Οι γλυκατζήδες…
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Δεν γνωρίζω φυσικά εάν οι Έλληνες, ως φυλή, ήσαν ανέκαθεν γλυκατζήδες ή εάν τους συνεπήρε η μόδα μιας εποχής, που επέβαλε να μην μπορεί να ζήσει ένας λαός εάν δεν φάει το γλυκούλι του.
Πρέπει να υπήρξε εποχή που η Αθήνα είχε τα περισσότερα ζαχαροπλαστεία στον κόσμο.
Αλλά πριν πιάσουμε τους επαγγελματίες, ας κάνουμε μια περιήγηση στο αθηναϊκό σπίτι. Ήταν αδιανόητο για κάθε νοικοκυρά να ’ρθει επίσκεψη και να μην τη φιλέψει με μία κουταλιά γλυκό φτιαγμένο από τα «χεράκια» της. Ερχόταν η «μπόνα» με το δίσκο, όπου σε ένα ασημένιο ποτήρι υπήρχαν ασημένια κουταλάκια και διάφορα σκεύη κρυστάλλινης πολυτέλειας.
«Ουρίστε!», έλεγε η «μπόνα» με τη χωριάτικη προφορά της, προβάλλοντας τον δίσκο με τα γλυκά στην επίσκεψη.
«Μα, δεν ήταν ανάγκη», απαντούσε αρνούμενη, τάχα, το κέρασμα η επίσκεψη, θεωρώντας το περιττό. Αλλά η νοικοκυρά επέμενε, η αντίσταση κλονιζόταν και το γλυκό χλαπακιαζόταν.
Στη γυάλα στο σπίτι πάντα υπήρχε γλυκό κεράσι, βύσσινο και φράουλα για την αναπάντεχη ώρα της επίσκεψης, ενώ τα οικιακά γλυκά απαγορευόταν αυστηρώς στους αρσενικούς οικείους ακόμα και να τα… μυρίσουν.
Πάντως κρυβόταν επιμελώς για τον φόβο του αρσενικού, που έτσι και έβρισκε γλυκό φτιαγμένο από τη μανούλα του θα το ξεκουτάλιαζε δεόντως. Κι άντε μετά να ’ρθει η ώρα η κακιά με την επίσκεψη και να βρεις άσπρο πάτο στο βάζο με το βύσσινο.
Αλλά, όπως προείπαμε, η Αθήνα ήταν η μοναδική πόλη στον κόσμο με τα περισσότερα ζαχαροπλαστεία. Και το περίεργο με δαύτα είναι πως ουδέποτε είχαν κεσάτια, αλλά πάντα γεμάτα ήσαν.
Καθόταν, να πούμε, η μανταμίτσα με το πανάκριβο το φουστανάκι της, αγορασμένο από τον Τσούχλο, και αγόρευε για την κλέφτρα την καμαριέρα της που ούτε ξεσκονόπανο δεν αφήνει ασήκωτο.
Και στα γύρω τραπεζάκια, άλλες μανταμίτσες, με τα μοντελάκια τα επώνυμα και φορτωμένες μπιζού, τιτιβίζουν ασταμάτητα σε θέματα που κανέναν δεν ενδιαφέρουν.
Και οι συνοδοί τους, οι καβαλιέροι, με τα μοδάτα κουστουμάκια, τα μπαστουνάκια με τα επάργυρα χερούλια και τα «μελόν» καπέλα, θαυμάζουν την ομορφιά και τη γοητεία τους. Είναι και οι αξιωματικοί, με τη μεγάλη, την επίσημη στολή, που φουσκώνουν τη λεβεντιά τους καθώς διηγούνται τις μάχες που έδωσαν και κατατρόπωσαν τον εχθρό. Τα ζαχαροπλαστεία το καλοκαίρι έχουν τον δικό τους κόσμο, που με τα πρώτα κρύα του χειμώνα εξαφανίζεται.
Οι αίθουσες αδειάζουν και ή μυρωδιά που κυριαρχεί είναι η κάπνα από τις γόπες και τα αποτσίγαρα. Η κορυφαία περιοχή των ζαχαροπλαστείων, χειμώνα – καλοκαίρι, είναι η πλατεία Συντάγματος.
Εκεί, στου Ζαβορίτη, με τις αίθουσες για τσάι τον χειμώνα, περνάς ευχάριστα και δεν νιώθεις ούτε το πιο κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα. Αλλά στην άλλη γωνία υπάρχει και ο Ζαχαράτος, που μια έντονη πολιτική συζήτηση, όλες τις ώρες της ημέρας, ζεσταίνει την ατμόσφαιρα και πρέπει να είσαι τελείως «φλούφλης» για να μείνεις ουδέτερος. Το καλοκαίρι όλα αλλάζουν.
Οι γύρω ταράτσες γεμίζουν με πολύχρωμες φωτεινές διαφημίσεις, έρχεται και η μπάντα του Α’ Σώματος Στρατού και παιανίζει εμβατήρια και βιεννέζικη μουσική. Και, όχι σπάνια, ουβερτούρες από οπερέτες…