Ο επίλογος του «μακεδονικού» ζητήματος
Του
ΑΘ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Καθ. Πανεπιστημίου,
Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού
-Αμφίσημα – αντιφατικά – υπονοούμενα της Συμφωνίας των Πρεσπών
1. Εισαγωγικά. Στο προηγούμενο άρθρο στην εφημερίδα το «ΠΑΡΟΝ» (15-7-2018) αναλύθηκαν τα θετικά της συμφωνίας. Τώρα ο λόγος για τα αμφίσημα. Αυτά αφορούν: α. Την ιθαγένεια του ΔΜ ως «μακεδονικής».
β. Την επίσημη γλώσσα του ΔΜ ως «μακεδονική γλώσσα».
γ. Τις εμπορικές ονομασίες – επώνυμα και σήματα κ.λπ. Εδώ εστιάζονται αντιδράσεις – ενστάσεις, εύλογες ως ένα σημείο, ως ανησυχίες. Γιατί στους επικείμενους όρους – διατυπώσεις χωρεί το αμφίσημο, κ.λπ., προς όφελος ή ζημία κάθε πλευράς. Απαιτείται εμβάθυνση σ’ αυτά, σε συνάρτηση όμως με το όλο κείμενο της συμφωνίας και όχι αποσπασματικά. Σ’ αυτήν προβλέπεται περαιτέρω διαπραγμάτευση για, επιλέξει, ανησυχίες επί αμφίσημων κ.λπ. Στο άρθρο (19, 1. 3) περί «επίλυσης διαφορών» ορίζεται «αναζήτηση μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων», «επί ανησυχιών», εφόσον «το άλλο μέρος δεν δρα σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρούσας συμφωνίας».
2. Ανάλυση.
α. «Η ιθαγένεια του ΔΜ ως ‘‘μακεδονική’’».
Το επίμαχο άρθρο επιλέξει: «Η ιθαγένεια του ΔΜ θα είναι ‘‘Μακεδονική / πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας’’, όπως αυτή θα εγγράφεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα» (άρθρο 1. 3β).
1) Ο ελληνικός όρος «ιθαγένεια» ισούται νοηματικά απόλυτα προς τον όρο «υπηκοότητα» και καθόλου, μα καθόλου, με τον όρο «εθνικότητα» ή «εθνική ταυτότητα». Τα λεξικά, αρχαίας, καθαρεύουσας, δημοτικής, δίδουν την ερμηνεία τους: «Ιθαγένεια: Ο νομικός δεσμός που συνδέει ένα πρόσωπο με ορισμένο κράτος, με βάση τον οποίο το πρόσωπο καθίσταται πολίτης του κράτους αυτού: Απόκτηση/απώλεια ιθαγένειας. ΣΥΝ υπηκοότητα». «Υπηκοότητα: Ο νομικός δεσμός που συνδέει ορισμένο πρόσωπο με ορισμένο κράτος, ώστε το πρόσωπο να θεωρείται πολίτης της οικείας πολιτείας και στοιχείο του συνόλου, που ονομάζεται λαός: Αποκτώ/παίρνω/χάνω την /αγγλική/γαλλική/αμερικανική (π.χ. ιθαγένεια)».
Το Σύνταγμα του 1975, το ισχύον (άρθρα 4.3, 55.1, 105.1, 111.5), το επισημότερο, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Π.χ., στο άρθρο 105.1 για το Άγιος Όρος: «Όλοι οι μονάζοντες εξ αυτό αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια», κατά τον Καταστατικό Χάρτη Αγ. Όρους (άρθρο 6), όπου: «Άπαντες οι το Άγιο Όρος κατοικούντες μοναχοί, οιασδήποτε εθνικότητος και αν ώσιν, λογίζονται ως κεκτημένοι την ελληνικήν υπηκοότητα».
Π.χ. Ρωμαίοι Τουρκίας – «πολίτες Τουρκίας», Έλληνες ΗΠΑ – «πολίτες ΗΠΑ», Σλάβοι – Αλβανοί – Βλάχοι, κ.λπ., της «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» – «πολίτες Βόρειας Μακεδονίας». Κράτη ιδρύουν κράτη όχι εθνικότητες ή εθνικές ταυτότητες. Συνεπώς, άλλο το ιθαγενές/υπήκοο και άλλο το ομογενές/εθνογενές.
2) Εδώ «η μακεδονική ιθαγένεια» συναρτάται επικειμένου, άμεσα λεκτικά, με τη διατύπωση «πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Το αντιφατικό κείται στα επίθετα «μακεδονική» και «βόρεια». Το πρώτο ανατρέχει στο δεύτερο, που είναι όμως γεωγραφικός προσδιορισμός. Άρα, το επίθετο «μακεδονική» εδώ είναι στίγμα γεωγραφικής και όχι εθνικής ταυτότητας. Επομένως, τι θα έβλαπτε το ακριβές και αληθές με τη διατύπωση «ιθαγένεια βορειομακεδονική». Οι διαπραγματεύσεις, κατά το άρθρο 19. 1-3, θα έδιναν λύση, για άρση ανησυχιών.
3) Η τελευταία φράση του ιδίου άρθρου (1. 3β) υπαγορεύει ότι η ιθαγένεια «θα εγγράφεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα», δηλαδή στις ταυτότητες και διαβατήρια. Εδώ υπάρχει, μεταφραστικό ζήτημα.
Η «ελληνική ιθαγένεια», ο νομικός δηλαδή δεσμός, στα έγγραφα αυτά, αγγλιστί, μεταφράζεται ως «nationality» και όχι ακριβέστερα ως «cityendip». Στα σλαβικά υπάρχει ταυτότητα όρων, π.χ., ιθαγένεια – υπηκοότητα = Drzavnost, εθνικότητα = nationalyost. Απαιτείται η γλωσσική ταυτότητα όρων και στα τρία κείμενα, ελληνικό – σλαβικό – αγγλικό, της συμφωνίας. Για να μην εκπέμπονται συγκεχυμένα μηνύματα. Να δοθεί στο διαδίκτυο η συμφωνία και στις τρεις γλώσσες -επιβάλλεται, αν δεν έγινε-, για κρίσεις και συγκρίσεις.
β. Η γλώσσα.
1) Επιλέξει στη συμφωνία: «Η επίσημη γλώσσα του ΔΜ θα είναι η ‘‘μακεδονική γλώσσα’’, όπως περιγράφεται στο άρθρο 7.3 και 7.4 της παρούσας συμφωνίας» (άρθρο 1. 3γ). Τι περιγράφεται; «Το ΔΜ συμφωνεί ότι η επίσημη γλώσσα ανήκει στην ομάδα των νοτίων σλαβικών γλωσσών» (άρθρο 7.4).
2) Είναι δηλαδή η σλαβομακεδονική. Γιατί, λοιπόν, το αυτονόητο αυτό γεγονός -που κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια, κατά τη λαϊκή έκφραση- να μη δηλώνεται ευθαρσώς;
Αφού, κατά γενική, οντολογική παραδοχή, η γλώσσα δεν συνιστά conditio sine qua non εθνικής ταυτότητος; Πειστική απάντηση στο διπλό αυτό ερώτημα ανιχνεύεται στο ιστορικό γεγονός ότι οι σλαβόφωνοι έλληνες Μακεδονομάχοι (1870 – 1912), επί τούτου στην οθωμανική Μακεδονία, ήσαν εκείνοι που αντιστάθηκαν, με πάμπολλες θυσίες, αποφασιστικά στα γνωστά τότε και τώρα σχέδια για σλαβική «Μεγάλη Βουλγαρία» της Αγίας Μεγάλης Ρωσίας και της Οθωμανοκρατίας τότε και με τη συμβολή του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού, στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, απελευθέρωσαν οι «σλαβόφωνοι» Έλληνες την ελληνική Μακεδονία και επικύρωσαν τη νίκη τους με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 (βλέπε και πρώτο άρθρο μας «Τα θετικά της συμφωνίας»).
3) Σημασία εδώ έχει ποια είναι η εθνική συνείδηση και ταυτότητα και όχι τι γλώσσα λαλείς. Οι σημερινοί ανοικτόμυαλοι πολιτικοί των Σκοπίων δεν επιτρέπεται πλέον να δηλώνουν ότι είναι Σλάβοι, όπως, ορθώς, απ’ αρχής το 1991 – 1992, έλεγε ο πρώτος Πρόεδρος του κράτους Κίρο Γκλιγκόροφ. Άρα, γιατί να αρνηθούμε να δηλώσουμε ότι η γλώσσα μας είναι «σλαβομακεδονική»;
4) Η συμφωνία με τα θετικά της, πολύ βασικά, εξοστρακίζει κάθε σλαβικό «μακεδονισμό» επεκτατικών σχεδίων κατά της ελληνικής Μακεδονίας ως γεωγραφικού διαμερίσματος της Βόρειας Ελλάδος. Άρα, στις περαιτέρω διαπραγματεύσεις για άρση «ανησυχιών» θα μπορούσαν να γίνουν οι δέουσες συμπληρώσεις-διευκρινίσεις επί κειμένου. Είναι κατανοητό το γεγονός ότι επί σχεδόν 100 χρόνια οι Σλάβοι της «Βόρειας Μακεδονίας» γαλουχούνταν ως «Μακεδόνες» με το αλυτρωτικό όνειρο μιας «Μεγάλης Μακεδονίας» και με τη «Μακεδονία του Αιγαίου», δηλαδή την ελληνική Μακεδονία, σ’ αυτήν. Ήταν το αποτυχόν σχέδιο του, αλήστου, πλέον μνήμης, υπαρκτού σοσιαλισμού. Η συμφωνία τα λανθάνοντα αυτά σπέρματα καλείται πρόρριζα να καταστρέψει.
γ. Εμπορικές ονομασίες, επώνυμα, σήματα, πινακίδες αυτοκινήτων.
1) Το θέμα θίγεται συνοπτικά στο άρθρο 1. 3β της συμφωνίας. Οι εμπορικές συσσωματώσεις Αθηνών και μάλιστα της Θεσσαλονίκης εκφράζουν ανησυχίες και τις ευαισθησίες τους, που επιλέξει προβλέπει η συμφωνία στο προοίμιο και στο άρθρο 19. 1-3. Αυτές έχουν χρέος να μελετήσουν τις αφορούσες σε αυτές διατυπώσεις και να υποδείξουν τα εφικτά, ώστε να διασκεδασθούν οι ανησυχίες τους.
2) Πάντως, για μία τριετία τουλάχιστον, «τίποτε στο άρθρο 1 (3) (Θ) δεν θα επηρεάσει την παρούσα εμπορική χρήση, μέχρις ότου εξευρεθεί αμοιβαία συμφωνία, όπως προβλέπεται σε αυτό το υποτμήμα» (άρθρ. 1. 3β).
3) Δεδομένου ότι ο όρος «Μακεδονία» είναι, μετά την κύρωση της συμφωνίας, απαγορευτικός, παντελώς, για το ΔΜ (άρθρο 7), οίκοθεν νοείται ότι το πρόβλημα προσδιορισμού εμπορικών ονομασιών, κ.λπ., αφορά το ΔΜ. Το ΠΜ, δηλαδή η Ελλάδα, ipso jure, θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις υφιστάμενες ονομασίες, ονόματα κ.λπ. 4) Η προσαρμογή των εμπορικών ονομασιών στο ΔΜ θα προσδιορίζεται με βάση το ΒΜ ελληνιστί, ΝΜ αγγλιστί και SM σλαβιστί. Άλλη βάση θα είναι αμφίσημη και αντιφατική.
Πάντως, το χρήμα δεν έχει πατρίδα, στα πλαίσια συναλλαγών στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το μέτρο εδώ είναι ο βαθμός εθνικής φιλοτιμίας των συμβαλλομένων ιδιωτικών φορέων.
• Στο επόμενο άρθρο (Γ’) ο λόγος για τη στρατηγική συνεργασία και τη γενικότερη σημασία της για τα θετικά και αμφίσημα της συμφωνίας.