Η Ελλάδα πενθεί…
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Και τώρα τι να πεις;
Θεέ μου, βοήθα αυτήν την έρημη χώρα.
Τι μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτήν την καταστροφή;
Ποιος μπορεί να βάλει στη ζυγαριά τη ζωή και να υπολογίσει την αξία της με κάτι άλλο;
«Η Ελλάδα πενθεί».
Ένας τραγικός τίτλος που κάθε τόσο φαίνεται στην τηλεόραση, προκαλώντας σοκ και αισθήματα αγάπης για τους ανθρώπους που υπέστησαν αυτήν την απίστευτη τραγωδία, άνθρωποι δικοί μας, μανάδες δικές μας, παιδιά, μωρά, θύματα μιας ασυλλόγιστης δόμησης, ονειρικής μέσα στο καταπράσινο δάσος, αλλά ταυτόχρονα παγίδας, που σε κλείνει μέσα και εκεί τιμωρεί την αποκοτιά που δεν σεβάστηκε τα δάση. Γιατί όλη αυτή η κόλαση παγίδευσε στα σπίτια στο δάσος ανθρώπους, μωρά παιδιά και τους πέταξε απάνθρωπα να κείτονται στους δρόμους νεκροί, καμένοι σαν δαδιά, ενώ τα δάκρυα όλης της χώρας συγκλονίζουν, σκεπάζοντας τις στάχτες και τα αποκαΐδια στον αέρα, έναν αέρα αδυσώπητο.
Κομμάτια από τους κορμούς των δένδρων και στάχτες σε τυφλώνουν κι ο πανικός, ο αναπόσπαστος σύντροφος των πελώριων πύρινων γλωσσών, σε παραλύει, η σκέψη σταματά και μόνο το ένστικτο σε οδηγεί. Εδώ ο μόνος τρόπος σωτηρίας είναι η διαφυγή προς τη θάλασσα. Όμως πώς να τρέξει μια γιαγιά 80 ετών, ένας παππούς, μια μάνα με δύο παιδιά στην αγκαλιά;
Και εκείνη η θάλασσα θαρρείς και περίμενε να καταπιεί ζωές, να αγριέψει, να καίει η άμμος και τα βότσαλα. Άνθρωποι με τα πόδια μέσα στο νερό, που με τη θολούρα στην ατμόσφαιρα έμοιαζαν με τους πρόσφυγες της Σμύρνης, καθώς η απελπισία που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους έγραφε τον χαμό του τόπου τους, τα σπίτια τους, τις μεγάλες ή μικρές περιουσίες που έφτιαξαν με κόπο.
Όμως η φύση είναι ανίκητη, καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να την τιθασεύσει. Πώς μπορείς να σταματήσεις έναν πύρινο εφιάλτη, που ο δικός μας εγωισμός τον αψήφησε χτίζοντας σε ένα πυκνό δάσος, με στενά δρομάκια, που σε πηγαίνουν κατευθείαν στη θάλασσα. Και εδώ έρχεται η ευθύνη του κράτους, που άφησε την άναρχη δόμηση να οργιάζει ανεξέλεγκτα, για να καταστραφεί για άλλη μια φορά ένα σημαντικός πνεύμονας που έδινε οξυγόνο στην πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα, που ασφυκτιά από τη βρώμικη ατμόσφαιρα, την αιθαλομίχλη και την κίτρινη σκόνη από την Αφρική.
Η εικόνα ενός ανθρώπου νεκρού, σκεπασμένου με ένα σεντόνι καταμεσής του δρόμου, με τα πόδια και τα χέρια του αλύγιστα, τεντωμένα προς τον ουρανό, δεν μπορεί να φύγει από τη μνήμη σου, όπως και εκείνου του σκύλου που μπόρεσε κολυμπώντας να ανέβει σε έναν μοναχικό βράχο μέσα στη θάλασσα, φοβισμένος και σιωπηλός. Θεέ, δώσε μια χάρη στη δύστυχη χώρα, για να σωθεί από την κακοτυχία της, την κουτή νοοτροπία της, τη μιζέρια της.
Είναι ένας λαός φιλότιμος, που πάντα θα σταθεί δίπλα στον συνάνθρωπό του. Είναι σφιχτά ενωμένος στις δύσκολες ώρες. Εκεί σβήνουν οι διαφορές και η προσφορά του για βοήθεια είναι γιγάντια.
Τον χειμώνα οι βροχές έπνιξαν ανθρώπους και ήταν σαν να βγήκε από τον χάρτη η Μάνδρα. Από τότε τίποτε δεν έγινε. Η γραφειοκρατία εμποδίζει την άμεση βοήθεια των ανθρώπων που υποφέρουν. Τώρα οι φωτιές, με θύματα αθώους ανθρώπους.