Μ. Γκίβαλος: Ακροδεξιά χωρίς προσχήματα
Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης
του Πανεπιστημίου Αθηνών
Στην εποχή των Μνημονίων συντελέσθηκαν ριζικές, κοσμογονικού χαρακτήρα αλλαγές και ανατροπές, που υπό ομαλότερες συνθήκες θα χρειάζονταν δεκαετίες για να συντελεσθούν. Κι αυτές οι ριζικές ανατροπές και ανακατατάξεις διαπέρασαν τόσο την κοινωνικοοικονομική βάση όσο και το ιδεολογικοπολιτικό εποικοδόμημα.
Μια πρώτη, μείζονος σημασίας κατά τη γνώμη μας, παρατήρηση αφορά το γεγονός ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες αποκρυσταλλώθηκε μια τόσο έντονη, διαυγής και εκτεταμένη ταξική – κοινωνική σύγκρουση, μια τόσο έντονη αντιπαράθεση συμφερόντων μεταξύ μιας ευρύτατης κοινωνικής πλειοψηφίας και του συστήματος μιας καθεστωτικής-ολιγαρχικής δομής, η οποία εμφανίσθηκε, άτυπα μεν αλλά δυναμικά, στο πολιτικό και κομματικό προσκήνιο, διεκδικώντας με κάθε μέσο την εσαεί διατήρηση των προνομίων και της εξουσιαστικής ισχύος της.
Βρισκόμαστε πέραν και υπεράνω της κλασικής σύγκρουσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, που καθόριζε καθ’ όλη την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης μέχρι τις δύο περίπου τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα τις μορφές της ταξικής σύγκρουσης.
Το νεοφιλελεύθερο κοσμοείδωλο, που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1990 μέχρι τις ημέρες μας, δεν χρειάζεται πλέον ως βασικό κοινωνικό του θεμέλιο την παραδοσιακή αστική τάξη και τα μεσαία στρώματα, που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη του κλασικού καπιταλιστικού προτύπου. Η χρηματοπιστωτική δομή, οι κολοσσιαίες επιχειρήσεις και οι πολιτικοί τους εντολοδόχοι δεν χρειάζονται πλέον την παραδοσιακή κοινωνική τους νομιμοποίηση. Διασφαλίζουν και αναπαράγουν την εξουσία τους μέσω της φτωχοποίησης ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, της ανασφάλειας, της διαμόρφωσης ενός οιονεί καθεστώτος κρίσης και διακινδύνευσης. Ενός καθεστώτος που μετατρέπει την κοινωνία των πολιτών σε μάζα, η οποία μπορεί ευχερέστερα να χειραγωγηθεί.
Αυτή η ιστορικής σημασίας μεταλλαγή δεν οδήγησε μόνο σε μια νέα μορφή έκφρασης των ταξικών – κοινωνικών αντιθέσεων αλλά ανέδειξε τις υπερσυντηρητικές, ακροδεξιές και φασίζουσες κομματικές και πολιτικές εκφράσεις ως τους ιδανικούς εκφραστές και διαχειριστές του νεοφιλελεύθερου προτύπου και της χρηματοπιστωτικής υπερδομής.
Το «κοκτέιλ» νεοφιλελευθερισμού και Ακροδεξιάς
Μέσα σ’ αυτό το σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και να ερμηνεύσουμε (σύμφωνα πάντα με τις εθνικές ιδιαιτερότητες) την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα και τη ραγδαία και εντυπωσιακή μετάλλαξη της ΝΔ σε ένα ακροδεξιό μόρφωμα με έντονα φασίζοντα, σε πολλές περιπτώσεις, χαρακτηριστικά.
Δύο είναι σήμερα οι κυρίαρχοι πόλοι στο εσωτερικό της ΝΔ, η ακροδεξιά ηγετική ομάδα και το σύστημα της διαπλοκής. Αυτά τα δύο κέντρα εξουσίας, σε απολύτως εναρμονισμένους μεταξύ τους ρόλους, επικαθορίζουν τόσο την πολιτική ατζέντα και τις ιδεολογικές ορίζουσες της παράταξης όσο και τις καθημερινές της πρακτικές.
Για να αντιληφθούμε το βάθος και την έκταση της μετάλλαξης της ΝΔ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο πρώην πρόεδρος της παράταξης Κώστας Καραμανλής διέγραψε τον Γ. Καρατζαφέρη και την ομάδα του με στόχο να καταστήσει αδιαμφισβήτητο τον κεντροδεξιό χαρακτήρα και την ιδεολογική ταυτότητα της ΝΔ, ενώ με την άνοδό του στην εξουσία επιχείρησε να συγκρουσθεί με το κύκλωμα της διαπλοκής, τους περίφημους «νταβατζήδες», χωρίς δυστυχώς επιτυχία, αφού εγκαταλείφθηκε από την ίδια του την παράταξη…
Σήμερα βιώνουμε την πλήρη αντιστροφή των σημαντικών αυτών επιλογών. Η Ακροδεξιά έχει κυριαρχήσει πλήρως και η διαπλοκή αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις τον κομματικό εκπρόσωπο της παράταξης.
Το δήθεν φιλελεύθερο, κεντροδεξιό προφίλ με το οποίο εμφανίσθηκε ως αρχηγός της ΝΔ ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει πλήρως ακυρωθεί εδώ και αρκετό καιρό. Η στυγνή ακροδεξιά ταυτότητα, με έντονα μάλιστα ρατσιστικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά, έχει σαρώσει και ακυρώσει τα όποια κεντροδεξιά προσχήματα. Παράλληλα η ακραία νεοφιλελεύθερη-μνημονιακή στρατηγική έχει καταστεί κομματικό πρόγραμμα της παράταξης.
Υπάρχει στο σημείο αυτό ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί επιλέγεται από την ηγεσία της ΝΔ αυτή η πλήρης ιδεολογικοπολιτική απογύμνωση και η απουσία ενός ακόμα και προσχηματικού πολιτικού λόγου που θα μπορούσε να καταστήσει ηπιότερες τις ακραίες και πλέον επαχθείς πτυχές του πολιτικοϊδεολογικού και προγραμματικού λόγου της ΝΔ; Δεν την ενδιαφέρουν οι εύλογες αντιδράσεις ή δυσαρέσκειες που μπορούν να προκληθούν ακόμα και στην ίδια την ευρύτερη κοινωνική-εκλογική βάση της ΝΔ;
Όσο παράδοξη κι αν μοιάζει η ερμηνεία της στάσης αυτής για έναν εξωτερικό αντικειμενικό παρατηρητή, εντούτοις η απάντηση είναι προφανώς και εύλογη για τους αναλυτές της ηγετικής, ακροδεξιάς ομάδας της ΝΔ:
Δεν επιδιώκουν να πείσουν την κοινωνία, να διατυπώσουν έναν στοιχειώδη πολιτικό προγραμματικό λόγο. Αντίθετα αποβλέπουν στο να ενσπείρουν τη σύγχυση, την ανασφάλεια, την καταστροφή. Μόνο μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον μπορούν να λειτουργήσουν τα φοβικά ένστικτα και οι αντίστοιχες συμπεριφορές και όχι βεβαίως η αντικειμενική κρίση και η σύγκριση επιχειρημάτων.
Η ακραία, χυδαία πολλές φορές και συκοφαντική εκστρατεία κατά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού δεν στρέφεται κατά πολιτικών αντιπάλων αλλά κατά της ίδιας της πολιτικής. Μόνο στο έδαφος της παραπολιτικής και της υποπολιτικής μπορούν να ενεργοποιήσουν το δικό τους οπλοστάσιο, αντιμετωπίζοντας την κοινωνία και τους πολίτες ως μάζα, ως μια συνύπαρξη ανασφαλών και φοβισμένων ατόμων που ζητούν προστασία στην ισχύ, στον νόμο και στην τάξη.
Η διαυγέστερη έκφραση αυτής της στρατηγικής δεν αποτυπώνεται μόνο στις δηλώσεις και στις συμπεριφορές επίλεκτων ακροδεξιών στελεχών της ΝΔ αλλά κυρίως στη στάση και στις πολιτικές των συστημικών ΜΜΕ, που έχουν αποβάλει εδώ και καιρό κάθε πρόσχημα και έχουν μετατραπεί σε μηχανισμούς διαστρέβλωσης, ψευδολογίας και καταστροφολογίας.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η θανατηφόρα ζεύξη ακροδεξιάς και νεοφιλελευθερισμού είχε ευρύτερες συνέπειες πέραν της ΝΔ και στον χώρο του αποκαλούμενου Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Η ενσωμάτωση των φορέων της Κεντροαριστεράς
Το «πραξικόπημα» Παπαδήμου και η συνεργασία ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΛΑΟΣ σηματοδότησαν το τέλος του ΠΑΣΟΚ, την ολοκλήρωση μιας πορείας ταχύτατης φθοράς και απαξίωσης που σηματοδοτήθηκε με τυπική αφετηρία στο Καστελλόριζο. Η εκλογή, άλλωστε, στη συνέχεια του Ευ. Βενιζέλου ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ συμβολοποίησε και εξέφρασε με τον πλέον αυθεντικό τρόπο αυτήν την πορεία της ιστορικής κατάρρευσης, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.
Έκτοτε το υπόλειμμα του ΠΑΣΟΚ επεδίωξε ανεπιτυχώς να αναστηλωθεί μέσα από πολλές μεταμορφώσεις και αλλαγές ταμπελών, όμως η κοινωνική του βάση το είχε εγκαταλείψει οριστικά. Ο κοινωνικά νεκρός δεν μπορεί να αναστηθεί κομματικά και πολιτικά. Πολύ περισσότερο που το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ (και η σημερινή ταμπέλα του ΚΙΝΑΛ) όχι μόνο δεν επιχείρησε να απεγκλωβισθεί από τις νεοφιλελεύθερες-μνημονιακές πολιτικές, αλλά προχώρησε ακόμα ένα βήμα στου κακού τη σκάλα, ενσωματούμενο στη στρατηγική της ΝΔ.
Ακόμα και η σημερινή ηγεσία του όχι μόνο επαίρεται για την είσοδο στα Μνημόνια και στο σιδερένιο κλουβί του ΔΝΤ, όχι μόνο υπερασπίζεται σθεναρώς την περίοδο 2012 – 2014, της συγκυβέρνησης Αντ. Σαμαρά – Ευ. Βενιζέλου, αλλά έχει καταντήσει παρακολούθημα και κομματική σκιά των πολιτικών της ΝΔ.
Γι’ αυτό και το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ όχι μόνο έχει απομονωθεί από την κομματική οικογένεια των σοσιαλδημοκρατών στην Ευρώπη αλλά συχνά γίνεται αντικείμενο λοιδορίας και δέκτης απαξιωτικών δηλώσεων και χαρακτηρισμών.
Θύμα η Δημοκρατία
Μέσα από αυτήν την αναδρομή και αξιολόγηση μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εάν η κοινωνικοοικονομική κρίση υπήρξε η πλέον φανερή επίπτωση της επικράτησης του ακραίου – νεοφιλελεύθερου προτύπου, η κρίση της Δημοκρατίας και των θεσμών της έπληξε σε καίριο βαθμό τις σύγχρονες κοινωνίες.
Στη χώρα μας το βάθρο του δικομματισμού επλήγη καίρια. Ο ένας πόλος, το ΠΑΣΟΚ, κατέρρευσε και οδηγείται σε αποδρομή. Ο άλλος πόλος, η συντηρητική παράταξη, ενσωματώνεται με ραγδαίους ρυθμούς στο πλέον αντιδραστικό ιδεολογικοπολιτικό τόξο, που εμφανίσθηκε με τόσο δυναμικό τρόπο στο ιστορικό προσκήνιο για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κι αυτό το τόξο της αντίδρασης, της Ακροδεξιάς, των ασύδοτων οικονομικών συμφερόντων εμφανίζεται με το πιο κυνικό και απεχθές του πρόσωπο, προκαλώντας το ήθος, τις αξίες, τον πολιτισμό ενός ολόκληρου λαού. Αυτή όμως η πρόκληση θα λάβει σύντομα την απάντηση που της αρμόζει.