ΜΑΥΡΟ ΦΥΛΑΧΤΟ
Συγγραφέας
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΕΚΑΣ
Εικονογράφος
ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
1797. Η αριστοκρατία των Βενετών καταρρέει στα Επτάνησα και η δημοκρατία των Γάλλων καταφθάνει μαζί με νέες ιδέες και ιδανικά. Η Γαλλική Επανάσταση εξαπλώνεται.
Το Κριτήριο των οπλαρχηγών στέλνει τον Μάρκο κατάσκοπο του Σουλίου στην Κέρκυρα, για να μάθει αν οι Γάλλοι έρχονται σαν φίλοι ή εχθροί. Ο Αλή πασάς παραμονεύει. Όπλα του Μάρκου, οι γνώσεις που αποκόμισε στις ξακουστές σχολές των Ιωαννίνων, η ευστροφία και η μουσική. Αχίλλειος πτέρνα του, η έλλειψη θάρρους, αν και Σουλιώτης. Φιλοξενείται στο αρχοντικό του μεγαλέμπορα σιορ Μάντακα, όπου μαγεύεται απ’ την αρχόντισσα και την κόρη της, γυναίκες που αποπνέουν φραντσέζικο αέρα.
Παριζιάνικα αρώματα και Σούλι: δυο κόσμοι συγκρούονται μέσα του· δυο κόσμοι όπου οι γυναίκες γράφουν Ιστορία.
Στην Κέρκυρα ο Μάρκος εμποτίζεται με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που εφαρμόζονται στο νησί και γίνεται φίλος με τον Περραιβό, τον τελευταίο Έλληνα που είδε ζωντανό τον Ρήγα Φεραίο. Όμως ένας φόνος τον γυρίζει πίσω. Κι όταν κάποιος χάλαγε γυναίκα στο Σούλι, όφειλες να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά για να έρθει το αίμα στα ίσα. Ο Μάρκος μυρίζει αίμα και πισωπατά.
Τότε ο Αλή πασάς ορμά στο Σούλι κι ο Μάρκος παγιδεύεται στο πλέγμα του έρωτα, της βεντέτας και της πατρίδας που κινδυνεύει από τους Οθωμανούς. Έρωτας, αδερφή, χρέος. Κόκκινο σαν αίμα. Και μες στον χαλασμό της μάχης των χριστιανών με τους μουσουλμάνους, το μαύρο φυλαχτό γίνεται ευχή και κατάρα για μια λύση.
Απόσπασμα Βιβλίου
Εδώ, στον βράχο όπου στέκομαι, στην άκρη του γκρεμού, την πάτησε κάτω ο άντρας της με το γόνατο στον λαιμό, σαν να ’ταν προβατίνα για σφάξιμο και γύρω όλο το χωριό να κοιτάει. Κι αυτή, γυναίκα όμορφη, ψηλή και κορδωμένη –πρωτοξαδέρφη την είχα απ’ τη μεριά του πατέρα–, σερνόταν τρομαγμένη πια στην κόψη του γκρεμού. Μάταια προσπαθούσε να του ξεφύγει. Ανήμπορη και βουβή κάτω στο χώμα, τον κοίταγε και εκλιπαρούσε με κλαμένα μάτια. Το βλέμμα της χαμένο στη σκόνη που σήκωναν τα τσαρούχια του άντρα της. Τσαρούχια δίχως φούντα. Οι φούντες είναι για τις γιορτές και τις εκκλησιές του κάμπου, δε χωρούν σε σφαγές στα κατσάβραχα του Σουλίου.
«Δεν κρένεις τώρα, ωρή, κατάπιες τη γλώσσα σου;» αντήχησε στα βράχια η βραχνή φωνή του και την άρπαξε απ’ τα μαύρα της μαλλιά, που γυάλιζαν στον ήλιο. «Όταν έχωσες τον διάολο κάτω απ’ την ποδιά σου, έμεινες μουγγή; Πες τώρα ό,τι έχεις μέσα σου, μίλα πριν σε πάρει το ποτάμι…»
Ακόμη η αγριοφωνάρα του τρυπώνει στον ύπνο μου και με ξυπνά. Γιατί τότε κιότεψα, δε μίλησα. Έτρεμα σαν αμούστακο προσπαθώντας να βαστάξω τη θεία να μη σωριαστεί. Λύγισε η έρμη, μαυροφορέθηκε κι έκλαιγε για τη μικρή της κόρη.
Στέκαμε όλοι άπρακτοι σε σχήμα μισοφέγγαρου και κοιτούσαμε τον χαλασμό. Φουστανελάδες με βλέμμα υγρό και τις σπάθες κρεμασμένες στο πλάι, γυναίκες με λευκά τσεμπέρια στα μαλλιά και μωρά παιδιά που έσκουζαν τρομαγμένα στην ποδιά της μάνας. Κι οι μαυροφορεμένες γριές με τους ρόζους στα χέρια σταυροκοπιούνταν μπρος στα κυπαρίσσια. Όλοι άπρακτοι. Αδερφό δεν είχε. Κι εγώ, ο πρωτοξάδερφος, δεν έβγαλα μιλιά.
Μου ’ρθε, θυμάμαι, η μυρωδιά ρόδου που ’βαζε στα μαλλιά της, κι ύστερα η μύτη της άνοιξε κι έτρεχε, το αίμα της λέκιασε το χώμα. Το μύρισα, ο νους μου θόλωσε. Πήρα βαθιά ανάσα να ’ρθω στα συγκαλά μου και πισωπάτησα αντί να κάνω μπρος να του φωνάξω: «Όπα, ως εδώ!»
Ο άντρας της σκούπισε με τα χοντρά του δάχτυλα τον ιδρώτα απ’ το κούτελό του, σήκωσε το βλέμμα και μας κοίταξε. Η ματιά του ήταν κόκκινη. Μεσημέρι μες στο κατακαλόκαιρο κι ήταν μούσκεμα απ’ το λιοπύρι, μα μου φάνηκε δακρυσμένος. Έλυσε γύρω απ’ τη μέση του το σακί. Την πάτησε στο στήθος. Την έκανε ένα με τη γη και με δυο τρεις σβέλτες κινήσεις την έχωσε μέσα. Εκείνη ακόμη δεν έβγαζε μιλιά, μονάχα έσκουζε. Σαν να ’τανε μουγγή τού μιλούσε με τα μάτια, για να τη λυπηθεί. Το χέρι του όμως ήταν σταθερό, λες κι έχωνε τον Αλή πασά στο σακί. Την έραψε μέσα. Βελονιά τη βελονιά. Κι εκείνη η καψερή μονάχα τότε ξέσπασε: «Συγχώρα με, Λάμπρο μ’… Συγχώρα με, τη δόλια».
Ο Λαμπρο-Βέλιος όμως τη σήκωσε ψηλά να τη δει όλο το χωριό μες στο σακί κλεισμένη, να κλοτσάει, να χτυπιέται, να μουρμουράει μια προσευχή. Η θεία λύγισε και γονάτισε δίπλα μου, έσκυψα κοντά της. Σκούπισα το δακρυσμένο μούτρο μου στην πουκαμίσα να μη με δουν οι χωριανοί να κλαίω σαν γυναικούλα και τον ξανακοίταξα. Στ’ αλήθεια ήταν κι εκείνος δακρυσμένος. Την αγαπούσε, ο έρμος, αλλά έδωσε μια μ’ όλη του τη δύναμη και την πέταξε κάτω στο φαράγγι. Να πάρει τη μοιχαλίδα ο αφρισμένος ποταμός, να την πνίξει στη θάλασσα.
Κριτικές Βιβλίου
“Το μυθιστόρημα του συγγραφέα Βαγγέλη Μπέκα, κέρδισε ένα μεγάλο στοίχημα καθώς κατόρθωσε να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στη μυθοπλασία και τα ιστορικά συμβάντα, αναδύοντας μέσα από τις σελίδες του τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τους άγραφους νόμους, μα κυρίως την αξία της πατρίδας.”
“Μια ηρωική εποχή επέλεξε να αναβιώσει στο νέο του βιβλίο ο Βαγγέλης Μπέκας. Μια εποχή, ταυτισμένη με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και παράλληλα με τον αγώνα των Ελλήνων για την παλιγγενεσία και ταυτόχρονα την ανάκτηση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας. Η ενδελεχής ιστορική έρευνα που έχει κάνει ο συγγραφέας παίζει ένα σπουδαίο ρόλο στην ολοκλήρωση αυτού του έργου και η συγκινητική κινηματογραφική της αποτύπωση μετατρέπει το βιβλίο σε μια κιβωτό καταγραφής της ιστορικής μνήμης που περιστρέφεται γύρω από την ηγετική φυσιογνωμία του βιβλίου, τον Μάρκο και όλους εκείνους τους ήρωες που δορυφορικά κινούνται γύρω του, όπως είναι ο Τζαβέλλας, η μάνα, η Ρίνα, η Δέσπω, η Ελένη κ.ά..”
–
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
O ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΕΚΑΣ γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Έχουν εκδοθεί ακόμα τρία μυθιστορήματά του: Το 13ο υπόγειο, Φετίχ και Οι αισιόδοξοι, ενώ ασχολείται και με το σενάριο. Το 2015 έλαβε το πρώτο βραβείο για σενάριο μεγάλου μήκους από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος («Η χύτρα»). Διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Zει στην Αθήνα, όπου συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής.
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Ιστορικό Μυθιστόρημα
ISBN:978-618-01-1909-1
ISBN Ebook: 978-618-01-1910-7