Μυστικά της Αθήνας
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Η Αθήνα, ένα ασήμαντο βλαχοχώρι του Νομού Αττικής, βρέθηκε ξαφνικά πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, χάρις στις εμμονές του τότε βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου, αφού ως πατέρας του Όθωνα, τον οποίον οι ηγέτες των ξένων δυνάμεων είχαν επιλέξει για βασιλέα των Ελλήνων, περνούσε το λογάκι του.
Ο Λουδοβίκος είχε λατρεία με την Ελλάδα. Βαθύς γνώστης της ιστορίας της, έπεισε τον γιόκα του να εκμεταλλευθεί τον πνευματικό πλούτο της αρχαιότητος και να γίνει σύγχρονος συνάδελφος των ηγεμόνων της αρχαίας Ελλάδος. Διότι, συν τοις άλλοις, οι τότε ηγεμόνες είχαν το κουσούρι να είναι και ολίγον φιλόσοφοι. Έτσι η Αθήνα έγινε πρωτεύουσά μας.
Πολλά μπορεί να καταμαρτυρούμε στην πόλη που γεννηθήκαμε, παραμένει όμως το γεγονός πως η πόλις ποτέ δεν γνώρισε ευτυχείς ημέρες και είναι θαύμα πως πάντα συνερχόταν από τα χτυπήματα που δεχόταν και πως πάντα, για να σταθεί, τα μπάλωνε όπως όπως.
Χάρις στα φουσκωμένα πορτοφόλια των Ελλήνων του εξωτερικού και την αγάπη τους για τη μάνα πατρίδα, σε σύντομο χρονικό διάστημα η Αθήνα δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τις μεγαλουπόλεις του εξωτερικού και το προϊόν που ζήταγες -να πούμε- στο «Samaritain» στο Παρίσι, εύκολα το έβρισκες στο αντίστοιχο «Σαμαριτέν» της Αθήνας.
Ήταν τόσο γρήγορη η προσαρμογή με την Ευρώπη που δεν θα έβρισκες αστείο εάν φουστανελοφόρος Αρβανίτης έπινε το… «Perrier» του στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» στο Μοναστηράκι.
Η Αθήνα, όπως κάθε μεγάλη πόλη στον κόσμο, είχε τα δικά της μικρά μυστικά, δηλαδή μια «τρύπα» άγνωστη στον πολύ κόσμο, όπου κάποιος μέσα σε ένα κλίμα αριστοκρατικής ηρεμίας θα μπορούσε να φιλέψει κάποιον γνωστό του ή να προσφέρει στον εαυτό του στιγμές μιας μοναχικής απόλαυσης.
Με την πάροδο του χρόνου οι μυστικές αυτές «τρύπες» εξαφανίζονται, επειδή τα αφεντικά τους δεν αντέχουν άλλο τη σύγχρονη πίεση και τα κλείνουν, όπως συμβαίνει με τους παλιούς μαγαζάτορες, κι άλλοτε πάλι, επειδή αλλάζουν τα γούστα του κοινού, δεν πατάει κουνούπι στο κατάστημα, δεν βλέπουνε πελάτη, οπότε κατεβάζουν τα ρολά.
Σε αυτές τις ξεχασμένες «τρύπες», που ήταν ένα κομμάτι της ζωής τους, συνυφασμένο με τη δική μας τη ζωή, τότε που και εμείς, νέοι, σπάταλα ρουφάγαμε τα χνώτα των λιγοστών πελατών τους ανάκατα με τις κάπνες της κουζίνας τους, θέλω, τιμής ένεκεν, να αφιερώσω τούτο το αφήγημα. Τότε, που η Αθήνα μας ήταν μια ανθρώπινη πόλη.
Εάν μια φορά και έναν καιρό έκανες κέφι να πιεις ένα ουζάκι και να φιλοσοφήσεις «περί της ματαιότητος των εγκοσμίων», το πιο σωστό μέρος ήταν μια υπόγα στην οδό Αριστοτέλους, κοντά στην Ηπείρου, λίγο πιο κάτω από την πλατεία Βικτωρίας.
Το μικρό χταπόδι, που σιγοψηνόταν στα κάρβουνα, σε μια παλιά, γεμάτη λίγδα ψησταριά στη σκάλα της υπόγας, ήταν ο καλύτερος κράχτης για να κατεβείς αυτήν τη σκάλα. Ούτε το χταπόδι ούτε η υπόγα είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Και το συνήθως μουτρωμένο αφεντικό κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως ήταν ο Ερμής που πότιζε την πελατεία παυσίλυπο. Mε ένα ουζάκι όμως στο φθαρμένο και βρώμικο τραπέζι της υπόγας μπορούσες να ξανοιχτείς και να τα πεις ένα χεράκι με τον εαυτό σου. Ένας άλλος Καππαδόκης για τις απόλυτα δικές σου ώρες στην Αθήνα ήταν και το μπαρ του Χάρη, ένα μικρό μαγαζί σε ένα… σταυροδρόμι μέσα σε ένα μεγάλο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας.
Το κτίριο πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο της πρωτεύουσας.
Άρχιζε από την πλατεία Κλαυθμώνος και καταλάμβανε όλη την έκταση ως την οδό Αριστείδου. Μία είσοδός του, εάν δεν με ξεγελά η μνήμη μου, ήταν η είσοδος της «Ναυτεμπορικής». Είχε εγκατεστημένο ένα τζουκ μποξ, με μεγάλο χιτ το αμερικάνικο «Kiss of fair», που κάποιοι χωριάτες της στοάς μετονόμασαν -εξελληνίζοντάς το- σε «Ο Κίτσος του Φάη». Είχε επίσης πολλά μοδάτα ελληνικά τραγούδια. Το μπαρ του Χάρη ήταν ιδανικό για μοναξιά και για περίσκεψη. Όμως ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος μάς επιτρέπουν περαιτέρω επέκταση. Επιφυλασσόμεθα λοιπόν…