Π. Νεάρχου: Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και η Ελλάδα


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η Τουρκο-Αμερικανική κρίση δεσπόζει σήμερα στις γεωπολιτικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στη Μέση Ανατολή. Η σημασία της είναι ιδιαίτερη. Όχι μόνο λόγω του μεγέθους και της θέσεως της Τουρκίας, αλλά λόγω επίσης του γεγονότος ότι αυτή είναι μέλος του ΝΑΤΟ και εμπλέκεται άμεσα στον πρωταρχικής σημασίας γεωπολιτικό ανταγωνισμό Ρωσίας – ΗΠΑ.

Ποια θα είναι η εξέλιξη και η έκβαση αυτής της κρίσεως; Κανείς δεν μπορεί να το προεξοφλήσει με βεβαιότητα. Μπορεί όμως να διαπιστώσει ότι η πολιτική Ερντογάν έχει υπερβεί κάθε αποδεκτό πλαίσιο από πλευράς ΗΠΑ. Οι τελευταίες βρίσκονται τώρα στο δίλημμα πώς να διαχωρίσουν το γεωπολιτικό κεφάλαιο Τουρκία από τον σημερινό Τούρκο Πρόεδρο και την πολιτική του.

Ο Αμερικανός παράγων βοήθησε καθοριστικά την άνοδο στην εξουσία του Ερντογάν και του κόμματός του. Πίστευε τότε ότι ο Ερντογάν και το μετριοπαθές Ισλάμ που αντιπροσώπευε θα αποτελούσε μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο φθαρμένο Κεμαλικό πρότυπο, που είχε υποχωρήσει εκλογικά στο 13,4%. Πίστευε ακόμη ότι, μέσα στο νέο τοπίο που δημιουργήθηκε, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και την άνοδο του Ισλάμ το μετριοπαθές Τουρκικό Ισλάμ του Ερντογάν θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο φιλο-Δυτικό πρότυπο στον Μουσουλμανικό κόσμο.

Τις ιδέες αυτές ενστερνίσθηκε και το Κίνημα Γκιουλέν, που βοήθησε αποφασιστικά τον Ερντογάν και το κόμμα του «να καβαλήσει κυριολεκτικά την τίγρη», να θέσει δηλαδή υπό τον έλεγχό του την ιεραρχία του Τουρκικού Στρατού, που υπελάμβανε τον εαυτό του ως θεματοφύλακα της παρακαταθήκης του Κεμάλ Ατατούρκ και ως εγγυητή του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους και των Κεμαλικών μεταρρυθμίσεων.

Η επιτυχία του Ταγίπ Ερντογάν να υπαγάγει υπό τον έλεγχό του το βαθύ Τουρκικό κράτος αλλά και να κάνει πράξη μια νέα πολιτική ταχύρρυθμης αναπτύξεως της Τουρκίας ενίσχυσαν την πολιτική του αυτοπεποίθηση και την υπεροψία του. Ήρθε ως επακόλουθο η απόφασή του να δώσει ελεύθερη έκφραση στις Ισλαμιστικές του πεποιθήσεις και στη φιλοδοξία του να ξανακάνει την Τουρκία μεγάλη, αντάξια του Οθωμανικού παρελθόντος της. Η φιλοδοξία αυτή είναι συνυφασμένη με το Ισλάμ, που ήταν η κινητήρια δύναμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και με την κατάκτηση από την Τουρκία ενός αυτόνομου ρόλου.

Δεν αποτελεί έκπληξη γι’ αυτό η εμπλοκή του στον πόλεμο της Συρίας και η στενή συνεργασία του με τους ακραίους Ισλαμιστές. Πολύ περισσότερο όταν αυτοί είχαν την υποστήριξη των ΗΠΑ και άλλων Δυτικών Δυνάμεων. Ο Τούρκος ηγέτης θεωρούσε βέβαιη την ανατροπή Άσαντ και προσδοκούσε από την αλλαγή στη Συρία μεγάλα γεωπολιτικά κέρδη. Η στρατιωτική παρέμβαση της Ρωσίας και του Ιράν ανέτρεψε το σκηνικό και οδήγησε στην επιβίωση του Άσαντ και του καθεστώτος του και σε μια σχετική στρατιωτική του νίκη.

Ο πόλεμος στη Συρία, που έθεσε σε κίνηση ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές, έγινε μπούμερανγκ για το Τουρκικό καθεστώς. Διαψεύσθηκαν οι μεγάλες προσδοκίες του, που βασίζονταν στην ανατροπή του Άσαντ, και έφεραν στο προσκήνιο το Συριακό Κουρδιστάν και την ιδέα της δημιουργίας εθνικού κουρδικού κράτους. Η ευμενής αντιμετώπιση της ιδέας του εθνικού Κουρδικού κράτους από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ μετέτρεψε σε εφιάλτη για την Άγκυρα το θέμα αυτό, που συνδέεται άμεσα με την εθνική ακεραιότητα και ασφάλεια της Τουρκίας.

Το θέμα αυτό μετετράπη γρήγορα σε ένα από τα κύρια, αν όχι το κυριότερο, θέμα διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας. Το πραξικόπημα, δύο χρόνια πριν, κατά του Ερντογάν έγινε σημείο αναφοράς για τον Τούρκο ηγέτη. Δεν υπάρχει γι’ αυτόν καμιά αμφιβολία ότι οι ενορχηστρωτές του πραξικοπήματος ήταν οι Αμερικανοί, που συνεργάζονται με τον ιμάμη Γκιουλέν. Διεσώθη από το πραξικόπημα, χάρις στην έγκαιρη προειδοποίηση που είχε από Ρωσικές και Ιρανικές πηγές, που υπέκλεψαν σήματα μονάδων του Τουρκικού Στρατού.

Οι πολιτικοί στόχοι Ερντογάν για Ισλαμική και για ανεξάρτητη πολιτική συνδέθηκαν και με την ανάγκη επαγρυπνήσεως για την αποτροπή ενός νέου πραξικοπήματος. Η «επαγρύπνηση» αυτή μεταφράσθηκε σε δεκάδες χιλιάδες εκκαθαρίσεις στελεχών στο Στρατό και στ’ άλλα Σώματα Ασφαλείας. Οδήγησε επίσης τον Ερντογάν στη δημιουργία δικών του εμπίστων ενόπλων σωμάτων.

Η Αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν απεδείχθη η οικονομία, που ήταν μέχρι τώρα το ισχυρό του χαρτί. Η θεαματική πτώση της Τουρκικής λίρας θέτει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τον Τούρκο ηγέτη. Είναι ικανός όμως ο παράγων αυτός να οδηγήσει από μόνος του σε κατάρρευση του καθεστώτος; Προστρέχουν πολλοί να μεσολαβήσουν για την οριοθέτηση και τον μετριασμό της Τουρκο-Αμερικανικής κρίσεως, με πρώτη τη Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ, που δεν θέλει με κανέναν τρόπο την οικονομική αποσταθεροποίηση της Τουρκίας, που θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην
Ευρώπη.

Προστρέχει επίσης σε βοήθεια το μικρό αλλά πλούσιο Κατάρ, που υποσχέθηκε ήδη νέες επενδύσεις 15 δισ. δολαρίων στην Τουρκία. Η κίνηση του Κατάρ δείχνει τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στην περιοχή. Η Τουρκία ανέλαβε την «προστασία» του Κατάρ, όταν απειλήθηκε από ένα συνασπισμό Αραβικών χωρών μ’ επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία. Η κίνηση αυτή την έφερε σε αντιπαράθεση με τη Σαουδική Αραβία.

Η διάσταση μεταξύ των δύο χωρών ενισχύεται με την προσέγγιση μεταξύ Τουρκίας και Ιράν. Αντιθέτως, η Σαουδική Αραβία ενισχύει άτυπα τους δεσμούς της με το Ισραήλ, στη βάση της κοινής εχθρότητας κατά του Ιράν. Ισραήλ επίσης και Αίγυπτος αναζητούν κοινή βάση για μια σταθερή εκεχειρία στη Λωρίδα της Γάζας, που θα επέτρεπε τη μείωση της εντάσεως στο Παλαιστινιακό και την εκμετάλλευσή της από ανταγωνιστικές δυνάμεις, μεταξύ αυτών την Τουρκία και το Ιράν.

Συμπερασματικά, η Αμερικανο-Τουρκική κρίση έχει βάθος, γιατί συνδέεται με μια βαθιά Ισλαμοποίηση της Τουρκικής κοινωνίας, που δεν είναι εύκολα αναστρέψιμη, και με φιλοδοξίες της Άγκυρας για ανεξάρτητο διεθνή ρόλο, που θέτει υπό αμφισβήτηση τον ρόλο της ως μέλους του ΝΑΤΟ. Η Αμερικανική πολιτική προσπαθεί να συνδυάσει τη συνδιαλλαγή με την πίεση προς τον Ερντογάν, προς τον οποίον δεν έχει πλέον καμιά εμπιστοσύνη. Θα πρέπει επομένως να αναμένεται η συνέχιση των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Η Ελλάδα, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι γεωπολιτικά πιο χρήσιμη. Αυτό όμως δεν αρκεί. Η σημερινή της αδυναμία ενισχύει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει. Θα πρέπει να εκμεταλλευθεί τον χρόνο που κερδίζει με την Αμερικανο-Τουρκική διαμάχη για να ενισχύσει τη θέση της, κατά πρώτο λόγο την αμυντική της ετοιμότητα.


Σχολιάστε εδώ