Ποιοί μας σπρώχνουν σε ρήξη με τη Μόσχα και γιατί;

Ποιοί μας σπρώχνουν σε ρήξη με τη Μόσχα και γιατί;

Συμφέρει την Ελλάδα η κόντρα με τη Ρωσία;

-Τι δουλειά έχει η χώρα μας να εμπλακεί στη σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων;
-Υπάρχουν συγκεκριμένα ανταλλάγματα από την Ουάσινγκτον ή είναι απλές υποσχέσεις;

Χαρακτήρα βεντέτας και ακήρυχτου πολέμου προσλαμβάνει η κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις, με απρόβλεπτες συνέπειες, καθώς δεν υπάρχει προς το παρόν ορατός λόγος που να μπορεί να ερμηνεύσει τη στάση της Αθήνας ώστε να υπάρξουν συγκεκριμένες κινήσεις εκτόνωσης της έντασης.

Το θέμα βεβαίως δεν έχει να κάνει, όπως το παρουσιάζουν συ­γκεκριμένοι κύκλοι, με τον προσανατολισμό της χώρας. Εάν εξαιρέσει κανείς μια μεγάλη περίοδο της Μεταπολίτευσης μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2015, όταν σύσσωμη η Αριστερά πίστευε ότι το στήριγμα της χώρας έπρεπε να είναι αρχικά η Σοβιετική Ένωση και κατόπιν η Ρωσία του Γιέλτσιν και του Πούτιν, ο σταθερός και στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας ήταν η Δύση, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ και φυσικά η στενή σχέση με τις ΗΠΑ.

Σε όλα αυτά τα χρόνια όμως ακόμη και οι δεξιές κυβερνήσεις (από την επίσκεψη Ράλλη στη Μόσχα μέχρι και του Αντρόποφ στην Αθήνα) δεν αμφισβήτησαν τη σημασία των σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία, όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς, θρησκευτικούς ή ιστορικούς, πολιτιστικούς, αλλά γιατί η Ελλάδα, τοποθετημένη σε μια ιδιαίτερα δύσκολη γειτονιά, μεταξύ Ανατολής και Δύσης και μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης, όφειλε να διατηρεί ισορροπίες με τις δύο υπερδυνάμεις, που συγκρούονται άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπογείως για την αύξηση επιρροής στην κρίσιμη αυτή περιοχή.

Αυτή η ισορροπία διατηρήθηκε μέχρι και το 2017, όταν η καθοριστική, όπως αποδεικνύεται, επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στην Ουάσινγκτον συνδέθηκε με μια πραγματική στροφή της ελληνικής πολιτικής στην κατεύθυνση πρόσδεσης στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Με αποκορύφωμα τη δεδομένη αντίθεση της Ρωσίας στη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία θεωρεί ότι έχει αποκλειστικό στόχο όχι την ικανοποίηση των επιδιώξεων της μίας ή της άλλης πλευράς, αλλά την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ με όποιο τίμημα, ως μέρος του στρατηγικού σχεδιασμού της Ουάσινγκτον για απόκρουση της παραδοσιακής ρωσικής επιρροής στην περιοχή, κορυφώθηκε και κλιμακώθηκε η ελληνορωσική αντιπαράθεση.

Για την ελληνική κυβέρνηση η επίτευξη λύσης στο Σκοπιανό, με οποιονδήποτε τρόπο και με κάθε κόστος, αποτελεί δέσμευση και προς την Ουάσινγκτον και προς το Βερολίνο. Επιπλέον, καθώς από τη συμφωνία αυτή διακυβεύονται σοβαροί γεωπολιτικοί σχεδιασμοί, θα έπρεπε να περιμένει ότι θα υπήρχαν κινήσεις υπονόμευσης της συμφωνίας. Εξάλλου, όπως με απροκάλυπτο τρόπο ο αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα κ. Πάιατ και αμερικανοί και γερμανοί υπουργοί παρελαύνουν καθημερινά από τα Σκόπια για να στηρίξουν τη συμφωνία, ήταν αναμενόμενο ότι θα υπήρχαν κινήσεις και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Βεβαίως, οι όποιες παρεμβάσεις της Μόσχας έχουν εξωθεσμικό χαρακτήρα, καθώς η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επιλογή δύο κυβερνήσεων και μάλιστα στη μία χώρα έχει εγκριθεί και από το Κοινοβούλιο, αλλά αυτό δεν μπορεί να υποβαθμίσει πλήρως τις έξωθεν παρεμβάσεις υπέρ της συμφωνίας.

Όμως η αντιπαράθεση, με τις απελάσεις των ρώσων διπλωμάτων και η απάντηση της Μόσχας με τις απελάσεις δύο ελλήνων διπλωματών και την απαγόρευση εισόδου στη Ρωσία του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά, δεν σταμάτησε εκεί.

Πρωτοφανής η επίθεση της Μόσχας στην «Kontra News»

Η Μόσχα με μια πρωτοφανή για τα διπλωματικά δεδομένα, μακροσκελή ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ σχολίασε και διέψευσε δημοσίευμα της εφημερίδας «Kontra News», η οποία στις 23 Ιουλίου σε αποκλειστικό ρεπορτάζ, με επίκληση ελληνικής πηγής, ανέφερε ότι υπήρχαν στοιχεία για κινήσεις της Ρωσίας ώστε να προκληθούν αναταραχές στη ΔΕΘ, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, με στόχο την ίδια την ελληνική κυβέρνηση.

Πέραν της οργισμένης διάψευσης, καθώς το ρωσικό ΥΠΕΞ ήταν σαφές ότι ήθελε να στείλει νέο μήνυμα στην Αθήνα, συγχρόνως άφηνε παράθυρο συνεννόησης, καθώς είχε εκτενείς αναφορές στις παραδοσιακές, με ιστορικό υπόβαθρο, καλές σχέσεις των δύο χωρών, αφήνοντας ουσιαστικά υπονοούμενα ότι είναι επιλογή της ελληνικής πλευράς να οδηγήσει τις σχέσεις σε ρήξη.

Όπως μάλιστα έγινε γνωστό αργότερα, την Πέμπτη η Αθήνα είχε αποφασίσει να αντιδράσει σε αυτό που είχε χαρακτηρίσει «ασύμμετρη αντίδραση της Ρωσίας» με μια εξίσου ασύμμετρη κίνηση: Τον περιορισμό στη χορήγηση θεωρήσεων για ρώσους κληρικούς και μονάχους που επισκέπτονται το Άγιο Όρος, κυρίως τη ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος.

Η ρωσική διείσδυση και παρεμβάσεις για ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στη Μοναστική Πολιτεία, οι στενές σχέσεις πολλών Μητροπολιτών αλλά και αυτοδιοικητικών παραγόντων, μέσω των αδελφοποιήσεων πόλεων κ.ά., έχουν διατηρήσει ένα ισχυρό πλέγμα κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα.

Στο Εκκλησιαστικό εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες, καθώς πέραν της γνωστής επιβουλής του Πατριαρχείου Μόσχας, που εποφθαλμιά τον οικουμενικό ρόλο και χαρακτήρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξαν κινήσεις του Φαναρίου το τελευταίο διάστημα, είτε με την υπόθεση του αιτήματος της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων για ένταξη στην κανονικότητα, με αλλαγή του ονόματός της (αυτό αφορά μόνο την Ελλάδα όμως και όχι το Πατριαρχείο Σερβίας, το οποίο την έχει κηρύξει σχισματική), είτε με την υπόθεση της Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, που αποτελεί μείζονος πολιτικής διάστασης ζήτημα όχι μόνο για τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο αλλά και για τον ίδιο τον Πρόεδρο Πούτιν.

Συμφέρει την Ελλάδα η σύγκρουση με τη Ρωσία;

Σε αυτό το ψυχροπολεμικό περιβάλλον, είναι απορίας άξιον για ποιους λόγους ή βάσει ποιων κρυφών ανταλλαγμάτων η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, την οποία έχουν επιλέξει σκληροπυρηνικοί παράγο­ντες της κυβέρνησης Τραμπ, χωρίς να είναι φυσικά δεδομένο ότι ο ίδιος ο αμερικανός Πρόεδρος θα ακολουθήσει αυτήν την αντιρωσική πολιτική μέχρι τέλους, μιας και είναι γνωστοί οι δεσμοί του με τη Μόσχα και ο θαυμασμός του για τον Βλ. Πούτιν.

Ας ελπίσουμε ότι η κυβέρνηση έχει επίγνωση του τι ακριβώς συμβαίνει και τι ακριβώς σημαίνουν οι επιλογές της. Και ότι έχει εξασφαλίσει ορατά, χειροπιαστά και άμεσα, στρατηγικής σημασίας ανταλλάγματα από την Ουάσινγκτον για την επιλογή ρήξης των σχέσεων με τη Μόσχα…

Και ότι φυσικά έχει σχεδιάσει και τη γραμμή άμυνας στα μέτωπα εκείνα που η Ρωσία θα ανταποδώσει τα χτυπήματα, με πλήρη συναίσθηση όμως των πραγματικών μεγεθών των δύο χωρών…

Οξύνει τους τόνους ο Κοτζιάς

«Εκδικητική και αυθαίρετη, που δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο», χαρακτήρισε την απέλαση των ελλήνων διπλωματών από τη Ρωσία το ελληνικό ΥΠΕΞ με ανακοίνωσή του την Παρασκευή, που έφερε τη σφραγίδα του προσωπικού στυλ του Νίκου Κοτζιά, ενώ απέδωσε τη ρωσική στάση στη συνεργασία της με την Τουρκία.

«Η Ρωσία, αυτήν τη στιγμή, δείχνει ως να μην μπορεί να αντιληφθεί τις θέσεις αρχών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Από τότε που πολεμά ως σύντροφος εν όπλοις της Τουρκίας και της παρέχει σειρά διευκολύνσεων στον τομέα της ασφάλειας δείχνει να απομακρύνεται σταθερά από θέσεις που αρμόζουν στο επίπεδο φιλίας και συνεργασίας που χαρακτήριζε τις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας εδώ και 190 χρόνια», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Το ελληνικό ΥΠΕΞ επισημαίνει ότι «υπάρχει μια μερίδα Ρώσων, ευτυχώς μειοψηφική, που νομίζει ότι μπορεί να κινείται στην Ελλάδα χωρίς να σέβεται νόμους και κανόνες, ακόμα και να εκτοξεύει απειλές. Η ελληνορωσική φιλία επιτάσσει την εγκατάλειψη τέτοιων αντιλήψεων και όχι το αντίστροφο».

Και τελικά προειδοποιεί ότι η Ελλάδα θα απαντήσει με υπομονή και νηφαλιότητα στα αυθαίρετα μέτρα που έλαβε η ηγεσία του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών.

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ