Δεν ξέρουμε τελικά τι είμαστε…
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Ιούλιος, καρδιά του καλοκαιριού, και η πρωτεύουσα δεν μοιάζει καθόλου με καλοκαίρι.
Η κίνηση στους δρόμους πυκνή, όσο για τις Κυριακές, καλύτερα να μένεις σπίτι. Αυτό νομίζω ότι σημαίνει έλλειψη χρημάτων και διαφυγή στις κοντινές παραλίες, που χρόνια είχαν να ζήσουν τέτοιες πιένες. Οι διακοπές του λαού πέρασαν ανεπιστρεπτί. Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να αντιστρέψει ή καλύτερα να ανατρέψει αυτήν την εικόνα;
Πιστεύω η αισιοδοξία, η μάχη για τον επιούσιο, η χαρά να γυρνάς στο σπίτι και να βλέπεις ένα φρεσκοκομμένο πεπόνι, κατακίτρινο, πάνω στο τραπέζι, η ζέστη που σε καίει να σβήνει κάτω από την ησυχία τις μεσημεριανής σιέστας, το σπίτι, μικρό ή μεγάλο, ήρεμο καταφύγιο μιας μέρας κουραστικής κι απογοητευτικής, όταν, ψάχνοντας για δουλειά, συναντάς κλειστές πόρτες.
Κι έπειτα ακούς, φοβάσαι, λυπάσαι όταν πνίγονται σε μια παρθένα θάλασσα αθώα μικρά παιδιά, γιαγιάδες και παππούδες, που δεν μπορούν να παλέψουν στα βαθιά νερά και χάνονται μέσα στα κύματα, κάνοντας την ελπίδα για ζωή έναν θρήνο ψυχών, που δεν φταίνε για ό,τι συμβαίνει στις χώρες τους. Και εκείνη η κατακαημένη Ελλάδα, ζώντας τον δικό της Γολγοθά, προσπαθεί να βοηθήσει επειδή οι Έλληνες ξέρουν από προσφυγιά, διωγμό και πείνα. Γνωρίζουν καλά τον ξεριζωμό και τη ζωή στον δρόμο με ζέστη, με κρύο, με βροχή, μια βροχή περίεργη, κατακαλόκαιρο.
Κι έρχεται ο ρόλος του κράτους. Αλήθεια, τι κάνει αυτό το κράτος, που βλέπει τους πολίτες του να ζουν υπό συνθήκες άγριας φορολογίας, μιζέριας κι απόγνωσης; Νωθροί πολίτες, ζαλισμένοι από τα απανωτά χτυπήματα, νωθρό και το κράτος, που ενδιαφέρεται να αρπάξει ό,τι έμεινε στις τσέπες νοικοκυραίων, ικανοποιώντας τους ψευτοσυνεταίρους του της Ευρώπης. Εμείς όμως έχουμε χάσει το χαμόγελο, αισθανόμαστε σαν τα δαρμένα σκυλιά, δίνουμε απ’ αυτά που δεν έχουμε και χάνουμε κομμάτια απ’ το κορμί της πατρίδας με συνοπτικές διαδικασίες.
Δεν ξέρουμε πια τι είμαστε; Αιχμάλωτοι μιας πειθήνιας πολιτικής, επιβεβλημένης απ’ τους ισχυρούς της Γης, ο σάκος του μποξ, που όλοι εκτονώνονται βαρώντας τον αδιάκοπα και χωρίς αντίσταση, και το μόνο που κάνουμε είναι να ψελλίζουμε για τους αρχαίους Έλληνες, προβάλλοντάς τους σαν σανίδα σωτηρίας, για να σώσουμε τη λίγη αξιοπρέπεια που έχουμε.