Ώρα να αγωνισθούμε σαν μια γροθιά για ό,τι μας ανήκει


Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Μεσημέρι Κυριακής, με τον ήλιο στα ντουζένια του και τη ζέστη να σε ψήνει φτάνοντας στους 38 βαθμούς, αναγκαστικά μένω μέσα για πολλούς λόγους και βλέποντας παλιές ελληνικές ταινίες συγκρίνω την Αθήνα του ’50 με τη σημερινή, άθελά μου. Καμιά απολύτως σχέση, είναι σαν να ήσουν σε ένα χωριό και βρέθηκες ξαφνικά σε ένα πολιτισμικό κέντρο, όπου όλα θυμίζουν πόλεις της Ευρώπης.

Οι σχέσεις των ανθρώπων του ’50 θερμές, γωνιές γοητευτικές με την απλότητά τους, καφενεδάκια, πλατείες με χίλια μύρια λουλούδια, τα αυτοκίνητα στους δρόμους ελάχιστα, μόνο εκείνα τα παμπάλαια λεωφορεία με τη στρογγυλή μούρη κινούνται, βέσπες σπάνιες κι αυτές, ποδήλατα σαν κι αυτά του «Μπακαλόγατου» (μια ταινία που κάνει θραύση ως σήμερα), πού και πού κανένα τρόλει, με τους πιτσιρικάδες καθισμένους στο πίσω μέρος, τζα­μπαρία.

Αυτά κι άλλα πολλά με συ­γκινούν βαθύτατα, όμως κοιτάζο­ντας τη σημερινή ζωή στις μεγαλουπόλεις της χώρας βλέπω μια τεράστια διαφορά. Άρα, κάτι έγινε, σκέπτομαι, εξελίχθηκαν όλα, οι δρόμοι, τα σπίτια, η κίνηση προς το αφόρητο «καλό και κακό αυτό», γίναμε ευρωπαϊκή χώρα με πολυτελή ξενοδοχεία, με ενδιαφέρουσα προβολή της ιστορίας μας προς τα έξω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κι αυτή η εξέλιξη έφτασε μέχρι το τελευταίο χωριό. Είχε όμως έναν παραλογισμό ασυγκράτητο. Γίναμε όλοι πλούσιοι, με εξοχικά, με δύο-τρία αυτοκίνητα ο καθένας, με τις διακοπές και τα ταξίδια στο εξωτερικό σαν να ήταν Αθήνα – Πειραιάς, χωρίς καν να σκεφτούμε ότι τα χρήματα που καταναλώναμε δεν ήταν δικά μας, ήταν δανεικά, αλλά όχι αγύριστα.

Πληρώσαμε και πληρώνουμε αυτήν την αποκοτιά μας με στερήσεις, με μια ζωή που δεν μοιάζει ούτε με τους πολέμους που έζησε αυτή η μικρή πατρίδα, γιατί τότε αγωνιζόμασταν όλοι για έναν σκοπό, την ελευθερία, και βλέπαμε φως στην άκρη του τούνελ.

Και μέχρι πότε θα φθάσει αυτό; Τι φταίνε τα παιδιά μας, να πληρώνουν τις αμαρτίες τις δικές μας, να μένουν χρόνια χωρίς όνειρα, δίνοντας καθημερινά τη μάχη για τον επιούσιο; Τα καράβια γεμίζουν για τις διακοπές, μόνο που είναι λίγες, τα καφέ, τα μπαρ, τα εστιατόρια τίγκα κι από την άλλη κλαυθμός και οδυρμός, σαν να είμαστε περιχαρακωμένοι σε μια απέρα­ντη, αβυσσαλέα τάφρο, που δεν ακούγεται ο θόρυβος της ζωής, οι διαμαρτυρίες, οι διαδηλώσεις, τα συνθήματα, δεν ακούγεται η βροχή, ο αέρας, δεν φαίνονται οι συνηθισμένες φωτιές, δεν ακούγονται τα παράπονα των πεινασμένων, δεν γνωρίζουμε τίποτα για το ξεπούλημα της γης μας που χάνεται μεθοδικά, δεν γνωρίζουμε για τους εχθρούς μας που προσπαθούν να αρπάξουν κομμάτια της χώρας μας, ζώντας στη νιρβάνα της αδιαφορίας μας.

Και βέβαια όλα καλά, αφού κανείς δεν έμαθε ή δεν ρωτήθηκε για το τι συμβαίνει. Είμαστε ακόμα Έλληνες ή σε λίγο θα είμαστε ένα κομμάτι γης, ανώνυμο, στο οποίο θα ζουν διάφορες φυλές και το όνομά μας θα σκορπιστεί στους πέντε ανέμους, κάνοντας συντροφιά στις ξέρες της θάλασσας, στις μακρινές άγονες γραμμές, σκλάβοι της ίδιας μας πατρίδας.

Πρέπει να ανέβει το ηθικό μας, να έρθουμε στα λογικά μας, να αισθανθούμε όλες τις διαστάσεις των προβλημάτων μας και να αγωνιστούμε σαν μια γροθιά για ό,τι μας ανήκει.


Σχολιάστε εδώ