός θεσμός δεν έχει μόνο η κυριαρχία, η νίκη, η επικράτηση.

Μείζονα αξία έχει ο διαρκής αγώνας, ακόμα και κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες, για την προάσπιση των αρχών, των κοινωνικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών, για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτός ο αγώνας, ακόμα κι αν καταλήξει σε ήττα, αφήνει το ευγενές, το ζωντανό του αποτύπωμα στην Ιστορία, το οποίο μπορεί να αποτελέσει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Αυτόν τον αγώνα δεν τον έδωσαν οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία είκοσι χρόνια. Γι’ αυτό και η ήττα του σημερινού ΠΑΣΟΚ δεν είναι εκλογική, δεν είναι αριθμητική.
Είναι κατ’ εξοχήν ηθική και ιδεολογική ήττα. Κι αυτό το αποτύπωμα αφήνει δυστυχώς στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία.


Σχολιάστε εδώ