Ο αυτοεγκλωβισμός της ΝΔ και το πολιτικό κεφάλαιο του ΣΥΡΙΖΑ


Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών


Το κύριο γνώρισμα, ο πυρήνας των μνημονιακών – νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόσθηκαν επί οκτώ χρόνια στη χώρα μας ήταν η συρρίκνωση και απαξίωση της πολιτικής και των δημοκρατικών – κοινοβουλευτικών θεσμών, που υπετάγησαν πλήρως και εργαλειοποιήθηκαν από τις μνημονιακές επιλογές.

Η έρπουσα αλλά με ρυθμούς αριθμητικής προόδου αυξανόμενη πολιτική κρίση, που κατέστη εμφανής από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εκδηλώθηκε με εκρηκτικό τρόπο την περίοδο 2010 – 2014 και οδήγησε τόσο στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ όσο και στην ιστορικής σημασίας μεταλλαγή της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας και στρατηγικής της ΝΔ, η οποία σε σύντομο χρόνο μετασχηματίσθηκε σ’ έναν ακροδεξιό – νεοφιλελεύθερο σχηματισμό με έντονα σήμερα τα εθνικιστικά διχαστικά σύνδρομα.

Η ψήφος του Ιανουαρίου του 2015 υπήρξε η πρώτη σοβαρή προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας να επαναφέρει την πολιτική στο προσκήνιο, θεωρώντας την ως το μόνο πεδίο άμυνας και διαπραγμάτευσης απέναντι στις νεοφιλελεύθερες-μνημονιακές πολιτικές. Κορυφαία, ιστορική στιγμή όπου εκδηλώθηκε η προσπάθεια αυτή ήταν το δημοψήφισμα ως ύπατη, συλλογική πολιτική στάση και πράξη απένα­ντι στη στρατηγική αποικιοποίησης της χώρας και πλήρους υποταγής και χειραγώγησης του λαού της.

Αυτό το ιστορικό πολιτικό κεφάλαιο διαχειρίσθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι κυβερνήσεις που συγκροτήθηκαν από το 2015 μέχρι σήμερα. Ανεξάρτητα από την ακόμα και οξεία κριτική που μπορεί να ασκηθεί για την περίοδο 2015 – 2018, ανεξάρτητα από τα λάθη ή τις αδυναμίες των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, το γεγονός είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να διαχειρισθεί αυτό το πολιτικό κεφάλαιο διερχόμενος μέσα από τα «καυδιανά δίκρανα» των επιλογών του τρίτου Μνημονίου.

Η επάνοδος της πολιτικής
Το ιστορικό συμβάν, το μείζον γεγονός που συνοδεύει την έξοδο από τα Μνημόνια δεν μπορούν και δεν θέλουν να το κατανοήσουν τόσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης όσο και κάποιοι παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής ζωή του τόπου. Η έξοδος από τα Μνημόνια δεν σηματοδοτεί μόνο τη χαλάρωση των ακραίων δημοσιονομικών περιορισμών και την ανακούφιση των δεινώς δοκιμαζομένων συμπολιτών μας.
Μαζί με αυτά, αλλά κυρίως πάνω από αυτά, η έξοδος από τα Μνημόνια απελευθερώνει ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού κεφαλαίου που είχε δεσμευθεί και ενσωματωθεί στις νεοφιλελεύθερες-μνημονιακές πολιτικές.

Το σημαντικότερο, συνεπώς, ζήτημα, το πιο κρίσιμο διακύβευμα, που αφορά τόσο το πολιτικό μας σύστημα και τους φορείς του όσο και την ίδια την πορεία της χώρας, είναι στην ουσία η κατάκτηση και διαχείριση αυτού του πολιτικού κεφαλαίου που απελευθερώνεται.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο παρατηρείται ένα πρωτοφανές ιστορικό παράδοξο:
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και γενικότερα το όλο σύστημα των διαπλεκομένων συμφερόντων παραχωρούν με τη στάση και τις επιλογές τους το πολιτικό αυτό κεφάλαιο, το πεδίο των πολιτικών πρωτοβουλιών και επιλογών στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και στον πρωθυπουργό.

Πώς διαμορφώνεται η εξέλιξη αυτή;
Με την άρνησή τους να βγουν έξω από το μνημονιακό κέλυφος και να συμμετάσχουν στον κομματικό και πολιτικό ανταγωνισμό, με βάση τις νέες ιστορικές συνθήκες που διαμορφώνονται.

Το σύστημα των οικονομικοπολιτικών συμφερόντων έχει σταματήσει τον πολιτικό χρόνο στον Δεκέμβριο του 2014 και έκτοτε βιώνει την ανεκπλήρωτη προσδοκία της «αριστερής παρένθεσης» των ανά πάσα στιγμή επερχόμενων εκλογών, της αιφνίδιας κατάρρευσης της κυβέρνησης…

Τα Μνημόνια, οι «τρόικες», οι δανειστές, το σύστημα Σόιμπλε, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η τρομοκράτηση και απαξίωση των πολιτών αποτελούν το ζωτικό πολιτικό τους περιβάλλον, το πολιτικό τους σπίτι, που αρνούνται πεισματικά να το εγκαταλείψουν…

Δεν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα εμμονικό λάθος, σε μια εσφαλμένη εκτίμηση της πραγματικότητας. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για φαινόμενα που ανήκουν στο πεδίο της πολιτικής ψυχολογίας, της πολιτικής παθογένειας.

Η σύγκρουση με το εγχώριο και το ευρωπαϊκό περιβάλλον
Αυτή η άρνηση της, εξελισσόμενης δυναμικά, πραγματικότητας εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους και στο διεθνές περιβάλλον και στο εσωτερικό της χώρας.

Πριν απ’ όλα, η σύγκρουση με την πραγματικότητα επήλθε εδώ και πολλούς μήνες, όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν θέλησαν να κατανοήσουν ότι οι ευρωπαίοι εταίροι και για δικούς τους λόγους -προκειμένου να επιδείξουν κάποια επιτυχία- ευνοούσαν ένα περιβάλλον που θα οδηγούσε στην έξοδο της χώρας μας από τα Μνημόνια με θετικούς όρους.

ΝΔ και ΠΑΣΟΚ συγκρούσθηκαν σε ένα πρώτο επίπεδο με τα αδελφά τους ευρωπαϊκά κόμματα, συναντώντας την εναντίωση και την αποδοκιμασία τους. Ο μεν Κυρ. Μητσοτάκης έφθασε στο σημείο να καταγγείλει την Άνγκ. Μέρκελ για συναλλαγή με τον Αλ. Τσίπρα και ζήτησε να εφαρμοσθεί οπωσδήποτε η περικοπή των συντάξεων, η δε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να καταστεί αποσυνάγωγος ακόμα και του ιδίου του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, παραχωρώντας ελεύθερο το πεδίο στον Αλ. Τσίπρα.

Το δεύτερο θύμα τους αποτέλεσαν κορυφαίοι θεσμικοί εκπρόσωποι. Ο Ζ. Κλ. Γιούνκερ πριν από λίγο καιρό είχε θεωρηθεί ανεπιθύμητος από την ηγεσία της ΝΔ επειδή θα αναφερόταν με θετικά λόγια για τη χώρα και τους ευνοϊκούς όρους της εξόδου αλλά και διότι δεν υιοθετούσε την περίφημη πιστοληπτική γραμμή στήριξης που υποστήριζε το σύστημα της διαπλοκής με εκπρόσωπο τον Γιάννη Στουρνάρα.

Τώρα ήρθε η σειρά του Π. Μοσκοβισί… Ο οποίος με «περίσσιο θράσος» ήρθε στην Αθήνα για να διακηρύξει ότι δεν υπάρχει τέταρτο Μνημόνιο, ούτε επιτροπεία (όπως την επιθυμούσε διακαώς το σύστημα) και, το χειρότερο, άφησε ανοιχτό παράθυρο για τη μη περικοπή των συντάξεων.

Γι’ αυτό και δημοσίως η ΝΔ και οι εκπρόσωποί της «τον έβαλαν στη θέση του», αφού ο Π. Μοσκοβισί αρνήθηκε να συντηρήσει και να αναπαραγάγει την καταστροφολογική και εκτός τόπου και χρόνου πολιτική της ΝΔ.

Στ’ αλήθεια, σκέφθηκαν, έστω και λίγο, οι ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ποια εικόνα διαμορφώνουν οι ευρωπαίοι ηγέτες και οι θεσμικοί παράγο­ντες για τα κόμματά τους και για την πολιτική τους αξιοπιστία και αξιοπρέπεια;

Όμως και στο εσωτερικό της χώρας την ίδια και χειρότερη ακόμα αντιμετώπιση έχουν όσοι ακόμα και από τον χώρο της ΝΔ τολμούν να διατυπώσουν δημόσια τη γνώμη τους στηριζόμενοι στα πραγματικά δεδομένα και όχι στα καταστροφολογικά, φανταστικά σενάρια και στον ακροδεξιό, διχαστικό λόγο της ηγεσίας της ΝΔ.

Επιφανές θύμα αυτής της αντίληψης υπήρξε ο Κωνσταντίνος Μίχαλος και η διαγραφή του με ευτελείς και συνομωσιολογικού χαρακτήρα κατηγορίες αποκαλύπτει ότι η σύγκρουση της ηγεσίας της ΝΔ (αλλά και του ΠΑΣΟΚ) με την πραγματικότητα προεκτείνεται σε κοινωνικό επίπεδο και διαμορφώνει πεδία ρήξης με τις ίδιες τις κοινωνικές ομάδες που στήριζαν παραδοσιακά την εκλογική-κοινωνική βάση της (πάλαι ποτέ) φιλελεύθερης – συντηρητικής παράταξης.

ΝΔ: Μηχανισμός υπονόμευσης
Με όλες αυτές τις μεθοδεύσεις και α­ντιλήψεις η ΝΔ όχι μόνο αυτοπεριορίζεται αλλά τίθεται, αυτοβούλως, εκτός του πολιτικού παιγνιδιού, μετατρεπόμενη σε έναν τυφλό μηχανισμό ακροδεξιάς κοπής, που εκπροσωπεί τα πλέον στυγνά διαπλεκόμενα συμφέροντα με μόνο στόχο την καταστροφή και απαξίωση κάθε θετικού μέτρου που οδηγεί τη χώρα σε μια τροχιά πολιτικής αυτονομίας, ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου. Η ηγεσία της ΝΔ και τα συμφέροντα που τη χειραγωγούν δεν μπορούν να συλλάβουν ένα ιστορικό πολιτικό αξίωμα λόγω της πολιτικής και πνευματικής ανεπάρκειας που τους χαρακτηρίζει.

Η αντίληψη ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα μπορεί να λειτουργήσει πολύ εύκολα και στην αντίθετη κατεύθυνση. Τα άνομα και ευτελή μέσα δεν μπορούν να οδηγήσουν αυτονόητα ένα κόμμα, μια ηγεσία στην επίτευξη των στόχων τους. Αντίθετα, αυτά τα ευτελή και ανοίκεια μέσα πολύ συχνά όχι μόνο αποτυγχάνουν στον στόχο τους αλλά και στρέφονται κατά των εμπνευστών τους. Αυτό το φαινόμενο αντιμετωπίζει σήμερα η ΝΔ και η ηγεσία της. Στην πράξη έγιναν όμηροι των μέσων που χρησιμοποιούν, έπληξαν καίρια την πολιτικοϊδεολογική και κοινωνική ταυτότητα της παράταξής τους και αυτοεγκλωβίσθηκαν σε ένα ιστορικό αδιέξοδο.

Ο ακροδεξιός -φασίζων εθνικιστικός- διχαστικός λόγος δεν αποτελεί απλώς μια συγκυριακή τακτική, αλλά εγγράφεται στον ιδεολογικοπολιτικό πυρήνα της ίδιας της παράταξης. Αυτό σημαίνει ότι καλλιεργείται το έδαφος για ακροδεξιά μορφώματα λεπενικού τύπου, που θα εκφράζουν την εθνικιστική Ακροδεξιά, χωρίς να βαρύνονται από τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης με την ακροδεξιά – εθνικιστική και εμφυλιοπολεμική πολιτική του αντί να καλύψει την ακροδεξιά του πτέρυγα, όπως ισχυρίζεται, μπορεί εύκολα να καταστήσει τη ΝΔ εκτροφείο και εκκολαπτήριο ενός τέτοιου μορφώματος. Τα παραδείγματα στον ευρωπαϊκό χώρο είναι όχι απλώς ευδιάκριτα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έχουν αποκτήσει σημαντικό πολιτικό βάρος. Και εάν ο Κυρ. Μητσοτάκης θεωρεί ιδεολογικοπολιτικά συγγενικό του χώρο τις χώρες του Visergad και της Αυστρίας, τότε η απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί είναι ιδιαίτερα μικρή για την κατασκευή ενός τέτοιου μορφώματος.

Επαναπολιτικοποίηση της κοινωνίας
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις θα κριθούν από τις μεθόδους και τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης στο κρίσιμο θέμα της διαχείρισης του πολιτικού κεφαλαίου που απελευθερώνεται μετά το τέλος των Μνημονίων.

Σε αυτήν τη βάση, τον πιο κρίσιμο ίσως ρόλο θα διαδραματίσει η επαναπολιτικοποίηση της ίδιας της μεγάλης κοινωνικής – ταξικής πλειοψηφίας, η οποία εξακολουθεί να δοκιμάζεται. Στη νέα περίοδο που διανοίγεται η πλειοψηφία αυτή όχι μόνο θα πρέπει να διαπιστώσει τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της, αλλά να συμμετάσχει δημιουργικά στην πορεία της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μας. Κι όσο εδραιώνεται και διευρύνεται η πορεία αυτή, τόσο η μνημονιακή εποχή και οι πολιτικοί και κομματικοί της υπηρέτες θα ωθούνται στο περιθώριο.


Σχολιάστε εδώ