Η απαγωγή του μνηστήρος
Συγγραφέας
Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου
Η γιαγιά μου (1900-1940) δεν υπήρξε ηρωίδα σε κανέναν πόλεμο. Ούτε διέπρεψε σε κάποια επιστήμη ή τέχνη. Έζησε μια σύντομη και ταπεινή ζωή στην ελληνική επαρχία, στον γυναικωνίτη του προηγούμενου αιώνα. Δεν της δόθηκαν ευκαιρίες, τις δημιούργησε μόνη της. Απόλαυσε το γλυκό κομμάτι της ζωής που της αναλογούσε, γιατί πάλεψε γι’ αυτό και το κέρδισε. Με πείσμα και πάθος.
Η γυναίκα αυτή, το 1920, κόντρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής εκείνης, έκλεψε τον εκλεκτό της καρδιάς της. Τότε που συνηθιζόταν ο άντρας να κλέβει την κοπέλα που του αρνιόταν ο πατέρας-αφέντης.
Η σκληρή ιστορία μιας Κρητικιάς και ενός Κεφαλλονίτη, που γεννήθηκαν, αγαπήθηκαν, έζησαν και πέθαναν στο Μεσολόγγι.
Η ζωή της τολμηρής και ευφάνταστης Ντούλας και του θεοπάλαβου γλεντζέ Μπάμπη.
Απόσπασμα βιβλίου
-Μακριά από το αίμα-
Στ’ ανοιχτά βγήκε το καΐκι, με τα παιδιά να κοιμούνται κάτω από μια μάλλινη κουβέρτα, δυο άντρες πλήρωμα και τη γυναίκα που παραμιλούσε από τον πυρετό, ακουμπισμένη σε δυο μεγάλους μπόγους. Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα, κι ένα ασημένιο κομμάτι από φεγγάρι έφεγγε τον δρόμο τους. Ο καπετάνιος και οι άντρες του είχαν πληρωθεί με χρυσά τάλαρα. Τόσο άξιζε η σιωπή τους. Τους είχε ορκίσει η Ευγενία στη ζωή των παιδιών τους. Το μυστικό της φυγής της να το πάρουν μαζί τους, στον τάφο.
Πνιγόταν στο αίμα ο ύπνος της, εφιάλτες τής τάραζαν τον νου μερόνυχτα που καιγόταν στον πυρετό. Τα παιδιά έτρεμαν ότι θα τη χάσουν κι έκλαιγαν. Άκουγε κλάματα στον λήθαργό της μέσα και ουρλιαχτά. Έβλεπε το αίμα να ξεπηδάει από τον λαιμό του άντρα της πριν το σώμα του σωριαστεί στο κατώφλι του σπιτιού τους. Το μαχαίρι του Τουρκοκρητικού, ακόμα έξω από το θηκάρι του, άστραψε στην τελευταία ακτίνα του ήλιου που έδυε. Τα ουρλιαχτά ήταν αυτή. Μετά εκείνος πήρε τα όρη, τα βουνά. Αυτή τον κυνηγούσε και τον έψαχνε στις σπηλιές, αναμαλλιασμένη, στα μαύρα, με μάτι σαλεμένο…
Μετά ησύχασε. Κάθισε στο σπίτι με τα παιδιά φρόνιμη. Ώσπου αυτός ξαναεμφανίστηκε στο χωριό, χωρίς ντροπή, κι άρχισε τις απειλές.
Το καΐκι άραξε στο Γύθειο ύστερα από ένα εικοσιτετράωρο. Χωρίς να πάρουν ανάσα, χωρίς μια στάση να ξαποστάσουν, πήραν αμέσως ένα κάρο για Καλαμάτα. Σαν να τους κυνηγούσαν. Η Ευγενία δεν ήθελε να τους δει ανθρώπου μάτι, να περάσουν απαρατήρητοι ήθελε. Σαν αόρατοι, αν ήταν δυνατό. Στην Καλαμάτα, ανέβηκαν σ’ ένα καΐκι που άδειαζε αλάτι και φόρτωνε σύκα για Μεσολόγγι.
Όταν έφτασαν στο Μεσολόγγι, η Ευγενία ήταν πια απύρετη, αλλά χλομή σαν πεθαμένη. Τα παιδιά – ξεθεωμένα, βρώμικα, διψασμένα – κοιτούσαν με απορία τον τόπο που έμελλε να γίνει τόπος τους.
«Τι είναι εδώ, μάνα;» ρώτησε το μικρό.
«Η ζωή, Νικόλα μου! Η ζωή σας», απάντησε η Ευγενία, και στο μάτι της κάτι ζωντάνεψε και φώτισε ύστερα από τόσες μέρες.
«Και γιατί οι άντρες φοράνε γυναικεία ρούχα, μάνα;»
«Σώπα, παιδί μου, δεν είναι γυναικεία.»
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε αρκετά χρόνια στο Παρίσι. Σπούδασε δημοσιογραφία και έμαθε πολλές ξένες γλώσσες. Εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά, και στη συνέχεια, επί είκοσι συναπτά έτη, στον χώρο της διαφήμισης ως κειμενογράφος. Έχει γράψει διηγήματα, σενάρια και θεατρικά έργα.
Η απαγωγή του μνηστήρος είναι το πρώτο βιβλίο της που εκδίδεται.
Κατηγορία: Ελληνική Πεζογραφία
ISBN: 978-960-04-4905-1