Ποιο είναι το τίμημα της ήσυχης, έντιμης ζωής;
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Πώς μπορεί κανείς να μην αισθανθεί περήφανος για τους δύο έλληνες αξιωματικούς, που στάθηκαν με ήθος και αξιοπρέπεια μπρος στους τούρκους δικαστές και υπερασπίστηκαν την άδικη κράτησή τους σε φυλακές υψίστης ασφαλείας σαν να ’ταν εγκληματίες; Για φανταστείτε να ’ταν τα δικά σας παιδιά, τα δικά μου, του γείτονα. Ένας μεγάλος όγκος συναισθημάτων θα μας έπνιγε.
Φόβος, αγάπη, αγανάκτηση, απόγνωση. Κάθε μέρα περίμεναν να ’ρθει μία άλλη, καλύτερη, πιο αισιόδοξη και με την πίστη ότι η αλήθεια και οι εκβιαστικές στάσεις των γειτόνων θα τελείωναν. Αναρωτιέμαι γιατί δεν τους άφησαν νωρίτερα, αφού δεν είχαν τίποτα να τους προσάψουν.
Το παζάρι είναι σήμα κατατεθέν αυτής της αδιαφιλονίκητα άγνωστης φυλής, που με το όνομα Τούρκος κάλυψε τον πολύμορφο πληθυσμό της, αποτελούμενο από Τσέτες, Μογγόλους, Πέρσες και κάθε άλλο παραμάζωμα αγροίκων ληστών, και έφτιαξε έναν στρατό. Τώρα, κάθε φορά που θέλουν να θίξουν τους Έλληνες, μιλούν για τη Σμύρνη και τη σφαγή του 1922, θαρρείς και η πράξη τους αυτή ήταν πράξη θείας δίκης.
Ανόητοι φανφαρόνοι, περιμένετε την πλήρη καταστροφή σας, γιατί πάντα αυτό είναι το τέλος κάθε επιδειξία μονάρχη, που ενώ υστερεί στη λογική και την τίμια κυβερνητική πολιτική, καταλήγει βορά των αντιπάλων του, που ξέρουν να κρυφτούν ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραυγάζει. Είναι ένα απάνθρωπο, κτηνώδες τέλος, σαν κι εκείνο του μεγάλου ηγέτη, Καντάφι. Το ’βλεπα στην τηλεόραση και η αγανάκτησή μου γινόταν θηλιά στον λαιμό. Τι άνθρωποι ήταν αυτοί, πόσο μίσος έκρυβαν μέσα τους όταν έκαναν τεμενάδες μπροστά του.
Αυτοί, δυστυχώς, οι λαοί πιστεύουν ότι η ζωή είναι ένα μηδενικό, θεωρώντας τους εαυτούς τους τιμητές του Αλλάχ και μπρος στα μάτια μας παίζουν με τον αποκεφαλισμό των αιχμαλώτων τους, εκπαιδεύοντας μικρά παιδιά, βρέφη, που η ψυχούλα τους είναι σαν όλων των παιδιών της Γης.
Ποιος θα μπορούσε να σταματήσει αυτό το μακελειό; Ποιος θα μπορούσε να συγκρατήσει αυτά τα στίφη των μεταναστών ώστε να μείνουν στις πατρίδες τους, υποστηρίζοντας τα χώματά τους και τον τόπο που τους γέννησε; Δεν μπορούν, θα μου πείτε. Είναι ένας πληγωμένος πληθυσμός, ανήμπορος να αντισταθεί μπρος στο μαχαίρι και τους ανελέητους βομβαρδισμούς.
Εδώ, όμως, σ’ αυτήν την Ελλάδα της συμπόνιας, έχουν την τόλμη να κλέβουν, να δολοφονούν, να εμπορεύονται θυσίες κάθε είδους και άμα τύχει να κλείνουν και την εθνική οδό ζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Και από πού τις ζητούν; Από μια Ελλάδα που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια της. Πόσοι συμπατριώτες μας περιμένουν το συσσίτιο, λες και ζούμε στην εποχή του Μεσοπολέμου; Θα έπρεπε να καταλάβουν ότι δεν μπορούμε, δεν έχουμε τη δυνατότητα να προσφέρουμε τίποτε παραπάνω.
Τους «παντρευτήκαμε», βλέπεις, και τους πήραμε προίκα απ’ την υπόλοιπη Ευρώπη, που βρίσκει τον τρόπο κάθε φορά να ξαλαφρώνει απ’ αυτό το φορτίο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στέλνοντάς τους στη φτωχομάνα με τη μεγάλη ζεστή αγκαλιά, την Ελλαδίτσα, που υπομένει και υπομένει, μέχρι να τελειώσουν και τα δικά της κουράγια.
Ανατριχιαστικές οι ειδήσεις καθημερινά, που δεν θέλουμε πια να ακούμε. Σεισμοί, λοιμοί, καταποντισμοί και μια ζωή πικρή σ’ όλο τον πλανήτη. Άνθρωποι σκοτώνουν για το τίποτα. Ένα τρένο εκτροχιάστηκε: 15 νεκροί. Μια γέφυρα γκρεμίστηκε: 30 νεκροί.
Μια πυρκαγιά έκαψε 100 ανθρώπους. Ένα αγόρι, με κλονισμένο το νευρικό του σύστημα, σκότωσε συνομηλίκους του γιατί έχασε στο παιχνίδι. Μεγαλώνουμε μια κοινωνία άρρωστων παιδιών που δεν σταματούν πουθενά. Που δεν έχουν παραδείγματα ανθρώπων προς μίμηση, παρά μόνο αποκαλυπτικές εικόνες γυμνών γυναικών. Παντού διαφήμιση γάμων ομοφυλοφίλων, που, αν και δεν μας ενδιαφέρει η προσωπική τους ζωή, είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες τους.
Αυτό ήθελαν κι αυτό κάνουν, με γεια τους, με χαρά τους. Αλλά σ’ όλα πρέπει να υπάρχει ένα όριο. Ένα όριο. Τόση δημοκρατία, ήμαρτον πια! Ποιος, τέλος πάντων, είναι ο σωστός τρόπος να ζεις; Η αναρχία, ο εξτρεμισμός, παίρνω και κάνω ό,τι θέλω, βραβεύομαι για τον επαναστατικό τρόπο ζωής μου και αποδίδω δικαιοσύνη σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια; Ποιο είναι το τίμημα της ήσυχης, έντιμης ζωής; Ποιο, επιτέλους;