Ο Πρ. Παυλόπουλος στην έναρξη της 19ης Ετήσιας Συνάντησης Αποδήμων Κεφαλλήνων και Ιθακησίων
Στο πλαίσιο της σημερινής συνάντησης επιτρέψατέ μου -και είμαι βέβαιος ότι εκφράζω τα αισθήματα όλων μας- να γυρίσω λίγο πίσω στον χρόνο, στην αποφράδα Δευτέρα, 23 Ιουλίου, την ημέρα της τραγωδίας της φονικής πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική.
Το μεγάλο πένθος είναι νωπό, και η σκέψη μας αυτές τις στιγμές μένει αμετακίνητα προσηλωμένη στην μνήμη των συνανθρώπων μας που χάθηκαν τόσο άδικα και στον αγώνα ζωής που δίνουν οι τραυματίες στο κρεβάτι του πόνου. Στην εκπλήρωση αυτού του χρέους μας καλεί και το ίδιο το πνεύμα της σημερινής συνάντησης, αν αναλογισθεί κανείς την μεγάλη και συγκινητική συμπαράσταση, ηθική και υλική, της ανά τον Κόσμο Διασποράς μας προς όσους επλήγησαν από την φονική πυρκαγιά.
Ι. Μετά τούτο επικεντρώνομαι στην σημασία της σημερινής εκδήλωσης. Με ιδιαίτερη τιμή κηρύσσω την έναρξη των εργασιών της 19ης Ετήσιας Συνάντησης Αποδήμων Κεφαλλήνων και Ιθακησίων. Θυμάμαι και το 2009 που ήμουν πάλι εδώ, στην τότε συνάντησή σας. Είχαμε συζητήσει για την απόδοση ψήφου στους αποδήμους. Είναι κάτι που τους το οφείλουμε, διότι οι απόδημοι είναι αυτοί στους οποίους στηριζόμαστε για να πάει μπροστά ο Τόπος. Και θυμίζω ότι η απόδοση ψήφου στους αποδήμους είναι ο μόνος εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος που δεν έχει ψηφιστεί. Πιστεύω πως όλες οι Δημοκρατικές Πολιτικές Δυνάμεις της Χώρας θα συνεργασθούν για να εκπληρώσουμε αυτό το χρέος μας προς τους απόδημους.
Πριν απ’ όλα πρέπει να σας τονίσω δημοσίως ότι είμαστε υπερήφανοι για εσάς. Υπερήφανοι για την πρόοδό σας και το κύρος σας εκεί που ζείτε και δραστηριοποιείσθε.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα σας πω λίγα λόγια- γιατί ξέρω πως για εσάς είναι αυτονόητα, αλλά οφείλω να τα πω για να κάνουμε έναν απολογισμό του τι έχει συμβεί ως σήμερα και τι πρέπει να υπερασπισθούμε, εκεί καθένας από εσάς που δραστηριοποιείται – για ένα μείζον γεγονός για την Ελλάδα που είναι τα Εθνικά της Θέματα. Δεν χρειάζεται να σας πω για άλλους τομείς, αλλά για τα Εθνικά μας Θέματα, ιδίως σε αυτούς τους κρίσιμους καιρούς, έχουμε ανάγκη από την δική σας στήριξη. Και όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς, αλλά γιατί έχουμε δίκιο ως Έλληνες να υπερασπιζόμαστε, τα Εθνικά μας Θέματα όπως τα υπερασπιζόμαστε. Θα τονίσω δε, για μιαν ακόμη φορά, πως δεν ξεχνάμε ότι η Ελλάδα αποτελεί – και αυτό είναι πια οριστικό και αμετάκλητο – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Και επίσης ένας συνεπής σύμμαχος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
ΙΙ. Άρα τα Εθνικά μας Θέματα τα υπερασπιζόμαστε μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και τα υπερασπιζόμαστε με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Γι’ αυτό σας είπα πως όταν τα υπερασπιζόμαστε αυτά, υπερασπιζόμαστε ταυτόχρονα και το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Θα αναφερθώ στα τρία βασικά μας θέματα.
Α. Κυπριακό: Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β. Eλληνοτουρκικές σχέσεις: Επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Γ. Τέλος, ως προς το ζήτημα που αφορά τις σχέσεις μας με την γειτονική μας χώρα, την ΠΓΔΜ: Και εδώ είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ και από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών – πρέπει η γειτονική μας χώρα να φέρει τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, και πρωτίστως στο σύνταγμά της. Γιατί το σύνταγμά της, ως έχει σήμερα, δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις προϋποθέσεις. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά – δεν πρόκειται σ΄ αυτό να υπάρξουν εκπτώσεις – όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατόν να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και ουσιαστική έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, και μόνο τότε, είναι δυνατό να
οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων.
Να είσθε βέβαιοι ότι σε αυτά τα θέματα, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές που μπορεί να υπάρχουν και που είναι θεμιτές σε μια πραγματική Δημοκρατία, όλες οι Δημοκρατικές Πολιτικές Δυνάμεις, θα μείνουν ως το τέλος ενωμένες. Γιατί εμείς, οι Έλληνες, ξέρουμε πως ό,τι σημαντικό δημιουργήσαμε το πετύχαμε ενωμένοι. Ξέρουμε το κόστος του διχασμού, ξέρουμε ότι μας στοίχισε ακόμη και κομμάτια του Εθνικού μας Κορμού. Και δεν είμαστε διατεθειμένοι, σας διαβεβαιώ, να επαναλάβουμε λάθη του παρελθόντος. Και πάλι σας ευχαριστώ για την πρόσκληση που μου απευθύνατε και εύχομαι κάθε επιτυχία στις εργασίες σας.