Κ. Μελάς: Η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ
Η δημοσιοποίηση της πρόσφατης έκθεσης του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία και τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους έδειξε με απόλυτη σαφήνεια, και αυτήν τη φορά, την αδυναμία του να επιβάλλει τις απόψεις του στα σημεία εκείνα που υπάρχει ρητή διαφωνία με την ισχυρή Γερμανία.
Η υποχώρησή του στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι περισσότερο από εμφανής και δεν μπορεί να καλυφθεί πίσω από τις αμφιβολίες του για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα μετά το 2038 μέχρι και το 2060.
Όμως μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί. Σημασία έχει βραχυπρόθεσμα, έστω και μεσοπρόθεσμα, να υπάρχει βεβαιότητα για τη βιωσιμότητα του χρέους, έτσι ώστε να αρθεί ο βασικός, υπερκείμενος αρνητικός υπερκαθορισμός της ελληνικής οικονομίας και να διευκολυνθεί η μεγέθυνσή της όσο το δυνατόν περισσότερο. Όμως και σε αυτό το σημείο καμία σχετική βεβαιότητα δεν υπάρχει όταν απαιτούνται:
Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, συγκεκριμένος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ (στον οποίο επιδρούν αρνητικά τα πρωτογενή πλεονάσματα) και δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές για κάλυψη των υποχρεώσεων με επιτόκιο που δεν θα αυξάνει το κόστος δανεισμού έτσι ώστε να επιβαρύνεται περαιτέρω το δημόσιο χρέος. Το ΔΝΤ, κάνοντας απελπισμένες προσπάθειες να παραμείνει στην Ευρώπη ή να αποχωρήσει, χωρίς να παραδεχθεί το πλήθος των λαθών του (πρόσφατη η αναγνώριση ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες δεν χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση 10 δισ. ευρώ), έχει υποταχθεί πλήρως στις πολιτικές βουλήσεις της Γερμανίας, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν.
Όλες οι επιβληθείσες μεταρρυθμίσεις φέρνουν τη σφραγίδα του ΔΝΤ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί εδώ ότι χωρίς το ΔΝΤ καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θα απαιτούσε μεγάλο αριθμό από αυτές, δεδομένου ότι έρχονται ευθέως σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ίσως το κρίσιμο σημείο της έκθεσης του ΔΝΤ είναι η επιμονή του στην εφαρμογή των νομοθετημένων δημοσιονομικών μέτρων για το 2019 και το 2020.
Σημειώνεται ότι στα μέτρα περιλαμβάνονται κυρίως η μείωση του αφορολογήτου (με αυξητική επίπτωση στα έσοδα ύψους 1.920 εκατ. ευρώ το 2020), η μείωση των συντάξεων (με μειωτική επίπτωση στις δαπάνες ύψους 2.822 εκατ. ευρώ το 2019) καθώς και η αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των ελεύθερων επαγγελματιών (ύψους 140 εκατ. ευρώ περίπου σε ετήσια βάση) και, τέλος, η αύξηση των εσόδων κατά 250 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως από την εκμετάλλευση των παιγνιομηχανημάτων του ΟΠΑΠ.
Τα επιχειρήματα αυτής της οικονομικής λογικής δεν έχουν σχέση με την αδυναμία επίτευξης του στόχου που έχει τεθεί για το 2019 (16% του ΑΕΠ), διότι, όπως πρόσφατα έχει αποδειχθεί, η συνταξιοδοτική δαπάνη χωρίς νέα μέτρα φθάνει στο 15,8%, δηλαδή κάτω από τον στόχο, αλλά περισσότερο με τον τρόπο που θεωρεί το ΔΝΤ ότι θα βρεθούν πόροι για την επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Συγκεκριμένα αναφέρει: «Είναι προτεραιότητα να ισορροπηθεί εκ νέου το δημοσιονομικό μείγμα πολιτικής με έναν τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη. Η επίτευξη του υψηλού 3,5% του ΑΕΠ ως στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο 2018 – 2022, που έχει συμφωνηθεί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα απαιτήσει υψηλή φορολογία και θα περιορίσει την κοινωνική δαπάνη και τις επενδύσεις. Για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, παράλληλα με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, οι αρχές θα πρέπει να στοχεύσουν σε δημοσιονομικά ουδέτερες βελτιώσεις στο δημοσιονομικό μείγμα πολιτικής, αρχίζοντας με το ήδη νομοθετημένο δημοσιονομικό πακέτο για το 2019 – 2020.
Το 2019 η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει με σχεδιασμένες αυξήσεις στη στοχευμένη κοινωνική προστασία και στην επενδυτική δαπάνη, με χρηματοδότηση που θα προέρχεται από εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Το 2020 θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διευρύνει τη φορολογική βάση του φόρου εισοδήματος με έναν δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Αυτά τα μέτρα, υποστηριζόμενα από μεταρρυθμίσεις στον δημοσιονομικό-δομικό τομέα, με σκοπό την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της εφαρμογής, θα βοηθήσουν στη μείωση των ποσοστών φτώχειας και των οικονομικών στρεβλώσεων και θα στηρίξουν την ανάπτυξη».
Με απλά λόγια, το ΔΝΤ ισχυρίζεται ότι πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών κατά 4,9 δισ. ευρώ και αυτούς τους πόρους να τους χρησιμοποιήσει για να βοηθηθεί η μεγέθυνση και η κοινωνική προστασία! Με αυτό τον τρόπο, μακροπρόθεσμα (δηλαδή πότε;) και σιγά σιγά θα έλθει η μεγέθυνση και η κανονικότητα, αλλά με μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων! Δηλαδή, τα στρώματα αυτά, μετά τις σημαντικές απώλειες που έχουν υποστεί, θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν με το υστέρημά τους τη μεγέθυνση και την κοινωνική προστασία, έτσι ώστε όλοι να προσαρμοστούν σε κατώτερο σημείο ευημερίας.
Δυστυχώς, η λογική αυτή πρυτανεύει και στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης. Σε αντιστάθμισμα των μέτρων μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης και της μείωσης του αφορολόγητου, όπως αναφέραμε παραπάνω, προβλέπονται αντίμετρα που περιλαμβάνουν για το 2019 2 δισ. ευρώ περίπου σε αύξηση δαπανών (1.190 εκατ. ευρώ σε παροχές κοινωνικής προστασίας, 300 εκατ. ευρώ σε αύξηση δαπανών για υποδομές, 260 εκατ. ευρώ σε επιδοτήσεις συμμετοχής ασφαλισμένων για συνταγογραφούμενα φάρμακα) και για το 2020 2 δισ. ευρώ περίπου σε αύξηση εσόδων (461 εκατ. ευρώ λόγω μείωσης φορολογικού συντελεστή του Φόρου Εισοδήματος Νομικών Προσώπων από 29% σε 26%, 209 εκατ. ευρώ λόγω μείωσης των συντελεστών ΕΝΦΙΑ, 877 εκατ. ευρώ λόγω μείωσης του συντελεστή Φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων από 22% στο 20% στο κλιμάκιο μέχρι 20.000 ευρώ, και 368 εκατ. ευρώ λόγω αναμόρφωσης της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης).
Όπως γίνεται κατανοητό, η κυβέρνηση έχει πλήρως εγκλωβιστεί στη λογική του ΔΝΤ, η οποία γίνεται απολύτως αποδεκτή από τους Γερμανούς και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Τα ζητήματα που ανακύπτουν δεν έχουν μόνο κοινωνικές επιπτώσεις, αλλά προκαλούν και έντονο προβληματισμό από την άποψη της οικονομικής λογικής.