N. Στραβελάκης: Τελικά, τι συμφωνήθηκε στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου;
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Είναι σαφές ότι από τον συνδυασμό της συμφωνίας με την ΠΓΔΜ και του Μνημονίου διαρκείας που οριστικοποιήθηκε στις 21 Ιουνίου του 2018 η χώρα έχει μπει σε προεκλογική περίοδο, παρόλο που δεν έχουν προκηρυχθεί εκλογές. Αναφορικά με τη συμφωνία για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, η οποία λανσάρεται ως συμφωνία για την ονομασία, έχουμε όλοι λάβει γνώση του κειμένου της συμφωνίας, επί του οποίου έχουν ειπωθεί πολλά. Μετά δε και τις τελευταίες παρεμβάσεις του κ. Καμμένου φρονώ πως ό,τι είναι να ειπωθεί επιπλέον πρέπει να προέλθει από τον χώρο της σάτιρας και της επιθεώρησης.
Αναφορικά με το Eurogroup, όμως, ούτε το κείμενο της συμφωνίας έχουμε ούτε και ομοφωνία επί των συμφωνηθέντων. Φυσικά δεν αναφέρομαι σε ομοφωνία του εγχώριου πολιτικού συστήματος, που γνωρίζαμε ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει, ούτε στις πάγιες διαφωνίες ΔΝΤ και ΕΚΤ με την Κομισιόν. Αναφέρομαι σε διχογνωμίες μεταξύ των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών, Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Συγκεκριμένα, την περασμένη εβδομάδα ο κ. Μοσκοβισί, σε μία από πολλές επισκέψεις του στην Αθήνα για τη στήριξη της κυβέρνησης, μας διαβεβαίωσε ότι «τα Μνημόνια τελείωσαν».
Με την επιστροφή του στις Βρυξέλλες όμως δέχθηκε ερώτηση από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, με ερωτώντα τον ευρωβουλευτή της ΝΔ κ. Κεφαλογιάννη, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι επισκέπτεται την Ελλάδα στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας για τη θέση του επιτρόπου (δηλαδή τη θέση του κ. Γιούνκερ). Ο κ. Μοσκοβισί απάντησε σε λιγότερο ενθουσιώδεις τόνους από εκείνους των Αθηνών ότι «η ενισχυμένη εποπτεία δεν είναι ένα τέταρτο πρόγραμμα. Είναι ένα πλαίσιο προκειμένου να εφαρμοστούν οι εν εξελίξει μεταρρυθμίσεις».
Ο επικεφαλής του Eurogroup κ. Σεντένο ήταν ακόμη πιο φειδωλός. Είπε βέβαια για επιτυχή ολοκλήρωση του Μνημονίου, για να συμπληρώσει όμως με νόημα ότι με τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου «καλύπτονται οι δανειακές ανάγκες μέχρι το 2022». Με άλλα λόγια, δεν εγγυήθηκε το αξιόχρεο ούτε μεσοπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι το 2030, αλλά μόνον μέχρι το 2022. Η προσγείωση στην πραγματικότητα από τα «ναι μεν, αλλά» των ευρωπαίων γραφειοκρατών ήρθε από τον γερμανό ευρωβουλευτή των Φιλελευθέρων κ. Κλιντς, ο οποίος αναρωτήθηκε: «Πώς είναι δυνατόν να λέμε ότι μια χώρα σώθηκε, όταν πριν τη διάσωση το χρέος ήταν 110% του ΑΕΠ και μετά τη διάσωση πήγε στο 180%;».
Παρόλο που δεν έχουμε το κείμενο της συμφωνίας και οι εκτιμήσεις διαφέρουν ακόμα και ανάμεσα στις δυνάμεις που στήριξαν το ελληνικό 3ο Μνημόνιο τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, θα επιχειρήσουμε μια ψηλάφηση του τι συμφωνήθηκε. Οδηγός μας θα είναι η Έκθεση Συμμόρφωσης της Κομισιόν με ημερομηνία 23 Ιουνίου 2018, δηλαδή δύο ημέρες μετά το Eurogroup. Το 70 σελίδων κείμενο αναλύει τέσσερις πυλώνες-στόχους οικονομικής πολιτικής:
1) Ανάκτηση της δημοσιονομικής σταθερότητας.
2) Περιφρούρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και δικαιοσύνης.
3) Πολιτικές δομικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της μεγέθυνσης.
4) Σύγχρονο κράτος και δημόσια διοίκηση. Τέλος επισυνάπτεται στο κείμενο παράρτημα για το αξιόχρεο της χώρας. Επειδή σε αυτό έχει απαντήσει ο ευρωβουλευτής Κλιντς, για λόγους χώρου θα περιοριστώ στους τέσσερις πυλώνες του συνεχιζόμενου προγράμματος (Μνημονίου).
Ας τα πάρουμε με τη σειρά: Ο πρώτος πυλώνας (δημοσιονομικά) αφορά την αξιολόγηση της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060. Εκεί, αφού εκφράζεται ικανοποίηση, επισημαίνεται ότι υπάρχει ο κίνδυνος απόκλισης από τους στόχους λόγω «μείωσης των αντικειμενικών αξιών» και λόγω αναστολής από το Συμβούλιο της Επικρατείας των ήδη συμφωνημένων και μη εφαρμοσμένων ακόμη μέτρων.
Πέρα από το δικαιολογημένο ερώτημα του τι γίνεται στην περίπτωση απόκλισης από τους δημοσιονομικούς στόχους, π.χ., λόγω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, και την επισήμανση ότι καμία χώρα στην Ιστορία δεν έχει επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα για σαράντα συναπτά έτη, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι προβολές των μεγεθών φτάνουν μέχρι το 2022. Αυτές μάλιστα περιλαμβάνουν αύξηση των εσόδων (φόρων) κατά 6,8 % σωρευτικά, ενώ η μεταβολή των δαπανών είναι (σωρευτικά) μόλις 5,5% ,κυρίως λόγω περιορισμού του προγράμματος δημοσίων δαπανών.
Χαρακτηριστική χρονιά είναι το 2019, όπου οι δαπάνες μειώνονται λόγω των αναμενόμενων περικοπών, ενώ τα έσοδα αυξάνουν. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει δέσμευση τουλάχιστον μέχρι το 2022 επί του προϋπολογισμού ανά κατηγορία εσόδων και δαπανών. Επιπλέον υπάρχουν μέτρα όπως η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και του ΕΝΦΙΑ με ορίζοντα το 2020 – αυτός είναι μάλλον και ο λόγος της πρεμούρας των θεσμών (των μνημονιακών θεσμών εννοώ) για ολοκλήρωση του Κτηματολογίου.
Για τον δεύτερο πυλώνα (χρηματοπιστωτική σταθερότητα), που αφορά τις τράπεζες, η έκθεση, αφού επισημαίνει ότι στο ενδιάμεσο σενάριο του πρόσφατου stress test οι τράπεζες θα χρειασθούν ανακεφαλαιοποίηση ύψους 15,5 δισ. ευρώ, επικεντρώνεται στην ανάγκη επιτάχυνσης των πλειστηριασμών. Παρόλο που θα ήταν αναμενόμενο, στο πλαίσιο της παραγράφου δεν γίνεται καμιά αναφορά για παράταση του waiver από τη πλευρά της ΕΚΤ, ούτε για συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Κάποιος θα περίμενε τουλάχιστον μια μνεία που θα παρέπεμπε σε βελτίωση των όρων προεξόφλησης των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, όμως εις μάτην.
Ο τρίτος πυλώνας (μεγέθυνση και ανταγωνιστικότητα) παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον αφού σχετίζεται με τις κυβερνητικές εξαγγελίες για αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού. Η παράγραφος ξεκινά λοιπόν με τη μνεία ότι συλλογικές διαπραγματεύσεις μπορούν να κάνουν φορείς και σωματεία που αποδεδειγμένα εκπροσωπούν το 51% των εργαζομένων. Κοντολογίς, το κράτος θα ελέγχει τα μητρώα και την αντιπροσωπευτικότητα των σωματείων.
Αυτή είναι η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων που ευαγγελίζεται ο κ. Τσίπρας. Όμως η «καθαρή έξοδος» δεν σταματά εδώ, αφού γίνεται ειδική παραίνεση προς τους εργοδότες και τα σωματεία του 51% να μην ξεχνούν την ανταγωνιστικότητα -με άλλα λόγια να μην κάνουν αυξήσεις- όταν κάποτε θα διαπραγματευτούν. Σε κάθε περίπτωση ξεκαθαρίζεται ότι ο κατώτατος μισθός θα υπολογίζεται με βάση τη νομοθεσία που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου Μνημονίου το 2012 (ν. 4172). Τέλος, για να μη μείνει κανένα παράθυρο εργασιακών διεκδικήσεων, το κείμενο υπενθυμίζει την ανάγκη αναμόρφωσης του κωδικοποιημένου εργασιακού νόμου, με βάση με τα ήδη συμφωνηθέντα, εντός του 2019.
Η παράγραφος κλείνει με αυτό που το συνεχιζόμενο Μνημόνιο θεωρεί ως άξονα της οικονομικής μεγέθυνσης, δηλαδή τις ιδιωτικοποιήσεις. Η παράγραφος ξεκινά με τη διαβεβαίωση προς εταίρους και δανειστές ότι τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου έχουν μεταβιβαστεί στον ESM. Μάλιστα διαβεβαιώνει ότι μέχρι το τέλος του 2018 ακόμη και οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις του Αμαρουσίου θα έχουν μεταβιβαστεί στο ΤΧΣ. Η Ακρόπολη πρέπει να τη γλίτωσε στο τσακ.
Η έκθεση, αφού επισημαίνει -κατά τη νεοφιλελεύθερη λογική- ότι οι ιδιωτικοποιήσεις βοηθούν στην αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων και τη μείωση του δημοσίου χρέους (για να μην ξεχνάμε και ποιος θα πάρει τα λεφτά), περνάει στο ψητό, που δεν είναι άλλο από τις ιδιωτικοποιήσεις που έχει αναλάβει να υλοποιήσει η κυβέρνηση, δηλαδή ΔΕΗ, αέριο, Εγνατία Οδός κ.λπ. Αυτό είναι το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, το γενικό ξεπούλημα.
Ο τελευταίος, τέταρτος πυλώνας αφορά το κράτος. Εκεί που περιμένουμε λοιπόν να ακούσουμε για τις τομές στη δημόσια διοίκηση, η έκθεση μας προσγειώνει τονίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις της βασίζονται στο πρόγραμμα κινητικότητας και αξιολόγησης που εγκαινίασε ο κ. Μητσοτάκης στη θητεία του στο υπουργείο Εσωτερικών (ή όπως αλλιώς το λένε τώρα). Συνεχίζει με την αναφορά στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και καταλήγει στην τοποθέτηση μόνιμων γενικών γραμματέων στα υπουργεία. Πρόκειται για την παράδοση του ελέγχου της δημόσια διοίκησης σε εκλεγμένα κέντρα εκτός Ελλάδας και τη φίμωση και κατατρομοκράτηση των δημοσίων υπαλλήλων.
Η ακροθιγής αναφορά που προηγήθηκε σκοπό είχε να καταδείξει ότι το Μνημόνιο της 21ης Ιουνίου 2018 αφορά την οριστική παράδοση της δημοσιονομικής αυτοτέλειας της χώρας στο διηνεκές και τη συνέχιση της εφαρμογής ενός σκληρού, νεοφιλελεύθερου προγράμματος με άξονα τον έλεγχο των μισθών, την ισοπέδωση των κοινωνικών παροχών και των εργασιακών σχέσεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης και των ευρωπαίων φίλων της να εμφανίσουν τη συμφωνία ως το τέλος των Μνημονίων έχει προεκλογικούς σκοπούς εντός και εκτός Ελλάδας. Από την άλλη, η ΝΔ, αφού διαβεβαίωσε ότι θα εφαρμόσει τη συμφωνία, άφησε τις κριτικές στην άκρη και προσπαθεί να στρέψει την ατζέντα στο ζήτημα της ΠΓΔΜ ώστε να αποκομίσει εκλογικά οφέλη. Μένει στον κόσμο και τις δυνάμεις της πραγματικής Αριστεράς να αντιπαλέψουν το ακραίο, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που συμφώνησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απαιτώντας τη δημοσιοποίηση της συμφωνίας και τη συζήτηση και ψήφισή της στη Βουλή.