Ώρα να σηκωθούμε από την καρέκλα…
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Θαρρείς πως ο καιρός πάει αντάμα με τις καταστάσεις, τις πολιτικές εξελίξεις, το μέλλον, που φαίνεται δυσοίωνο. Αυτό λέει το δικό μου ένστικτο, που δεν έχει την εμπειρία ενός πολιτικού συντάκτη, αλλά φτάνει μέχρι ενός σημείου, ανθρώπου που επηρεάζεται απ’ τα λεγόμενα των ειδήσεων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αλήθεια, έκανε σε κανέναν εντύπωση ή ενθουσιάστηκε κανείς με τον πρωθυπουργό, που φόρεσε επιτέλους γραβάτα; Ήταν, αλήθεια, γοητευτικός, αλλά βιάστηκε να τη βγάλει, θαρρείς και τον έπνιγε.
Είναι φορές που αυτό το πιστεύω ακράδαντα. Πιστεύω ότι πιέζεται απίστευτα από τα γενόμενα, περιπλανώμενος σε όλο τον κόσμο. Είναι συνήθως σ’ ένα αεροπλάνο, γυρεύοντας συμμάχους ανά τον κόσμο, αλλά, όπως γίνεται συνήθως, στα λόγια είναι όλοι πλούσιοι, στις πράξεις μηδέν. Ποια θα είναι τα ανταλλάγματα ακόμη και σε μια πιθανή στήριξη;
Μας αγαπάνε, μας θαυμάζουν, μιλούν για τον πολιτισμό και τις αρχαιότητές μας, αλλά μέχρι εκεί. Σαν τα όρνεα περιμένουν υπομονετικά να αρπάξουν κανένα κομμάτι αυτής της μικρής άκρης της Ευρώπης και να επωφεληθούν από τη θάλασσα, της μίας θάλασσας στο μπλε βαθύ χρώμα, ένα χρώμα που σε κανένα μέρος της Γης δεν συναντάς.
Πρώτα τα Σκόπια, που θέλοντας και μη εξακολουθούν να λέγονται «Μακεδόνες» με μια επιμονή σιδερένια, αλύγιστη. Κι από την άλλη οι Αλβανοί, που βάζουν μπρος τους Τσάμηδες, μια γροθιά ανθρώπων, που πρόδωσαν τους Έλληνες το 1940, πηγαίνοντας με τους Γερμανούς για να κρατήσουν τα τσιφλίκια τους. Βρήκαν αφορμή να γίνουν ένα με τον κατακτητή απέναντι στους Έλληνες που κατοικούσαν στην κυρίως Θεσπρωτία. Φυσικό ήταν μετά την απελευθέρωση να διωχθούν. Σήμερα ζητούν τα τσιφλίκια τους. Αυτό πάει πολύ. Εχθροί οι άνθρωποι, που έχουν μείνει ελάχιστοι από εκείνα τα χρόνια, ωθούνται από την Τουρκία να δημιουργήσουν ακόμη μία πληγή στην πλάτη της Ελλάδας.
Και η Ελλάδα τι κάνει; Προσπαθεί με ήπιους τόνους να ξεκαθαρίσει τη θέση της. Το θέμα θεωρείται λήξαν, αφού στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με νομοθετικό διάταγμα η ελληνική κυβέρνηση τους απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους και τις απέδωσε στους ντόπιους, κλείνοντας έτσι και τις διαφορετικές αντιλήψεις μεταξύ του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ. Το μόνο που απομένει στη χώρα μας είναι η αντίσταση. Αυτό το ξέρουμε καλά.
Πάντα αγωνιστήκαμε, γιατί η αξιοπρέπειά μας δεν μας επιτρέπει την αδιάφορη αντιμετώπιση γεγονότων που μπορεί να μας κλέψουν ένα κομμάτι της γης μας. Χάσαμε από την αποκοτιά μας και τον ενθουσιασμό τη Μικρά Ασία, αυτήν για την οποία καυχιέται ο Σουλτάνος, δεν γίνεται να χάσουμε ούτε μια σπιθαμή, ούτε να μπερδέψουμε τις αξίες, τα ήθη και τα έθιμά μας με άλλους λαούς. Όμως αυτό που βλέπω είναι μια χλιαρή αντίσταση για τα πεπραγμένα. Δεν άκουσα καλά πού θα στείλει τις «μακεδονικές» ντομάτες ο αντιπρόεδρος των Σκοπίων. Ας μας τις στείλει να τις κάνουμε σάλτσα.
Αλβανία, Τσάμηδες, κάπου κάπου ψιθυρίζει κι η Βουλγαρία κι απέναντι ο μεγάλος εχθρός, οι Τούρκοι. Ένας λαός που, καθώς παραληρούσε, έμοιαζε εκτός πραγματικότητας, ταγμένος σαν στρατιώτης να δοξάζει τον αφέντη του.
Είναι καιρός αυτή η νωθρή συμπεριφορά μας κι η αδιάφορη στάση μας να γίνει μαχητικό πάθος, για να μπορέσουν τα παιδιά μας να ζήσουν σε μια ελεύθερη πατρίδα.