ΕΒΓΑ
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο Έλληνας, ζώντας στην εσωστρέφεια και τη μιζέρια του, δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στις βιομηχανίες τροφίμων, και ειδικά στις κάθετες βιομηχανίες, δηλαδή, εκείνες που, π.χ., σπέρνουν τον σπόρο στα χωράφια τους, για να γίνει η πρώτη ύλη στο προϊόν που το εργοστάσιό τους θα παράγει.
Όλους αυτούς τους βιομηχάνους αντιμετώπιζε με φοβερή επιφύλαξη και ήταν σίγουρος πως πάνε να τον δηλητηριάσουν. Εάν δεν παρήγαγαν τρόφιμα, αλλά κάτι μη βρώσιμο, ας πούμε μπογιές για να γυαλίζεις τα παπούτσια σου, τότε η εμπιστοσύνη ήτανε απόλυτη και ο Έλληνας μίλαγε με τέτοια θέρμη για το προϊόν, λες και ήταν δική του η επιχείρηση.
Κατά τον ίδιο, περίεργο τρόπο σφιχταγκάλιασε την ΕΒΓΑ, που ήταν μια κάθετη βιομηχανία τροφίμων. Κάτω από τον ανώδυνο τίτλο «Ελληνική Βιομηχανία Αποστειρώσεως Γάλακτος» υφίστατο μια πολυσχιδής εταιρεία που έπαιρνε το γάλα και του άλλαζε τον Ανανία. Μέχρι τότε, δηλαδή μέχρι να μπει η ΕΒΓΑ στα σπίτια μας, ερχόταν ο ρουμελιώτης γαλατάς με τις καρδάρες του. Τον περίμενε το δουλικό με το κατσαρόλι στο χέρι, έχοντας για χάρη του ξυπνήσει αξημέρωτα, κι έπαιρνε το γάλα της ημέρας. Έβαζε χέρι ο γαλατάς στο δουλικό, αυγάτιζε το γάλα με νερό και όλοι ήσαν ευτυχισμένοι. Θέριεψε με το πρώτο η ΕΒΓΑ. Καταργήθηκε ο ρουμελιώτης γαλατάς, που έγινε καταστηματάρχης με την ΕΒΓΑ της γειτονιάς.
Καταργήθηκαν οι καρδάρες, επειδή τυποποιήθηκε το γάλα σε κοντόχοντρα γυάλινα μπουκάλια μισής οκάς, που έφερνε στα σπίτια και άλλαζε με φρέσκα καθημερινά ο Εβγατζής. Έπαψε ο γιαουρτάς να είναι πλανόδιος, διαλαλώντας στους δρόμους «γιαούρτι πρόβειο» καθώς κυκλοφόρησε γιαούρτι σε κεσεδάκι μιας χρήσης, για να μη χαθεί αλλά να εξυπηρετηθεί ο πελάτης και είδαμε σε πανέμορφα, λιθογραφημένα, ζωγραφιστά κουτάκια βούτυρο φρέσκο του ψωμιού. Όμως εκεί που η ΕΒΓΑ είχε -πλην των άλλων- μια μοναδική επιτυχία, ήταν τα παγωτά της. Πρώτη αυτή στην Ιστορία κυκλοφόρησε το παγωτό σε ξυλάκι.
Ήταν ένα ατομικό παγωτό, λογικού μεγέθους, με εμφυτευμένο ένα λεπτό ξυλάκι για να το κρατάς και να το τρως. Στην αρχή κυκλοφόρησαν δύο τύποι: Με επικάλυψη σοκολάτας, που πουλιόταν δύο δραχμές, και η σκέτη κρέμα, που κόστιζε μόνον μία δραχμή.
Το άρωμα αμφοτέρων ήταν η βανίλια και απρόσμενη η επιτυχία στο κοινό της κυκλοφορίας τους. Δεν πέρασε πολύς καιρός και στην πιάτσα έσκασαν μύτη εκείνοι που αντιγράφουν μιαν επιτυχία για να κερδίσουν ψαρεύοντας στα θολά νερά. Ο πρώτος αντιγραφέας και δεινός απομιμητής ήταν ο «παγωτά ΕΥΓΕ». Στην αρχή κάτι πήγε να κάνει, αλλά ο κοσμάκης μυρίστηκε το «ξεγέλασμα» και η επιχείρηση πήγε κατά διαόλου. Άλλος μεγάλος ανταγωνιστής ήταν ο Γερουλάνος, με το τεράστιο κτήμα στους Τράχωνες, στον σημερινό Άλιμο. Γερουλαναίοι, λεφτά είχαν.
Παράγγειλαν μηχανήματα στη Γερμανία και σε σύντομο διάστημα το παγωτατζίδικο ήταν έτοιμο. Το γάλα, η πρώτη ύλη, ήταν δικό τους, απ’ τα γελάδια τους και δεν τους κόστιζε τίποτα. Έτσι, πριν χαρεί ο Σουραπάς με την επιτυχία των παγωτών ΕΒΓΑ, εμφανίστηκε στην πιάτσα ο Γερουλάνος, ως ανταγωνιστής, με το παγωτό «Τράχωνες». Θες επειδή δεν νέρωναν το γάλα, θες επειδή πήραν γερμανική συνταγή, η γεύση τους ήταν πολύ τραχιά και αλλόκοτη.
Έμοιαζε σαν να περιέχει οβομαλτίνη, την τροφή για τα μωρά. Αυτή ήταν η κύρια αιτία που το παγωτό από τους Τράχωνες δεν μακροημέρευσε. Εν τω μεταξύ, η ΕΒΓΑ προχωρούσε ακάθεκτη. Μαζί με το ξυλάκι κυκλοφόρησε και το κυπελάκι, που το έπαιρνες μαζί με ένα μικρό, αστείο ξύλινο κουτάλι. Ύστερα έβγαλε σε πακέτο, σε διάφορα μάλιστα μεγέθη, και το παγωτό για το σπίτι, με κορυφαίο το κασάτο, για να φθάσουν να κυκλοφορούν σήμερα αμέτρητες μάρκες παγωτών με ληστρικές τιμές.
Τότε, μία διαφήμιση στον Τύπο, στις 25 Μαρτίου, είχε ένα σκίτσο με χελιδόνια και από κάτω η λεζάντα έγραφε:
«*Ήρθε η άνοιξη
*Ήρθαν τα χελιδόνια
*Ήρθαν τα παγωτά ΕΒΓΑ».