Από τον Πούτιν στον Τραμπ
Πού πήγε η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική;
-Το ρωσικό ΟΧΙ στη Συμφωνία των Πρεσπών εξόργισε το Μαξίμου
Σε ριψοκίνδυνα παιχνίδια για την ίδια την ασφάλεια αλλά και τη διεθνή θέση της χώρας τείνουν να εξελιχθούν οι ακροβασίες μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, με την κυβέρνηση να προσπαθεί τώρα να κατευνάσει την οργισμένη ρωσική ηγεσία, αφού προηγουμένως όμως είχε συμβάλει τα μέγιστα στη μετατροπή της έντασης στις διμερείς σχέσεις σε πραγματική κρίση.
Η επιλογή της κυβέρνησης να στραφεί στον αμερικανικό άξονα και να επενδύσει στρατηγικά στον Πρόεδρο Τραμπ είναι μια επιλογή που σφραγίσθηκε στην επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσινγκτον στο τέλος του 2017.
Βέβαια κανείς δεν ανέμενε ότι μια κυβέρνηση που τα στελέχη της παραδοσιακά, για ιδεολογικούς και συναισθηματικούς κυρίως λόγους, είναι φιλικά διακείμενα προς τη Ρωσία θα κατέληγε στη ρήξη.
Όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα αφήνουν βαθιά χαραγμένα σημάδια στις ελληνορωσικές σχέσεις, όπου πλέον κυριαρχεί η καχυποψία και η δυσπιστία, χαρακτηριστικά τα οποία όταν αφορούν τη σχέση με τη Μόσχα σφραγίζουν μακροπρόθεσμα τις διμερείς σχέσεις. Ειδικά μάλιστα όταν η συγκεκριμένη ελληνική στάση στρέφονταν εναντίον του πιο συνεπούς υποστηρικτή των ελληνικών θέσεων, του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ.
Πενιχρά προς το παρόν τα ανταλλάγματα της Ουάσινγκτον
Η υπόθεση της απέλασης των δύο Ρώσων και κυρίως ο τρόπος και ο χρόνος που δημοσιοποιήθηκε προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τη Μόσχα, αρχικά σε πολιτικό επίπεδο, καθώς θεωρήθηκε ότι εντασσόταν στον γενικότερο σχεδιασμό για χρήση των πραγματικών ή φανταστικών παρε-
μβάσεων της Μόσχας στα εσωτερικά των χωρών της Δύσης, προκειμένου να δικαιολογηθεί ένα νέο κύμα κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας και να καλλιεργηθεί αντιρωσικό κλίμα στις δυτικές κοινωνίες.
Η αλήθεια είναι ότι από καιρό η υπερδραστηριότητα των Ρώσων διπλωματών και άλλων παραγόντων, μέσω διαφόρων θεσμών, πολιτιστικών φορέων κ.λπ., ενοχλούσε την Αθήνα, θεωρώντας ότι έδινε υπερβολική δύναμη επιρροής σε κέντρα που δεν ελέγχονταν.
Και αυτή η επιρροή αφορά όχι μόνο αυτοδιοικητικούς παράγοντες, συλλόγους και σωματεία αλλά και την Εκκλησία, καθώς το παιχνίδι επιρροής με επίκεντρο το Άγιο Όρος έχει αντίκτυπο πολύ έξω από τα όρια της Αθωνικής Πολιτείας.
Αυτό που ερέθισε την κυβέρνηση και ειδικά τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά ήταν αφενός η καθαρή στάση της Μόσχας εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών, καθώς τον δυσκόλευε ακόμα περισσότερο να πείσει στο εσωτερικό περί της ορθότητας της συμφωνίας, και αφετέρου η φερόμενη εμπλοκή των δύο Ρώσων αλλά και άλλων προσώπων, που συνδέονταν, σύμφωνα με τις Αρχές, με τον ρωσικό παράγοντα, στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων και των συγκεντρώσεων εναντίον της συμφωνίας.
Το ρωσικό ΟΧΙ στη Συμφωνία των Πρεσπών εξόργισε το Μαξίμου
Η παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας κρίθηκε ότι έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα και αποφασιστικά, αλλά στο σημείο αυτό άρχισαν οι… παρεξηγήσεις.
Η Αθήνα θεώρησε ότι το επεισόδιο με τους δύο Ρώσους, για το οποίο επισήμως δεν έχει ειπωθεί τίποτε, απλώς έχει διαρρεύσει ότι υπάρχουν στοιχεία, τα οποία κανείς όμως δεν έχει δει, είναι μια καλή ευκαιρία να πουλήσει «εκδούλευση» στους Αμερικανούς, την παραμονή μάλιστα της Συνόδου του ΝΑΤΟ, να θυματοποιηθεί έναντι εταίρων και συμμάχων με το επιχείρημα ότι στοχοποιείται από τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Συγχρόνως, ήταν μια καλή ευκαιρία να συκοφαντηθούν οι αντίθετοι προς τη συμφωνία εκτός από Χρυσαυγίτες και ως πράκτορες των Ρώσων…
Μάλιστα αναπτύχθηκαν και οι γνωστές θεωρίες συνομωσίας, βάσει των οποίων το ρωσικό «δίκτυο» στην Βόρεια Ελλάδα και στα Σκόπια αναπτύχθηκε σε συνεργασία Πούτιν – Ερντογάν, οπότε η αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών τελικά εξυπηρετεί τον… Ερντογάν. Η σύγκρουση ΗΠΑ – Ρωσίας, και μάλιστα υπό τις συνθήκες που γίνεται, με έναν απρόβλεπτο Ντόναλντ Τραμπ, είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι για παίκτες του μεγέθους της Ελλάδας.
Έτσι, αντί η Αθήνα να αντιμετωπίσει αυτήν τη ρωσική παρέμβαση και συγχρόνως, διακριτικά και αποφασιστικά, να εξηγήσει στον ίδιο τον κ. Λαβρόφ πως η Ελλάδα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι και δεν θα επιτραπούν πλέον τέτοιου είδους κινήσεις, επελέγη η τακτική της σύγκρουσης και της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης, καθώς ήταν σε όλους προφανές τι σκοπιμότητες εξυπηρετούσε η διαρροή στον Τύπο της απέλασης των δύο Ρώσων την ημέρα της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Το ρωσικό ΥΠΕΞ, χωρίς να κλιμακώνει, έκανε λόγο για κινήσεις που υπαγορεύονται έξωθεν και κατόπιν υπήρξε η αιχμηρή και με πολλά υπονοούμενα εβδομαδιαία ενημέρωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών από τη Μαρία Ζαχάροβα, η οποία επανήλθε στο θέμα των έξωθεν παρεμβάσεων στην Ελλάδα, κάνοντας μάλιστα λόγο για «βρώμικα παιχνίδια» εναντίον της Ρωσίας, στα οποία έσυραν και την Ελλάδα. Το ελληνικό ΥΠΕΞ, με μια πραγματικά οργισμένη και στα όρια των διπλωματικών ορίων ανακοίνωση, έριξε λάδι στη φωτιά.
Το ελληνικό ΥΠΕΞ έκανε λόγο για προσπάθεια του ρωσικού ΥΠΕΞ να υιοθετήσει και να νομιμοποιήσει τις ενέργειες των Ρώσων που απελάθηκαν, έκανε λόγο για ασέβεια εις βάρος της Ελλάδας και αδυναμία κατανόησης της ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής της και προειδοποιούσε ότι κανείς δεν μπορεί να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Αποτέλεσμα ήταν το επόμενο πρωί να ανακοινωθεί από τον ρώσο πρεσβευτή στην Αθήνα Αντρέι Μασλόφ η αναβολή της επίσκεψης του Σεργκέι Λαβρόφ στην Αθήνα το φθινόπωρο, που είχε συμφωνηθεί κατά τη συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα πριν από μερικές εβδομάδες.
Η είδηση αυτή έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στο Μέγαρο Μαξίμου και το αποτέλεσμα της έκτακτης συνάντησης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και Νίκου Κοτζιά ήταν ένα μήνυμα προκειμένου να κατέβουν οι τόνοι, καθώς εκτός από την αναφορά ότι η Ελλάδα θα απαντά όταν τίθεται θέμα εθνικής κυριαρχίας της, συγχρόνως προσφέρονταν δεσμεύσεις για την προώθηση των σχέσεων σε διμερές και πολυμερές επίπεδο.
Και το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει φυσικά δεν είναι άλλο από το εάν επρόκειτο για μια προσχεδιασμένη μετατροπή του επεισοδίου με τις δύο απελάσεις σε κρίση στις σχέσεις με τη Μόσχα ή απλώς για μία εν θερμώ και πρόχειρη αντίδραση σε ένα θέμα που, ακόμη κι αν αφορούσε παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας μας, θα έπρεπε να είχε τύχει άλλης και πιο ψύχραιμης διαχείρισης.
Το πρώτο ενδεχόμενο πάντως, που θεωρείται και πιθανότερο, δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά για το πώς θα πορευθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική.
Το να οδηγείς σε ρήξη τις σχέσεις σου με τη μία υπερδύναμη, από την οποία πριν από τρία χρόνια περίμενες τη σωτηρία σου, είναι μια πολύ δύσκολη επιλογή, πολύ περισσότερο όταν δεν έχεις εξασφαλίσει ότι τουλάχιστον η άλλη υπερδύναμη θα αναλάβει την πλήρη υποστήριξή σου σε ό,τι κι αν συμβεί.
Και τελικά, εάν οι κυβερνώντες πιστεύουν ότι τα συμφέροντα της χώρας βρίσκονται στη συμπόρευση με τον Ντόναλντ Τραμπ, ας παρουσιάσουν τουλάχιστον στους έλληνες πολίτες τα πλεονεκτήματα από την επιλογή αυτή, είτε είναι οικονομικής φύσης είτε αφορούν την ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου της χώρας και της θωράκισής της απέναντι στη μόνιμη, πραγματική απειλή που αντιμετωπίζει από την Τουρκία…
Διαφορετικά, κινδυνεύει η χώρα να βρεθεί στην ιδιαίτερα δυσάρεστη θέση απλώς να έχει χρησιμοποιηθεί για να παιχθούν παιχνίδια, από τα οποία μόνο οι μικρές χώρες δεν πρόκειται να βγουν κερδισμένες.
Κωνσταντίνος Τσάκαλος