ΕΝΑΣ ΕΦΤΑΣΕ ΠΡΩΤΟΣ ΜΕΤΑ Ο ΚΑΜΑΡΟΤΟΣ
Του
Μιχάλη Φιοράντε
Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησέ μου, ω Μούσα, που περισσά πλανήθηκε, σαν κούρσεψε της Τροίας το ιερό κάστρο, και πολλών ανθρώπων είδε χώρες κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαα βρήκε πάθια, για μια ζωή παλεύοντας και γυρισμό
συντρόφων.
Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε, εκείνους, τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλωσύνη, του Ήλιου του Υπερίονα σαν έφαγαν τα βόδια, κι αυτός τους πήρε τη γλυκιά του γυρισμού τους μέρα.
Απ’ όπου αν τα ‘χεις, πες μας τα, ω θεά, του Δία κόρη.
Όλοι που τότες τον πολύ το χαλασμό ξεφύγαν γυρίσανε, από πόλεμο και θάλασσα σωσμένοι, και μόνο εκειόνε, σπιτικό και ταίρι στερημένο, η Καλυψώ
η τρισέμορφη θεά τόνε κρατούσε, γιατί άντρα της τον ήθελε στις βαθουλές σπηλιές της.
Μα ο γύρος σαν τελέστηκε των χρόνων, κι ήρθε η ώρα, που το ‘χανε οι θεοί γραφτό στο Θιάκι να ξανάρθει στο σπιτικό του, μήτ’ εκεί δεν του ‘λειψαν οι αγώνες, και σε δικούς κοντά. Κι οι θεοί τον συμπονούσαν όλοι, εξόν τον Ποσειδώνα• αυτός βαριά ήταν χολωμένος με το Δυσσέα το θεϊκό, στον τόπο του πριν φτάσει.
Βρισκόταν στους Αιθίοπες ο Ποσειδώνας τότες, που ζούνε μοιραστοί μακριά στού κόσμου τις ακρούλες, στου Ηλιού το βούλημα οι μισοί, στ’ ανάβλεμμά του οι άλλοι, για να δεχτεί εκατοβοδιά από ταύρους και κριάρια.
……………………………
Η μεταγλώττιση έγινε από τον Εφταλιώτη. Εγώ τη δανείστηκα γιατί έχει σχέση με την επιστροφή τού Οδυσσέα στην Ιθάκη και τους κατά καιρούς επισκέπτες της. Από όλους νοείτο. Έστω και ακατανόητο.