Λ. Βάσσης: Τα απόνερα των «Πρεσπών»
Του
ΛΑΟΚΡΑΤΗ ΒΑΣΣΗ
Φιλολόγου – Συγγραφέα
1) Ανήκοντας στους ρεαλιστές, αλλά όχι στους … πολύ ρεαλιστές, υποστήριζα τον λογικό ελληνικό συμβιβασμό, τη σύνθετη δηλαδή ονομασία για λύση του «μακεδονικού προβλήματος».
Με τη σύνθετη ονομασία να ορίζει καθαρά τον γεωγραφικό και μόνο χαρακτήρα του όρου «Μακεδονία» (erga omnes), μιας κι οι γείτονές μας, σλαβογενείς, αλβανογενείς και ό,τι άλλο, κατοικούν (και) σε ένα κομμάτι του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Λύση, όμως, χωρίς… ιησουίτικες αμφισημίες, που, κατά βάθος, θα αναιρούν την καθαρότητα του γεωγραφικού προσδιορισμού.
2) Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ανησυχώντας για τα τεκταινόμενα, κυρίως γιατί ήταν έκδηλη η γεωπολιτικού χαρακτήρα βούληση των ευρωδυτικών επικυρίαρχών μας, δημοσίευσα κείμενο με τον εύγλωττο τίτλο: «Το κεντρί του μακεδονισμού», θέλοντας να τονίσω το αυτονόητο, πως δηλαδή το μέγα επίδικο του «προβλήματος», ως γενετική του ρίζα, είναι το τοξικό ιδεολόγημα του «μακεδονισμού». Οπότε και ευθέως συνακόλουθη η ταύτιση της λύσης του, όχι του… κλεισίματός του, με το να βγει αυτό το «κεντρί» απ’ τη ράχη μας. Έτσι ώστε να εκλείψουν οριστικά και οι παρενέργειές του, όχι μόνο στη δική μας ζωή αλλά και στη ζωή της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων.
3) Πολύ θα ήθελα, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών, να διαπίστωνα πως το «κεντρί» βγήκε κι ένα δύσκολο πρόβλημα επιτέλους λύθηκε. Χωρίς να αφήνονται ανοιχτές κερκόπορτες για να ξαναβρικολακιάσει, αν και όποτε, σε μελλοντικούς αναδασμούς των Βαλκανίων. Δυστυχώς όμως, όσο κι αν ελαστικοποιήσω τα κριτήριά μου, το ζύγι των υπέρ και των κατά, παρότι κάποια πράγματα δεν… ζυγίζονται, μόνο θετικό δεν μου βγαίνει. Για να μην πω πως η ζυγαριά γυρίζει ανάποδα, όταν βάζω στο ζύγι τα περί «μακεδονικής ιθαγένειας» (άρθρο 1β) και «μακεδονικής γλώσσας» (άρθρο 1γ) των γειτόνων μας.
4) Γιατί, όσο κι αν συναναγνωστούν οι ρήτρες για τη «γλώσσα» και την «ιθαγένεια» και με τα υπαρκτά αντίβαρά τους, όπως τα δηλούμενα στο άρθρο 7, μόνο αν παραβιάζαμε τους κανόνες της κοινής λογικής θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως το «κεντρί» βγήκε απ’ τη ράχη μας και από την ευρύτερη περιοχή μας. Καθώς, όχι μόνο δεν βγήκε, αλλά και νομιμοποιήθηκε για πρώτη φορά απ’ τους μόνους που, ως… θύματα του σφετερισμού ταυτοτικών ιστορικοπολιτιστικών μας στοιχείων, μπορούσαμε να νομιμοποιήσουμε τα σφετερισμένα, όλα ή μέρος τους. Κάτι που πράξαμε, νομιμοποιώντας, μέσα από την αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής ιθαγένειας», τον εσώτερο πυρήνα του ιδεολογήματος του «μακεδονισμού», που είναι η «μακεδονική» εθνοτική του βάση.
5) Με τον αντίλογο πως πουθενά στη συμφωνία δεν αναγνωρίζεται «μακεδονική εθνότητα» να είναι… στρουθοκαμηλισμός, όταν αναγνωρίζονται, με τη βούλα μας, τα δύο βασικά συνιστώντα την εθνότητα (και την ταυτότητα), η «γλώσσα» δηλαδή και η «ιθαγένεια» (καταπώς μας το ξεκαθάρισε, κατάμουτρα, ο Ζάεφ στις Πρέσπες, με το «Μακεδόνες, Έλληνες και Ευρωπαίοι»!). Όπως, επίσης, είναι κάτι παραπάνω από προφάσεις εν αμαρτίαις η συνενοχική επίκληση, αμφιλεγόμενων εν πολλοίς, αμαρτωλών τετελεσμένων, υπαρκτών παραλείψεων και λαθών από προγενέστερους ιθύνοντες της χώρας μας. Που, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούσαν και ελληνική νομιμοποίηση των σκοπιανών σφετερισμών. Στην ίδια μάλιστα κατεύθυνση, κάποιοι έφτασαν, διά της παραναγνωστικής τακτικής, ακόμα και στον Παύλο Μελά (έλεος!), όπως και στην Πηνελόπη Δέλτα, για να δικαιολογηθεί η διά της συμφωνίας αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας».
6) Που, εντέλει, σημαίνει πως η υποστηρικτική βάση της συμφωνίας μόνο πειστική δεν είναι, μιας και νομιμοποιείται η γενετική ρίζα του «μακεδονικού προβλήματος», ο εσώτερος δηλαδή πυρήνας του «μακεδονισμού». Όπως, επίσης, δεν θα μπορούσε να είναι πειστική και η εξόφθαλμα υποκριτική αντίθεση της νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της ΝΔ. Που, με προφανή κυνικό τακτικισμό ψηφοθηρικής αντιστοίχισης προς το λαϊκό αίσθημα, κινείται έξω κι απ’ τις νεοταξικές συντεταγμένες της πολιτικής της φιλοσοφίας και της κάθε άλλο παρά πατριωτικής της θεμελίωσης. Οπότε και με κάθε άλλο παρά στρατηγικό τον χαρακτήρα της αντίθεσής της όχι μόνο στη συμφωνία αλλά και στα άλλα ευρωδυτικά βαθύτερα (ομόρροπα πια!) της κυβερνητικής τροχιάς.
7) Έτσι που τόσο η συνενοχική υποστήριξη όσο και η υποκριτική αντίθεση των δύο πόλων του (κακέκτυπου) νεοδικομματισμού μας, πολύ περισσότερο η ίδια η συμφωνία, να είναι αποκαλυπτικά δηλωτικές:
• Της ανημπόριας του πολιτικού μας συστήματος και της επικυριαρχούμενης χώρας μας (μετά και την αναδιπλωτική, συριζαίικη προσαρμογή)
• Της βαθιάς πολιτιστικής κρίσης, που αγγίζει το πολιτιστικό μας κύτταρο, και της συνολικότερης παρακμιακότητάς μας (με όλους τους δείκτες εθνικής δυναμικής… καθοδικούς).
• Των όλο και μειούμενων εθνικών μας αντοχών και αντιστάσεων, ιδίως αφότου απωλέσαμε, με τη χρεοκοπία, την εθνική μας αυτεξουσιότητα και μοιάζουμε να έχουμε αποδεχτεί, ως λαός και ως έθνος, την ήττα μας και τη… μοίρα μας.
Με τις δύο νοσηρές άκρες του πολιτικού μας φάσματος, τον αγροίκο «μπαρμπαρουσισμό» της εθνοφυλετικής τοξικότητας, απ’ τη μια μεριά, και τον σοβαροφανή «αντιεθνικισμό» της νεοταξικής ατοπίας (όπου προστίθεται και ο αντιεξουσιαστικός μηδενισμός), απ’ την άλλη, να προσδίδουν τη δική τους γκρίζα διάσταση στην καλλιεργούμενη (ψευδώνυμη στα… μείζονα) νεοδικομματική πόλωση. Καθώς, συν τοις άλλοις, ανακινούν και τον επικίνδυνο βυθό των διχαστικών μας παθών. Προσθέτοντας πολλή αιθαλομίχλη στον έτσι κι αλλιώς μουντό εθνικό μας ορίζοντα.
8) Που σημαίνει πως με παντελώς τραβηγμένη, μετά τις Πρέσπες, την κουρτίνα που έκρυβε τις κακοδαιμονίες μας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την κατάστασή μας και να σταθούμε με υψηλό αίσθημα ευθύνης μπροστά στα δεδομένα της εθνικής μας πραγματικότητας. Οπότε και να χαράξουμε, επιτέλους, κοινή εθνική γραμμή αντιμετώπισης όλων των μεγάλων μας προβλημάτων. Με αυτονόητο πρώτο μας μέλημα την… επιστροφή σε κλίμα πολιτικού πολιτισμού και νηφάλιου διαλόγου, χωρίς εκατέρωθεν εμπαθείς και άφρονες ενοχοποιήσεις. Όσο μεγάλες κι αν είναι οι διαφορές μας, εντός μάλιστα των ορίων της πιασμένης στη στρατηγική μέγγενη της ευρωδυτικής επικυριαρχίας εθνικής μας ζωής.
Ενός διαλόγου που θα φωτίζει τόσο το πραγματικό βάθος των προβλημάτων μας όσο και το πραγματικό περιεχόμενο των διαφορών και των αντιθέσεών μας. Με πρώτο σ’ αυτήν τη συγκυρία, λόγω Πρεσπών, το «μακεδονικό πρόβλημα», όπου θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε, αν όχι σε μια επαναδιαπραγμάτευση, τουλάχιστον σε μια διορθωτική, κοινή εθνική γραμμή αντιστοιχιστικής ενιαιοποίησης: Ονόματος, γλώσσας και ιθαγένειας στη χώρα των γειτόνων μας. Μαζί και για πολλά άλλα, όπως, ας πούμε, η αντιμετώπιση των πλαστογραφικών εγχαράξεων του ιδεολογήματος του «μακεδονισμού» στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
9) Σε μια τέτοια κατεύθυνση νηφάλιου και ειλικρινούς διαλόγου για τη Συμφωνία των Πρεσπών: Αφενός, δεν μπορούμε να υποβαθμίζουμε τα όποια θετικά της, όπως, για παράδειγμα, τη σημαντική αλλαγή ονόματος της γείτονος χώρας, με αντιστοίχισή του στον μερικό γεωγραφικό της χώρο, ή τα του προαναφερθέντος άρθρου 7 και την… επιστροφή της ιδιοποιημένης αρχαιομακεδονικής μας κληρονομιάς ως κρισίμου μέρους του συνολικότερου ιστορικοπολιτιστικού της σφετερισμού. Αφετέρου, για να επανέλθουμε στο μέγα επίδικο, επίσης δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στο ότι η γενετική ρίζα του προβλήματος, όπως υπερβαλλόντως τονίστηκε σε τούτο το κείμενο, δεν εξέλιπε.
Με βασανιστικά αιωρούμενο το ερώτημα (ρητορικό προφανώς!): Πώς γίνεται και γιατί το μεν κράτος να ονομάζεται «Βόρειος Μακεδονία» κι η γλώσσα του όχι «βορειομακεδονική», κατά ευθεία λογική συνέπεια, αλλά «μακεδονική», όπως και η ιθαγένεια επίσης να μην είναι «βορειομακεδονική» αλλά «μακεδονική», αναπέμποντας, μ’ αυτήν την καθόλου… αθώα σφετεριστική ιδιοποίηση, όχι στο γεωγραφικό μακεδονικό μέρος αλλά στο μακεδονικό όλον; Και τι λέει, αλήθεια, επ’ αυτού ο «αξιότιμος» κ. Νίμιτς, ως ο επί εικοσιπενταεντίαν εκλεκτός των… νονών του νεότευκτου κράτους (και όχι μόνο!);
10) Παρότι θεωρώ, ας το πω καιροί που είναι, πως οι διαπραγματευτές μας και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι διεκδίκησαν το καλύτερο δυνατό, ζυγίζοντας προφανώς τα υπέρ και τα κατά της συμφωνίας με τα μέτρα και τα σταθμά των ιεραρχήσεών τους, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το ζύγι τους και να μη βλέπω τα… απόνερα των Πρεσπών!
Κι ούτε λόγος πως η πολιτική είναι για να λύνει προβλήματα. Να τα λύνει όμως και όχι να τα… κλείνει. Όπως επίσης ούτε λόγος πως η πολιτική θέλει ρεαλισμό, θέλει λογική, ακόμα και προσαρμοστικότητα. Όχι όμως πολύ «λογική», πολύ «ρεαλισμό» και πολύ «προσαρμοστικότητα». Που μας πάει στο γνωστό και δήθεν εκσυγχρονιστικό (προοδευτικοφανές ή και αριστεροφανές) ρεύμα σκέψης, που, απ’ τη σημιτική ακόμη περίοδο, ως εν δυνάμει υποκατάστατο μιας νέας… εθνικής πολιτικής, ήταν υπέρ του Σχεδίου Ανάν, χαιρέτιζε τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, ζητούσε, με νεοταξικό συμφυρμό μεταφυσικού διεθνισμού και κοσμοπολιτισμού αναγνώριση των γειτόνων με το συνταγματικό τους όνομα, σκέτο δηλαδή «Μακεδονία», και άλλα τέτοια παρόμοια!
Ολοκληρώνοντας τούτο το κείμενο, θα αρκεστώ να τονίσω την ανάγκη χάραξης, έστω και τώρα, μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής σε τροχιά ανάκτησης της χαμένης απ’ τη χρεοκοπία και εντεύθεν εθνικής μας αυτεξουσιότητας, που θα είναι, δεν γίνεται αλλιώς, και τροχιά ρήξης με όλες τις νοσηρότητες που έφεραν τη χρεοκοπία και παρατείνουν την άγονη διαχείρισή της. Εννοώ στρατηγική καθολικού πατριωτικού συναγερμού, που στοχεύει στο να νικήσουμε την… εθνική ήττα μας και να βγούμε πραγματικά στην ανοιχτή δημοσιά της ιστορίας μας, χωρίς τη «χανάκα»* της ευρωδυτικής επικυριαρχίας στον λαιμό μας.
Κι ούτε λόγος, όχι άλλες τέτοιες… λύσεις στα εθνικά μας θέματα!
* Χανάκα: Ξύλινο τρίγωνο, που το έβαζαν στον λαιμό οικόσιτων ζώων για να μην μπαίνουν στους περιφραγμένους κήπους (Βάρναλης: «Λευτεριά της χανάκας και του ξύλου…»).