Η συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στο Ελσίνκι και το βαθύ αμερικανικό κράτος


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ποιος κυβερνά την Αμερική; Αυτό το ερώτημα τίθεται έντονα, για μία ακόμα φορά, μετά τις πρωτοφανείς αντιδράσεις του βαθέως Αμερικανικού κράτους στις δηλώσεις του Προέδρου Τραμπ, μετά τη συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του Πούτιν.

Ο πρώην αρχηγός της CIA επί Κλίντον, Μπρέναν, έφτασε στο σημείο να καταγγείλει τον Αμερικανό Πρόεδρο ως «προδότη» της χώρας τους. Ο γραφικός γερουσιαστής Μακέιν, που περιφερόταν στη Μέση Ανατολή και συναντούσε τους ηγέτες των Ισλαμιστών στον πόλεμο της Συρίας, εξεστόμισε ακατονόμαστες ύβρεις και καταγγελίες κατά του Αμερικανού Προέδρου, σε συγχορδία με την απαρηγόρητη Χίλαρι Κλίντον, που θεωρούσε δεδομένη την εκλογή της, εφόσον είχε γίνει η εκλεκτή και ευνοούμενη του Αμερικανικού βαθέως κράτους.

Η επωδός είναι πάντα η ίδια: Η παρέμβαση δήθεν των Ρώσων στις Αμερικανικές εκλογές, με υπονοούμενο τον επηρεασμό τους υπέρ του Τραμπ. Ποιος όμως ήλεγχε τις Αμερικανικές Μυστικές Υπηρεσίες πριν από τις εκλογές; Τόσο ανίκανες ήταν οι Μυστικές Υπηρεσίες να προστατεύσουν τη χώρα από ξένες επιρροές και παρεμβάσεις; Είναι δυνατόν να δεχθεί κανείς ότι η Ρωσία έχει τη δύναμη να επηρεάζει αποφασιστικά και να κλίνει την εκλογική πλάστιγγα στις ΗΠΑ;

Ο καθενας αντιλαμβάνεται ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι έωλοι και ανυπόστατοι. Είναι χρήσιμοι όμως ως πρόσχημα για τη βραχυκύκλωση του νέου Προέδρου, που εξελέγη ανελπίστως, διαψεύδοντας τα προγνωστικά. Αντιμετωπίζεται ως θανάσιμη απειλή από το βαθύ κράτος, που βλέπει να αμφισβητείται και να δέχεται πλήγματα το ολοκληρωτικό σύστημα που επέβαλε με σημαία την παγκοσμιοποίηση. Είναι πολύ ενδεικτικό το παράδειγμα που απεκάλυψε ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν με την ευκαιρία της συναντήσεως στο Ελσίνκι και το οποίο αφορά απίστευτη οικονομική συμβολή στον προεκλογικό αγώνα της Χίλαρι Κλίντον.

Ένα, ονόματι Ρωσικό, fund, ιδιοκτησίας στην πραγματικότητα του Βρετανού μεγιστάνα Μπρούντερ, στενού φίλου της Κλίντον, «κέρδισε» στη Ρωσία, με τα γνωστά χρηματιστικά παιχνίδια, 1,5 δισ. δολάρια. Δεν πλήρωσε φόρους ούτε στη Ρωσία ούτε στη Μ. Βρετανία. Διέθεσε όμως 400 εκατ. δολάρια ως χορηγία στην προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον!

Αυτός είναι ο ωραίος κόσμος της παγκοσμιοποίησης και των ανοικτών συνόρων. Το εθνικό κράτος αφοπλίζεται. Η λαϊκή κυριαρχία γίνεται κέλυφος κενό και η πραγματική εξουσία και ο πλούτος συγκεντρώνονται στα χέρια μιας μικρής ολιγαρχίας που δρα μέσα από funds, πολυεθνικές εταιρείες και τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών.

Η εικονική οικονομία των παραγώγων, της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, της ασύδοτης δημιουργίας πλαστού χρήματος, με την απορρύθμιση του τραπεζικού δανεισμού, υπονομεύουν την πραγματική παραγωγική οικονομία και θέτουν σε πρώτη μοίρα την εικονική. Η τελευταία είναι πιο κερδοφόρα για την ολιγαρχική μειοψηφία, που την κινεί. Η ασύδοτη, π.χ., δημιουργία παραγώγων, που οδηγεί σε δημιουργία χρήματος εκ του μηδενός, παρουσιάζεται ως ενισχυμένη ρευστότητα που βοηθά την οικονομία και την ανάπτυξη. Εάν προκύψει όμως κρίση, το κόστος φορτώνεται στους φορολογουμένους, για να αποφευχθεί, υποτίθεται, η γενικότερη κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Το ίδιο συμβαίνει με μια εθνική ή πολυεθνική εταιρεία. Μεταφέρει την παραγωγή της σε μια τρίτη χώρα φθηνού κόστους, εκμεταλλευόμενη το ελεύθερο εμπόριο και τα ανοικτά σύνορα. Η μεταφορά είναι ασφαλώς συμφέρουσα για την εταιρεία, εφόσον παράγει δύο ή τρεις φορές φθηνότερα και μπορεί ταυτοχρόνως να εξάγει, χωρίς δασμούς, τα προϊόντα της και στην πρώην μητρόπολη. Το καθεστώς αυτό το εκμεταλλεύονται και εταιρείες τρίτων χωρών. Επενδύουν σε γειτονικές χώρες φθηνού κόστους και εξάγουν τα προϊόντα τους, χωρίς δασμούς, στην Αμερικανική, π.χ., αγορά. Κλασικό παράδειγμα η Γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και το Μεξικό.

Η παγκοσμιοποίηση συμφέρει, προφανώς, μια ορισμένη ολιγαρχία. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το εθνικό κράτος, που έχει την ευθύνη να εγγυηθεί την απασχόληση και το επίπεδο ζωής του λαού του, όπως επίσης την εθνική και τη λαϊκή κυριαρχία του. Ένα παράδειγμα από τις σημερινές ΗΠΑ είναι εξόχως ενδεικτικό και διδακτικό. Ο Αμερικανός Πρόεδρος ανέδειξε για πρώτη φορά ότι το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ είναι 800 δισ. δολάρια. Μπορεί ακόμα και η οικονομικά ισχυρότερη χώρα του κόσμου, η οποία έχει επιπλέον το λεόντειο πλεονέκτημα του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος, να αντέξει, για πολλά χρόνια, ένα τέτοιο εμπορικό έλλειμμα;

Η εκλογή Τραμπ, παρά το ασυνήθιστο και εκρηκτικό της φυσιογνωμίας του, έχει πολύ βαθείς και ισχυρούς λόγους στην Αμερικανική κοινωνία. Είναι η αντίδραση της βαθιάς Αμερικής, του καθημερινού Αμερικανού πολίτη, σε μια πορεία παρακμής και υποδουλώσεως, που παρουσιαζόταν με δάφνες διεθνούς ηγεμονίας.

«Γιατί να έχουμε αντιπαράθεση και όχι συνεργασία με τη Ρωσία», έλεγε ο Τραμπ ως υποψήφιος. Η αναμενόμενη όμως συνεργασία, μετά την εκλογή του, κατέστη ανέφικτη, λόγω της ενορχηστρωμένης εκστρατείας για τη δήθεν παρέμβαση της Ρωσίας στις Αμερικανικές εκλογές, με εμπλοκή των Μυστικών Υπηρεσιών, του FBI και της Δικαιοσύνης.

Χρειάσθηκε να κερδίσει χρόνο ο Αμερικανός Πρόεδρος και να δώσει μάχες στο εσωτερικό, υπερακοντίζοντας ορισμένες φορές σε επιθέσεις κατά της Ρωσίας, για να ανοίξει τον δρόμο της συναντήσεως με τον Ρώσο Πρόεδρο. Το τραγικό στην περίπτωση αυτή είναι ο ρόλος που παίζει η Ευρώπη, συμμαχώντας με το βαθύ Αμερικανικό κράτος, με κοινό παρονομαστή την παγκοσμιοποίηση. Για να συνεχισθεί και να μην ανατραπεί η πολιτική αυτή, τώρα που αμφισβητείται και κλονίζεται στο λίκνο της.

Η Ελλάδα, που πληρώνει το πιο βαρύ τίμημα της πολιτικής αυτής και αντιμετωπίζει όχι μόνο απειλές πλήρους οικονομικής αποσαθρώσεως αλλά και απειλές που αφορούν την εθνική συνοχή και την ακεραιότητά της, συνεχίζει την ίδια πολιτική. Παρουσιάζεται μάλιστα ως πρωταγωνιστής σε ορισμένες πτυχές της, όπως η λαθρομετανάστευση.

Εσχάτως υπερακοντίζει επίσης σε θέματα στα οποία όφειλε να είναι πιο προσεκτική, σε βάρος μάλιστα των εθνικών της συμφερόντων. Ο αντι-Ρωσισμός δεν ήταν ποτέ στη Μεταπολίτευση παράμετρος της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Πρώτον, γιατί δεν ανταποκρίνεται στα αισθήματα του Ελληνικού λαού. Δεύτερον, γιατί δεν ανταποκρίνεται στις αναγκαίες στρατηγικές ισορροπίες που απαιτεί η υπεράσπιση των Ελληνικών εθνικών συμφερόντων.


Σχολιάστε εδώ