ΤΙ ΕΙΧΕΣ ΓΙΑΝΝΗ, ΤΙ ΕΙΧΑ ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΣΑΡΑΝΤΑ
Του
Μιχάλη Φιοράντε
Μετρούσα χρόνια
λησμονιάς
καί τό παρόν ξεχνούσα,
στό θολωμένο τό νερό
τίς νύχτες περπατούσα.
•••
Σέ μία Χώρα βάσανο
χωρίς χαρά κι ελπίδα
οι άγγελοι δραπέτευσαν
πάνω σέ μιά σανίδα.
•••
Ανέβηκα στά σύννεφα
μά η Γή ήταν πιό πάνω,
δέν ήξερα γιατί πονώ
δέν ήξερα τι κάνω.
•••
Οι προσευχές ξεχάστηκαν
κάηκαν κι οι εικόνες,
κάτι βρικόλακες φορούν
μόνο χρυσές κορώνες.
•••
Οι χτεσινοί ανάλγητοι
μπάσταρδοι καί Αγάδες
τι διάβολο συνέβαινε
καί γίναν’ βασιλιάδες;
•••
Ποίος τούς εφοδίασε
μέ ψέματα, καί δόλο
μέ λόγια ασυγκράτητα
όμοια μέ πολυβόλο.
•••
Άγγελο δέν συνάντησα
-προάγγελο τυχαίως-
έμοιαζε όμως Σατανάς
πού έφτανε ταχέως.
•••
Τόν κοίταξα ώς άνθρωπος
μέ τόση καλοσύνη
όπως μιά νύχτα πρίν πνιγεί
στήν λίμνη η Ευφροσύνη.
•••
Ήμουν αθώος Έλληνας
επίσης, δέ, καί βλάκας
ο Αρχιμήδης εύρηκε
τό πιό σωστό: Μαλάκας.
•••
Ώς βλάκας, ναί, πετάχτηκα
κι ώς βλάκας θά πεθάνω
στήν Χώρα πού γεννήθηκα
καί ό,τι βρώ τό χάνω.
(…)
«Είναι η ζωή παράσταση
κι εμείς οι θεατρίνοι,
μοιάζουμε με φαντάσματα
στη Κασταλία Κρήνη.
•••
»Πάμε γι΄αθάνατο νερό
μα έχει σκουριάσει
από καιρό.
Ο Χρόνος και ο Έρωτας
στάχτες ο καθείς αφήνει».
{…}
«Τέσσερις στρατιώτες
πάνε
να χαρούν την άδειά τους
κι όποιον βρίσκουν
τον ρωτάνε
πόσο δρόμο έχουν
μπροστά τους,
κι απάντηση είναι μία:
Ψάχνετε την Ουτοπία.
•••
«Με τους μήνες,
με τα χρόνια
είχε ο πόλεμος τελειώσει
κι οι στρατιώτες μες
στα χιόνια
σαν πουλιά είχαν παγώσει:
Ψάχνανε για μιαν αξία
μέσα στην ανυπαρξία».
………………………………………
Ελλάς, τό Μεγαλείο σου,
Λάθος: Ελλάς,
τό μεταλλείο σου.