Χρ. Μπότζιος: Μείζονα γεγονότα και εξελίξεις στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική μας τη θερινή περίοδο
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Oι καλοκαιρινοί μήνες είναι, συνήθως, συνδεμένοι με τη θερινή ραστώνη, κοινώς ανεμελιά. Αυτό, ασφαλώς, δεν ισχύει για όλους, όπως τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, τους ενδεείς και όσους για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους δεν μπορούν να απολαύσουν τη χαρά του καλοκαιριού.
Τουρίστες από όλες τις χώρες κατέκλυσαν και εφέτος τα αιγαιοπελαγίτικα και ιόνια νησιά, τα οποία, πλέον, έχουν καθιερωθεί ως ένας από τους ελκυστικότερους τουριστικούς τόπους παγκοσμίως. Και όμως τους θερινούς μήνες, της υποτιθέμενης ανεμελιάς, στη νεότερη ιστορία μας έχουν καταγραφεί γεγονότα τραγικά και δυσάρεστα, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο τορπιλισμός της «Έλλης» στην Τήνο, ανήμερα του εορτασμού της Μεγαλόχαρης το 1940, και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974.
Και το φετινό καλοκαίρι δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε γεγονότα και εξελίξεις, που σίγουρα θα καταγραφούν στην ιστορία του τόπου μας άλλα ως θετικά και άλλα ως αρνητικά. Στις 19 Ιουνίου υπεγράφη στις Πρέσπες από τους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας και ΠΓΔΜ, παρισταμένων των πρωθυπουργών των δύο χωρών, η ομώνυμη συμφωνία, με την οποία επιχειρείται οριστική λύση στο θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων. Επιπλέον, προβλέπεται η αφαίρεση των αλυτρωτικών διατάξεων που περιέχονται στο ισχύον Σύνταγμα, που σφετερίζονται την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής Μακεδονίας.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, για την ολοκλήρωση της οποίας θα απαιτηθούν σημαντικές πράξεις, όπως η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για αποδοχή ή όχι της συμφωνίας από τον λαό της ΠΓΔΜ (30 Σεπτεμβρίου 2018), η απάλειψη των επίμαχων αλυτρωτικών διατάξεων από το Σύνταγμα και τελικά η επικύρωση της συμφωνίας από την Ελληνική Βουλή. Η Συμφωνία των Πρεσπών, που σίγουρα δεν είναι ιδανική, έτυχε πολλών κριτικών και αντιδράσεων κυρίως στην Ελλάδα και παραδόξως και στα Σκόπια.
Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα εστιάζουν κυρίως στο γεγονός ότι στην ονομασία παραμένει ο όρος «Μακεδονία» και ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός που προηγείται («Βόρεια») θα ισχύει μόνο στα χαρτιά. Οι αντιρρήσεις εστιάζουν επίσης στη δυνατότητα που παρέχεται στους Σκοπιανούς να αποκαλούνται «Μακεδόνες» και η γλώσσα τους «μακεδονική». Παραβλέπεται όμως ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 της συμφωνίας ρητώς αναφέρουν ότι η γλώσσα τους εντάσσεται στην ομάδα των σλαβικών ιδιωμάτων της Νοτίου Βαλκανικής και ότι άλλα χαρακτηριστικά της ΠΓΔΜ δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό των ελλήνων Μακεδόνων.
Σε όσους ασκούν καλοπροαίρετα -ή όχι- κριτική στη συμφωνία θα μπορούσαν να τεθούν τα εξής ερωτήματα: α) Μπορεί η Ελλάδα, ως επίσημο κράτος, να απαγορεύσει και να επιβάλει στους Σκοπιανούς να μην αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες», όπως και σε άλλους λαούς; β) Αντί της σημερινής συμφωνίας, που σίγουρα δεν είναι ιδανική, είναι προτιμότερη η μη λύση, που θα ισοδυναμούσε με εθελοτυφλία, καθώς εκτός από τις 140 χώρες που ήδη τους έχουν αναγνωρίσει με το συνταγματικό τους όνομα πιθανότατα θα ακολουθούσαν και άλλες; Εκτός βέβαια αν κάποιοι σκέπτονται ότι η εκκρεμότητα γύρω από το θέμα της ονομασίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πιθανή διάλυση του σημερινού κράτους της ΠΓΔΜ, γεγονός όμως που θα περιέπλεκε περισσότερο την κατάσταση σε μια περιοχή που ακόμη τη χαρακτηρίζει η ρευστότητα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είχε και κάποιες παράπλευρες επιπτώσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Την όξυνση των σχέσεων με τη Ρωσία, η οποία έδειξε να μην είναι ιδιαίτερα ευτυχής με τη συμφωνία, διότι ανοίγει, υπό όρους, προοπτικές ένταξης της ΠΓΔΜ ή «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ή σημειωθείσα κάμψη στις ελληνορωσικές σχέσεις θα είναι παροδική και ήδη υπάρχουν δείγματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Εκτός της πατροπαράδοτης φιλίας και των ιστορικών δεσμών μεταξύ των δύο λαών, υπάρχουν και πολλαπλά συμφέροντα που μας ενώνουν, όπως και μία στρατηγικής σημασίας συναντίληψη για τον χώρο του Ευξείνου, του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής.
Στα γεγονότα που συνέβησαν το φετινό καλοκαίρι, θα ήταν παράλειψη να μη γίνει αναφορά στο τραγικό γεγονός των πυρκαγιών στην Αττική και ιδιαίτερα στο Μάτι, με δεκάδες ανθρώπινα θύματα, με τεράστιες, επίσης, περιβαλλοντολογικές και υλικές καταστροφές. Το γεγονός, που προκάλεσε βαθιά θλίψη σε όλους, μας εκθέτει και ως λαό για τις δυσμενείς εντυπώσεις που σχηματίσθηκαν, βάσει των οποίων υπεύθυνοι της καταστροφής δεν ήταν μόνο οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες αλλά και πράξεις και παραλείψεις των κρατικών και δημοτικών αρχών, διαχρονικά.
Στα θετικά και ευχάριστα γεγονότα εντάσσεται η απελευθέρωση των δύο ελλήνων στρατιωτικών, που για τρεις και πλέον μήνες κρατούνταν στις φυλακές της Αδριανούπολης χωρίς να τους έχει απαγγελθεί καμία συγκεκριμένη κατηγορία, ενώ πιστεύεται ότι η σύλληψή τους ήταν σχολαστικά μεθοδευμένη. Το γεγονός επιβάρυνε έτι περισσότερο τις ήδη εύθραυστες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πολλές ερμηνείες δόθηκαν για τους λόγους που ώθησαν το καθεστώς Ερντογάν στη απελευθέρωση των δύο ελλήνων στρατιωτικών.
Το πιθανότερο είναι ότι για την τουρκική δικαιοσύνη και τις δικονομικές της πρακτικές εξαντλήθηκε ο χρόνος που μπορούσαν να κρατηθούν, αφού συγκεκριμένες κατηγορίες δεν ήταν εύκολο να στοιχειοθετηθούν. Πιθανόν να ήταν και μία χειρονομία καλής θέλησης της Άγκυρας έναντι της Αθήνας, όπως και η επιδίωξη δημιουργίας καλών εντυπώσεων για το καθεστώς Ερντογάν προς τα έξω. Δεν έλειψαν και ευφάνταστες αναλύσεις, όπως, π.χ., η λήψη ανταλλαγμάτων με αλλαγή στάσης της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα της εκλογής των μουφτήδων της Θράκης, θέμα ασφαλώς άσχετο με την περίπτωση της κράτησης των δύο στρατιωτικών μας.
Ένα πάντως είναι το γεγονός που δεν μπορεί καλόπιστα να αμφισβητηθεί. Ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ενέδωσε στις πολλαπλές πιέσεις που ασκούσε η Τουρκία για έκδοση των τούρκων αξιωματικών που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν, παρέχοντάς τους πολιτικό άσυλο μετά από πιστή τήρηση όσων προβλέπονται από τις διεθνείς διατάξεις για τις περιστάσεις και απόλυτο σεβασμό των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων. Δεν μπορεί, επίσης, να αμφισβητηθεί η σώφρων στάση του έλληνα πρωθυπουργού καθώς και του υπουργείου Εξωτερικών, που επιμελώς απέφυγαν να οξύνουν το κλίμα με την Άγκυρα, ακολουθώντας την οδό της διπλωματίας.
Ενώ, πλέον, βαίνουμε προς το τέλος της φετινής θερινής περιόδου, μείζονος σημασίας γεγονός αποτελεί και η έξοδος της Ελλάδας από τα Μνημόνια, που ο πρωθυπουργός ανήγγειλε συμβολικά από την Ιθάκη την 21η Αυγούστου. Ασφαλώς ουδείς ισχυρίζεται ότι αυτό σημαίνει και το τέλος της οικονομικοκοινωνικής κρίσης και ότι η χώρα απηλλάγη των δημοσιονομικών και άλλων ελεγκτικών μέτρων από πλευράς των δανειστών.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι τα περισσότερα πολιτικά κόμματα, με δηλώσεις και άλλες αντιδράσεις τους, έδειξαν ότι προτιμούν να βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο. Είναι ένα φαινόμενο του πολιτικοκοινωνικού μας βίου, που μας εμποδίζει να βλέπουμε μπροστά και δεν επιτρέπει τη λήψη συναινετικών αποφάσεων και την καταβολή κοινών προσπαθειών.
Πολιτικές δυνάμεις, επιχειρηματικός κόσμος, τράπεζες και ασφαλώς τα ΜΜΕ, που συχνά συντελούν στη διαιώνιση της γκρίνιας και της μεμψιμοιρίας μας, θα πρέπει να συμβάλουν στην κοινή προσπάθεια. Αναγκαίο, επίσης, είναι να αποβάλουμε τη συνήθεια να αποδίδουμε όλα τα δεινά μας στη συνωμοσιολογία των μεγάλων. Γιατί η Ιστορία διδάσκει ότι οι μικρές χώρες πολλές φορές όντως είναι θύματα της αλαζονείας τους, αλλά περισσότερο της δικής τους απερισκεψίας.